Το νέο του μυθιστόρημα “Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ

Ο αγαπημένος συμπολίτης μας, συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης ήταν καλεσμένος τη Μεγάλη Δευτέρα στο Studio 4 της ΕΡΤ, με αφορμή την κυκλοφορία, τις επόμενες ημέρες, του νέου του μυθιστορήματος, από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, με τίτλο “Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα”.

Μιλώντας για την παιδική του ηλικία, ο συγγραφέας θυμήθηκε τότε που η μητέρα του δεν ήθελε να επισκέπτονται την Κομοτηνή, επειδή είχε πολλές βυσσινιές ή το Σουφλί, λόγω των μουριών, επειδή μπορεί να λέρωναν τα ρούχα τους. Εξάλλου, τότε, η καθαριότητα ήταν όντως η μισή αρχοντιά, ενώ τα προϊόντα καθαρισμού δεν είχαν τα χημικά που έχουν σήμερα, με αποτέλεσμα να μην βγαίνουν εύκολα οι λεκέδες. Μιλώντας για  τα τοπικά προϊόντα της κάθε περιοχής, ο Γιάννης Ξανθούλης αναφέρθηκε και στα ξακουστά καρπούζια και πεπόνια της Ορεστιάδας, αλλά και στα σκόρδα της Νέας Βύσσας. «Βλέπω τώρα που φέρνουν σκόρδα από την Κίνα και δεν πάνε πάνω στον Έβρο να βρουν τα ωραιότερα σκόρδα που υπάρχουν! Από την Κίνα και την Ισπανία, κι αν κάνεις τον συνδυασμό μπορεί να τρελαθείς… εγώ νόμιζα ότι είναι χάντρες, ότι είναι ψεύτικα».

Δύο λόγια για το νέο βιβλίο 

Είναι βέβαιο πως η Ροδόσταμη, κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Οι άνθρωποί της, όμως, πιθανότατα θυμίζουν γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες.

Το έτος 1959 και η αναμονή του ξεχωριστού 1960, που εγκαινίαζε μια ζωηρή δεκαετία, ανέσυρε αναμνήσεις από γεγονότα που η Ιστορία κατέγραψε ως κοσμοϊστορικά, με τη συνδρομή επιστημόνων, ιστορικών ή καφενόβιων ρητόρων που κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας, σαν αντιβίωση στην πλήξη. Μπορεί όμως να είμαστε κι εμείς φορείς ανάλογης αβάσταχτης σοβαρότητας ή και ελαφρότητας, όσο κι αν δεν το έχουμε εμπεδώσει, αφού ουδείς μάς το επισήμανε εγκαίρως… Η Ροδόσταμη, πάντως, συγκέντρωνε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία από σωσίες των εαυτών μας. Οι αδελφές Γαργάρα, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, εκπαιδεύουν την αθωότητά τους αρχικά στην οικογενειακή αρένα και μετά ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με σθένος ηρωικό και ευτράπελο. Οι δύο θυγατέρες του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα έγιναν έτσι αφορμή να γραφτεί ένα πόνημα θυελλωδών καταστάσεων – καιρικών, ψυχολογικών και άλλων.
Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συγγενικές του περσόνες ως προς την επιδίωξη απόδρασης σε μια Αθήνα έτοιμη να τις ανταμείψει με μυστικά τερατωδών αλλά ρομαντικών ρεφρέν, που υμνούσαν κάθε οξύμωρη προσδοκία ή ματαίωση. Κι αυτές, εύπιστες και απελπισμένες, επιδόθηκαν στο σπορ της Άλωσης, παραδομένες στα κέφια ενός εκτροχιασμένου χρόνου. Όσο για την εμμονή του συγγραφέα με τα έτη 1959 και 1960, αυτή, σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων, οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη – και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ.