Τις ενστάσεις πολιτικών και διπλωματικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την φορολόγηση από την Κομισιόν ψηφιακών υπηρεσιών που προσφέρουν οι αμερικάνικες εταιρείες – κολοσοί, φέρνει στο φως τις δημοσιότητας το Politico. Καταγράφει τους λόγους που αυτοί οι κύκλοι θεωρούν πως μία τέτοια κίνηση θα αποτύχει, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να λύσει.
H επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απείλησε να φορολογήσει τις ψηφιακές υπηρεσίες που προσφέρουν οι αμερικάνικες εταιρείες, κυρίως τεχνολογικοί κολοσσοί (Big Tech), όπως η Alphabet, η Amazon, η Apple, η Meta και η Microsoft, μετά τον καταιγισμό «αμοιβαίων» δασμών που εξήγγειλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατά δεκάδων χωρών και της ΕΕ.
Σύμφωνα με το Politico, κάποιοι διπλωμάτες τόλμησαν να πουν ανοιχτά ότι η κίνηση της φον ντερ Λάιεν να στοχεύσει τις Big Tech δεν είναι τόσο καλή ιδέα. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τη στηρίζουν δημόσια σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την κοινή τους στάση στις διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον.
Χώρες όμως όπως η Γερμανία και η Ιρλανδία, ήδη αποσιωπούν τις απειλές της Επιτροπής, ενώ στο παρασκήνιο άλλες ανησυχούν.
Μεταξύ των ανησυχιών είναι ότι οι νέες εισφορές στις ψηφιακές υπηρεσίες θα έπλητταν περισσότερο τους ευρωπαίους επιχειρηματίες παρά τους μεγιστάνες της τεχνολογίας της Σίλικον Βάλεϊ και ότι η κλιμάκωση ενός εμπορικού πολέμου θα μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις οικονομίες της ΕΕ.
Το Politico αναφέρει πέντε σημαντικούς λόγους για τους οποίους η απειλή της φον ντερ Λάιεν είναι —τουλάχιστον προς το παρόν— περισσότερο καπνός παρά ουσία.
Οι Γερμανοί πολιτικοί χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά την έκφραση ΤΙΝΑ (“There is no alternative” – Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) για να πουλήσουν τις επώδυνες περικοπές δαπανών στις χώρες του Νότου – και την Ελλάδα – κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Την ίδια λογική χρησιμοποιούν τώρα για να προειδοποιήσουν ενάντια στους ψηφιακούς φόρους. Το επιχείρημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να βασίζονται σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας όπως το Facebook ή η Google για τη διαφήμισή τους, επειδή δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική λύση με βάση την Ευρώπη.
Μια κίνηση της ΕΕ να πλήξει τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας θα επέστρεφε αμέσως στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και αγοραστές.
«Αν κοιτάξετε τα κέντρα δεδομένων, εάν κοιτάξετε τις υπηρεσίες cloud, εάν κοιτάξετε τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, δυστυχώς, απλά δεν υπάρχουν επαρκείς εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην αμερικανική ψηφιακή βιομηχανία», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Γιοργκ Κούκις.
Τα σχόλια ενόχλησαν την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία κατηγόρησε τον Κούκις ότι υπονομεύει την ενότητα της ΕΕ για διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια μιας κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ στη Βαρσοβία, εκμυστηρεύτηκαν τρεις Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στο Politico.
Πολλοί ειδικοί όμως συμφωνούν με το επιχείρημα του Κούκις. «Είναι δύσκολο να επιβάλεις τέτοια μέτρα χωρίς να βλάψεις πάρα πολύ τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις της ΕΕ», δήλωσε ο Μπέριν Μάρτενς της δεξαμενής σκέψης Bruegel.
Από νομικής άποψης, η υιοθέτηση ενός φόρου για ψηφιακές υπηρεσίες είναι ένα πραγματικό ναρκοπέδιο. Μέχρι σήμερα, οι προσπάθειες για την εφαρμογή ενός γενικού φόρου ψηφιακών υπηρεσιών στα έσοδα των εταιρειών απέτυχαν παταγωδώς, γιατί η αλλαγή της φορολογικής πολιτικής απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ.
Η φον ντερ Λάιεν, προκειμένου να αποφευχθεί αυτό, πρότεινε ότι οι ψηφιακές υπηρεσίες και τα έσοδα από διαφημίσεις να μπορούν να στοχευθούν από το λεγόμενου «εμπορικό μπαζούκα» – ο κανονισμός κατά του καταναγκασμού (ACI) -, το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ μέχρι σήμερα.
O ACI, ωστόσο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε εταιρείες με ισχυρή παρουσία στην Ευρώπη, είπε ο Μάρτενς. Οι περισσότεροι αμερικανικοί ψηφιακές γίγαντες είναι εγγεγραμμένοι σε χώρες της ΕΕ όπως η Ιρλανδία (Apple, Microsoft, Google, Meta) ή το Λουξεμβούργο (Amazon).
Οποιαδήποτε επιβάρυνση στις εταιρείες τεχνολογίας θα δημιουργήσει πρώτα την Ιρλανδία, η οποία έχει ήδη αψηφήσει δημόσια την πρωτοβουλία της Κομισιόν.
Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Μικεάλ Μάρτιν δήλωσε το Σαββατοκύριακο ότι η χώρα του θα αντισταθεί στις προτάσεις της Επιτροπής και ότι η τοποθέτηση ενός νέου φόρου επιπλέον του αυστηρού κανονισμού της ΕΕ για τις Big Tech θα «έβαζε λάδι στη φωτιά».
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Ιρλανδία φαίνεται να είναι από τις πιο εκτεθειμένες σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, επειδή φιλοξενεί θυγατρικές αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών και εξήγαγε επίσης φαρμακευτικά προϊόντα αξίας άνω των 44 δισεκατομμυρίων ευρώ στις ΗΠΑ το 2024.
«Η Ιρλανδία έχει μια εξαιρετικά συγκεντρωμένη εταιρική φορολογική βάση, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ», δήλωσε σε συνέντευξή του ο Άινταν Ρίγκαν, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο University College του Δουβλίνου.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δέκα εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 60 τοις εκατό των εταιρικών φορολογικών εσόδων της Ιρλανδίας και περίπου το 30 τοις εκατό των συνολικών φορολογικών εσόδων της προέρχεται πλέον από τον εταιρικό τομέα, εξηγεί ο Ρίγκαν.
Τις τελευταίες ημέρες οι ΗΠΑ έδωσαν σήμα στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ότι θέλουν να ανοίξουν ξανά τις συζητήσεις για μια παγκόσμια φορολογική συμφωνία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπέγραψαν ποτέ το μέρος της συμφωνίας που είχε ως στόχο να υποχρεώσει τους ομίλους και τις πολυεθνικές των Big Tech, να πληρώνουν περισσότερους φόρους στις χώρες όπου εδρεύουν οι πελάτες τους, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό το τμήμα της συμφωνίας δεν έχει ακόμη επικυρωθεί.
Σύμφωνα με αναλυτές, οι απειλές της φον ντερ Λάιεν να επιβάλει νέους φόρους – πέρα από αυτούς που ήδη επιβάλλονται από μεμονωμένες χώρες της ΕΕ – μπορεί να ωθήσει την Ουάσιγκτον να αναζητήσει μια παγκόσμια λύση.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν, σε συνέντευξή του στους FT, είπε ότι οι ΗΠΑ συμμετέχουν ενεργά σε αυτές τις συζητήσεις.
Αμερικανοί αξιωματούχοι αντιτίθενται σε έναν μηχανισμό που επιτρέπει σε όσους υπογράφουν τη συμφωνία να ανακτούν φορολογικά έσοδα από εταιρείες που πληρώνουν λιγότερο από τον παγκόσμιο φορολογικό συντελεστή 15 τοις εκατό σε άλλες δικαιοδοσίες.
Σκοπός των απειλών φορολόγησης των Big Tech, είναι να φέρουν τον Τραμπ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να ενθαρρύνουν μια εμπορική συμφωνία. Όμως πολλοί σκεπτικιστές φοβούνται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε διαφορετικά.
Οι ψηφιακοί φόροι μπορεί να προκαλέσουν μια αντίδραση από τις ΗΠΑ, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο. Αυτό θα έπληττε την ανάπτυξη σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο και ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι μονομερείς δασμοί των ΗΠΑ θα έπλητταν τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το πρώτο έτος.
Δεδομένου του ότι η φον ντερ Λάιεν τα γνωρίζει όλα αυτά, αυτή την εβδομάδα φαίνεται να έχει αμβλύνει τη ρητορική της.