Οι αρχές της Ταϊλάνδης παλεύουν να διαχειριστούν τις συνέπειες του καταστροφικού σεισμού της γείτονος χώρας Μιανμάρ, βαρέα μηχανήματα μετακινούν μεγάλες ποσότητες ερειπίων, ενώ η ελπίδα φίλων και μελών των οικογενειών των αγνοουμένων να βρεθούν ζωντανοί φθίνει.

Οι αρχές της Μπανγκόκ ανακοίνωσαν ότι μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί έξι νεκροί, 26 τραυματίες και 47 αγνοούμενοι, οι περισσότεροι από ένα εργοτάξιο κοντά στη δημοφιλή αγορά Chatuchak της πρωτεύουσας, ενώ πολλά μέρη στο βορρά ανέφεραν σοβαρές ζημιές σε κατοικίες, νοσοκομεία και ναούς, μεταξύ άλλων στο Τσιάνγκ Μάι, αλλά τα μόνα θύματα αναφέρθηκαν στην Μπανγκόκ.

Όπως και στην περίπτωση της Μιανμάρ, που ήρθε εκ νέου στο προσκήνιο η στρατιωτική χούντα και η δραματική κατάσταση της χώρας με αφορμή τον σεισμό, έτσι και στην Ταϊλάνδη ο σεισμός «φωτογραφίζει» όχι μόνο το ανθρωπιστικό κομμάτι του συμβάντος αλλά και το κοινωνικό-πολιτικό υπόβαθρο.

Διαβάστε επίσης: Μιανμάρ / Ο σεισμός ήρθε να αποτελειώσει μια σχεδόν κατεστραμμένη χώρα

Το 2024 σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή στην πολιτική ιστορία της Ταϊλάνδης, καθώς η χώρα συνέχισε να παλεύει με τις βαθιά ριζωμένες προκλήσεις του πολιτικού της συστήματος. Παρά την επιφανειακή επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα, οι θεμελιώδεις αντιθέσεις μεταξύ των δημοκρατικών δυνάμεων και του κατεστημένου παρέμειναν έντονες και αγεφύρωτες, υπογραμμίζει ο ιστότοπος γεωπολιτικών αναλύσεων East Asia Forum.

Το Κίνημα Προς τα Εμπρός (Move Forward Party – MFP), που αναδείχθηκε νικητής στις εκλογές του 2023, επιχείρησε να προωθήσει ουσιαστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, με έμφαση στη διαφάνεια και τη λογοδοσία των θεσμών. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε στην ανυποχώρητη στάση τόσο της μοναρχίας, της οποίας η νομιμοποίηση βασίζεται σε παραδοσιακά και χαρισματικά στοιχεία που φθίνουν, όσο και του στρατού, που αποτελεί τον βασικό πυλώνα στήριξης του μοναρχικού θεσμού.

Η «μυστική συμφωνία» του 2023 μεταξύ του συντηρητικού κατεστημένου και του κόμματος Pheu Thai επέτρεψε την επιστροφή του εξόριστου πρώην πρωθυπουργού Τακσίν Σιναουάτρα, με αντάλλαγμα τη σύναψη μιας αμφιλεγόμενης συμμαχίας με τους πρώην πολιτικούς του αντιπάλους, δηλαδή τα κόμματα-εκπροσώπους του στρατού. Αυτή η κίνηση αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του MFP και στη διατήρηση μιας επίφασης συνταγματικής νομιμότητας, αποφεύγοντας την ανάγκη για στρατιωτικό πραξικόπημα.

Το νομικό οπλοστάσιο που χρησιμοποιείται για την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης είναι εκτενές και πολύπλευρο. Το Σύνταγμα του 2017 παρέχει τη δυνατότητα απομάκρυνσης κυβερνητικών αξιωματούχων με βάση ασαφή κριτήρια χαρακτήρα, ενώ η διακήρυξη της Ταϊλάνδης ως δημοκρατίας με επικεφαλής τον μονάρχη επιτρέπει την ποινικοποίηση οποιασδήποτε συζήτησης περί μοναρχικών μεταρρυθμίσεων.

Το περιβόητο Άρθρο 112 του Ποινικού Κώδικα, γνωστό ως νόμος περί προσβολής της μοναρχίας (lese-majeste), αποτελεί ένα ιδιαίτερα ισχυρό εργαλείο καταστολής. Επιτρέπει σε οποιονδήποτε να υποβάλει καταγγελία σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα χωρίς την ανάγκη προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα υπεράσπισης βασισμένη στο αληθές των ισχυρισμών.

Η παρουσία των «ανελεύθερων επιχειρηματιών» – μελών των χαμηλότερων ελίτ που ανταγωνίζονται για την επίδειξη πίστης στο καθεστώς – προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο αστάθειας στο πολιτικό σύστημα. Αυτές οι ομάδες εκμεταλλεύονται τα νομικά εργαλεία για να διευθετήσουν φατριαστικές διαφορές και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, υπονομεύοντας τη σταθερότητα της εκτελεστικής εξουσίας.

Τον Αύγουστο του 2024, σαράντα γερουσιαστές προσκείμενοι στον πρώην υπουργό Άμυνας Πραουίτ Βονγκσουβάν χρησιμοποίησαν το Σύνταγμα του 2017 για να ανατρέψουν τον πρωθυπουργό του Pheu Thai, Σρέτα Ταβίσιν. Η κατηγορία, που βασίστηκε στο Άρθρο 160 του Συντάγματος περί παραβίασης ηθικών προτύπων, ήταν αδύναμη και αφορούσε τον διορισμό ενός αξιωματούχου με παρελθόν δωροδοκίας δικαστών.

Τα δε συντηρητικά στοιχεία που αντιτίθενται βίαια στις δημοκρατικές ιδέες αποτελούν έναν τρίτο παράγοντα αποσταθεροποίησης. Το 2024, αυτές οι ομάδες στοχοποίησαν νέους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν βασιλικά προνόμια, όπως το πρωτόκολλο των αυτοκινητοπομπών.

Η αντικατάσταση της διορισμένης από τη χούντα Γερουσίας μέσω μιας αδιαφανούς διαδικασίας οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου σώματος κυριαρχούμενου από γερουσιαστές προσκείμενους στο συντηρητικό και βασιλόφρον κόμμα Bhum Jai Thai. Παρότι η νέα Γερουσία δεν θα διορίζει μελλοντικούς πρωθυπουργούς, διατηρεί σημαντικές εξουσίες στον διορισμό συνταγματικών δικαστών και στην έγκριση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο ολοκλήρωσε την καταστολή του MFP, διαλύοντας το κόμμα και απαγορεύοντας στην ηγεσία του την ενασχόληση με την πολιτική λόγω της προσπάθειάς τους να μεταρρυθμίσουν το Άρθρο 112.

Καθώς το έτος έφτανε στο τέλος του, η ηγεσία του Pheu Thai επέδειξε πλήρη κατανόηση των «βαθιών κανόνων» που καθορίζουν τα όρια της αποδεκτής πολιτικής. Ο Τακσίν και η κόρη του, η νυν πρωθυπουργός Παετονγκτάρν Σιναουάτρα, απέρριψαν άμεσα μια πρόταση από το εσωτερικό του κόμματος για μεταφορά του ελέγχου των στρατιωτικών διορισμών από τον αρχηγό του στρατού στο υπουργικό συμβούλιο.

Το 2024 υπήρξε το πρώτο πλήρες ημερολογιακό έτος πολιτικής διακυβέρνησης υπό το Σύνταγμα του 2017, παρέχοντας σημαντικές ενδείξεις για τη δυναμική της ταϊλανδέζικης πολιτικής στο προβλέψιμο μέλλον. Με δεδομένη τη δυσκολία τροποποίησης του παρόντος Συντάγματος και την προτίμηση του στρατού σε μηχανισμούς ελέγχου εναλλακτικούς των πραξικοπημάτων, η πορεία προς την ουσιαστική δημοκρατία παραμένει μακρά και δύσκολη.