Συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε την ύπαρξη εθνικών κρατών, ιδεολογιών και ταυτοτήτων ως κάτι το αυτονόητο. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς εθνικές σημαίες, σύνορα, επετείους. Τα εθνικά ιστορικά αφηγήματα, με τα οποία γαλουχηθήκαμε, επιβιώνουν. Την ίδια στιγμή, ξέρουμε ότι το έθνος είναι μια πρόσφατη ιστορική και κοινωνική μορφή, αδιάσπαστα συνδεδεμένη με τη νεωτερικότητα, ότι δεν έχει πραγματική μακραίωνη ιστορική συνέχεια, παρά μόνο με το τίμημα της διαστρέβλωσης της ιστορικής πραγματικότητας, και ότι τα εθνικά σύνορα δεν αντιστοιχούν στα ιστορικά όρια της παρουσίας κάποιων εθνικών κοινοτήτων, αλλά αποτυπώνουν ιστορίες πολέμων και συγκρούσεων. Oμως, το ερώτημα δεν μπορεί να περιοριστεί στην ιστορικότητα του έθνους ή στο ότι αποτελεί μια ιστορική και κοινωνική κατασκευή. Εξακολουθούμε να ζούμε σε έναν κόσμο ενεργών εθνικών αιτημάτων και εθνικών μορφών καταπίεσης. Τα έθνη δεν είναι μόνο «αφηγήματα», είναι και στρατοί, δυνάμεις κατοχής και γενοκτονίες, ενώ παραμένουν στον πυρήνα ενός συστήματος διακρατικών σχέσεων που παράγουν συγκρούσεις και πολέμους.
Ολα αυτά απασχολούν το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ Γιάννη Μηλιού με τίτλο «Εθνος και ιμπεριαλισμός. Για την κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής. Ο Μηλιός αποδομεί την παραδοσιακή προσέγγιση για τη «μακραίωνη ιστορική συνέχεια» του έθνους, όμως στέκεται κριτικά και απέναντι στην παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη του έθνους ως κοινότητας οικονομικής ζωής πάνω στην οποία διαμορφώνεται μια γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα. Αντίστοιχα, θεωρεί ότι σχήματα όπως η «επινοημένη παράδοση» και το έθνος ως «φαντασιακή κοινότητα» αφήνουν ερωτήματα αναπάντητα. Αντιθέτως, υπογραμμίζει ότι ο εθνικισμός και το έθνος προκύπτουν από τη διάδοση της εθνικής πολιτικοποίησης στις κυριαρχούμενες τάξεις. Το έθνος αναδύεται «στο εσωτερικό ενός καπιταλιστικού κοινωνικού χώρου ή κοινωνικού σχηματισμού όταν οι καπιταλιστικές σχέσεις ενσωματώνουν ευρύτερα και συμπαγή κοινωνικά σύνολα». Επομένως, προϋποθέτει τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί τους καθώς πατάει και πάνω στις πολιτικές πρακτικές των κυριαρχούμενων τάξεων.
Ο σύνθετος ιστορικός προσδιορισμός του έθνους εξηγεί κατά τον Μηλιό την αντιφατική ιστορική δυναμική του. Από τα μια, υπάρχει μια «τάση ελευθερίας» που εκδηλώνεται ως αίτημα απελευθέρωσης από δυναστικές δυνάμεις και εξηγεί τη χειραφετητική και δημοκρατική δυναμική των εθνικών κινημάτων. Από την άλλη, υπάρχει η «τάση ολοκληρωτισμού», μέσα από αιτήματα εθνικής ομογενοποίησης που όριό τους έχουν την εθνοκάθαρση.
Το βιβλίο στηρίζεται πάνω σε μια κριτική ανάγνωση των μαρξιστικών θεωριών για το έθνος και τον ιμπεριαλισμό. Εντοπίζει διάφορα προβλήματα: τη συσχέτιση του ιμπεριαλισμού με μια υποτίθεται χρόνια τάση προς υποκατανάλωση, την αντίληψη της παγκόσμιας οικονομίας ως ενός ενοποιημένου παγκοσμίου συστήματος, ή αντιλήψεις όπως αυτές του Κάουτσκι που παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έβλεπε μια κατά βάση ειρηνική τάση προς τον «υπεριμπεριαλισμό». Αντιθέτως, θεωρεί ότι ο Λένιν αποφεύγει τον πειρασμό της θεώρησης του ιμπεριαλισμού ως ενιαίας παγκόσμιας οικονομικοκοινωνικής δομής, επιμένοντας στη συνάρθρωση διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών και στην ανισόμετρη ανάπτυξη κάθε κράτους-κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ως τρόπο να εξηγηθούν ιεραρχίες στο διεθνές σύστημα που δεν είναι ποτέ μόνο οικονομικές. Ο συνδυασμός ανάμεσα στη δυναμική του ιμπεριαλισμού και την τάση επεκτατικότητας που ενυπάρχει στα εθνικά κράτη, εξηγεί γιατί ο Λένιν δεν υιοθετεί ούτε μια άκριτη υποστήριξη του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση ούτε την πλήρη απόρριψή του, αλλά προκρίνει την καταπολέμηση του εθνικισμού της κυρίαρχης εθνικής ομάδας και τη σύγκρουση με την αστική εξουσία.
Ο Μηλιός ασκεί κριτική στις θεωρίες της εξάρτησης και της παγκοσμιοποίησης που κατά τη γνώμη του στηρίζονται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί ως ενοποιημένη κοινωνική δομή. Κάνει μάλιστα μια θεωρητική παρέκβαση στον Βέμπερ και τον Σουμπέτερ ως στοχαστές που αντιμετώπισαν τον ιμπεριαλισμό ως εξαίρεση από τον κανόνα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, για να δείξει πώς αυτό έχει απήχηση σε όσους σύγχρονους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα ορισμένοι στοχαστές του ρεύματος του «πολιτικού μαρξισμού» (Ρόμπερτ Μπρένερ, Ελεν Μέκσινς Γουντ), αντιμετωπίζουν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό ως κατάλοιπο προκαπιταλιστικών μορφών. Εντοπίζει, ταυτόχρονα, και τα όρια τοποθετήσεων όπως του Χάρβεϊ για τον «νέο ιμπεριαλισμό» ή των Νέγκρι και Χαρντ για την «Αυτοκρατορία».
Αναζητώντας εναλλακτική θεώρηση ο Μηλιός στρέφεται στον πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ για την αξία και το κεφάλαιο, ως πρωτίστως μια ταξική σχέση. Αυτό επιτρέπει μια θεώρηση του κράτους ως μηχανισμού μέσω του οποίου ασκείται πολιτική και ιδεολογική εξουσία που εκπροσωπεί τα αντικειμενικά συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης αλλά και της επιτρέπει να τα παρουσιάζει ως συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική οικονομία χωρίς μια τέτοια κρατική συγκρότηση και σε αυτή τη συσχέτιση ανάμεσα σε κράτος και μακροπρόθεσμο καπιταλιστικό συμφέρον μπορεί κανείς να δει την επεκτατική λογική στον πυρήνα του ιμπεριαλισμού, αλλά και να καταλάβει γιατί σε πείσμα των θεωριών περί παγκοσμιοποίησης οι εθνικοί κοινωνικοί σχηματισμοί παραμένουν αναγκαίοι κρίκοι του διεθνούς συστήματος. Παράλληλα, ο Μηλιός διατυπώνει τη διαφωνία του με σχήματα όπως αυτό της χρηματιστικοποίησης, επιμένοντας ότι η επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν είναι σημάδι κρίσης ή στασιμότητας αλλά αναπόσπαστο τμήμα της δυναμικής του καπιταλισμού. Υπογραμμίζει, παράλληλα, ότι η μόνη «αυτοκρατορία» είναι τελικά η ίδια η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στο σύνολό της.
Ο Μηλιός υπογραμμίζει ότι ο ιμπεριαλισμός και η βία που συνεπάγεται, από την αποικιοκρατία έως τις πολεμικές επεμβάσεις, προκύπτουν τελικά από τη βία και τον εξαναγκασμό στην καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αντίστοιχα, αυτό σημαίνει ότι η ενίσχυση της «τάσης ελευθερίας» που περιλαμβάνει το αίτημα της αυτοδιάθεσης θα πρέπει να φτάσει μέχρι την ίδια τη συνολική χειραφέτηση των υποτελών τάξεων και τελικά τη χειραφέτηση και από τον εθνικισμό.