Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου, το tvxs αναδημοσιεύει την μαρτυρία του δημοσιογράφου Γιώργου Βότση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την Αντίσταση» (εκδ.Εστία) .
Το Tvxs προσφέρει στους συνδρομητές του το ντοκιμαντέρ μεγάλης ιστορικής αξίας του Στέλιου Κούλογλου, «Το λάθος πραξικόπημα».
Κατά της δυόμισι η ώρα χτυπάει το κουδούνι. Eίναι ο Κώστας ο Παπαϊωάννου, εκδότης αργότερα στο Ποντίκι, τότε δούλευε στην Ακρόπολη. Νόμιζα ότι έρχεται από χαρτοπαιξία, του λέω άντε μαλάκα πάρε στο ψυγείο κάτι να φας, υπάρχει μέσα κρεβάτι άδειο. Δίπλα του ήτανε η Μαρία η Τσαπάλου η αρχιτεκτόνισσα η οποία έκλαιγε. Και αυτός ήτανε περιέργως τρυφερός. “Σήκω αγόρι , πραξικόπημα”
Τα δάκρυα της Μαρίας με έπεισαν. Σηκώνομαι και βάζω γρήγορα-γρήγορα σε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα αυτά που θεώρησα τότε αναγκαία. Δηλαδή μια αλλαξιά εσώρουχα, χαρτί, μολύβι, ένα ραδιοφωνάκι, ένα μικρό σκάκι, μολύβια.Αυτά ήτανε όλα μου τα υπάρχοντα που πήρα από εκείνο το σπίτι που δε το ξανάνοιξα ποτέ. Και με αυτά πορεύτηκα ένα χρόνο στην παρανομία.
Βγαίνοντας έξω μας περίμενε το αυτοκίνητο ενός συναδέλφου της Βραδινής. Η πρώτη μας έγνοια ήτανε να ειδοποιήσουμε και άλλους να αποφύγουνε τις συλλήψεις. Κατεβαίνουμε την Αλεξάνδρας κι εκεί πρωτοείδα τα τανκ. Ειδοποιήσαμε δυο-τρεις, άλλους δεν τους προλάβαμε.
Δούλευα τότε στην εφημερίδα “Δημοκρατική Αλλαγή” και μου κόλλησε η ιδέα να βάλω έστω την είδηση για το πραξικόπημα στην εφημερίδα ή σε κάποια άλλη. Κατεβαίνουμε λοιπόν στο τυπογραφείο, έβγαιναν τότε όλες οι εφημερίδες στο τυπογραφίο της Ελευθερίας στην οδου Γερανίου πίσω από το Δημαρχείο. Είχε φτάσει πια 5 η ώρα το πρωί. Στο δρόμο τρακάρω δυο-τρεις από το πρωινό συνεργείο της Δημοκρατικής Αλλαγής, τότε οι απογευματινές εφημερίδες ήτανε όντως απογευματινές διαμορφώνονταν τα ξημερώματα ως τις εννιά που τυπώνονταν. Ήτανε ο Χρυσοστομίδης, ο Χαρίλαος ο Μάνος ο τότε αρχισυντάκτης, ο Λευτέρης ο Βουτσάς. Και αυτοί περιφέρονταν να δούνε τι θα κάνουνε.
Με στέλνουνε εμένα σαν τον μικρότερο να ανιχνεύσω τι γίνεται στο τυπογραφείο. Ηταν ακόμα κάποιοι από την σύνταξη της Ελευθερίας και προσπαθούσανε να βγάλουνε δεύτερη έκδοση με την είδηση. Είχαν φτιάξει τον τίτλο, “τα τανκ ως το Κολωνάκι, συνελήφθη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος”κάτι τέτοια. Ο Περικλής ο Βούζας από την Δημοκρατική Αλλαγή καθότανε μόνος του στα γραφεία μέσα, όπου πήγα και εγώ. Και ενώ αναρωτιόμαστε αν θα προλάβει να τυπώσει η Ελευθερία, εισβάλει ένας λοχαγός με στολή εκστρατείας το περίστροφο προτεταμένο,και δυο υπαξιωματικοί με αυτόματα. Βλαστημούσε το Χριστό σας, την Παναγία σας, αλήτες που είναι ο Κόκκας, ο εκδότης της Ελευθερίας. Πάει μπροστά του ο Ηλίας ο Μαλάτος, μετέπειτα Διευθυντής του γραφείου τύπου του Παπαδόπουλου του δικτάτορα Λέει ποιος Κόκκας; Ο κύριος Κόκκας δεν έρχεται ποτέ εδώ. Που είναι αυτός ο Ανδρουλιδάκης; Ο Διευθυντής τότε. Ούτε ο Ανδρουλιδάκης είναι εδώ. Ποιοι άλλοι καθίκια αλήτες δημοσιογράφοι είναι εδώ; Μόνο εγώ λέει, μόνο εγώ. Εν πάση περιπτώσει φύγανε, ήτανε η πρώτη επαφή μου με το νέο καθεστώς.
Είχαμε κλείσει ένα ραντεβού με τους άλλους που περιφέρονταν, τους είπα τα καθέκαστα, δεν γίνεται στο τυπογραφείο να κάνουμε τίποτα. Ήτανε πια ξημερώματα, φεύγοντας από το τυπογραφείο στην αρχή της Πειραιώς κάποια λεωφορεία είχανε έρθει για να φέρουνε τους εργαζόμενους στο κέντρο τη Αθήνας και μπουλούκια-μπουλούκια έβγαιναν από τα λεωφορεία, ανέβαιναν την Πειραιώς προς την Ομόνοια.
Οπότε χώθηκα εγώ ανάμεσά τους λέω εργάτες είναι, ευκαιρία. Και άρχισα να φωνάζω κάτω η χούντα, αντίσταση. Για πότε αποτραβήχτηκαν και ένιωσα μόνος μέσα στην ερημιά του πλήθους. Κυριολεκτικά μόνος.
Πάντως ήδη την πρώτη μέρα έγινε η πρώτη συνάντηση στην Δεξαμενή του Κολωνακίου, τότε ήτανε η πιο αντιστασιακή γωνιά της Αθήνας, ήταν έτοιμοι οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Κολωνακίου περί τη Δεξαμενή. Εκεί κυριολεκτικά ψάχνονταν ο κόσμος τι θα κάνει. Θα έλεγα όχι ντε και καλά τοποθετημένοι στην αριστερά, για να μην πω ότι οι αριστεροί της μεγαλύτερης ηλικίας που είχανε τραβήξει τα μύρια όσα μετά τον εμφύλιο, ήτανε και οι πιο συγκρατημένοι, οι πιο φοβισμένοι ή οι πιο χαμένοι. Δεν τους έβρισκες στους δρόμους, όσους δεν είχαν συλλάβει με τις πιζάμες
Βρήκα αμέσως την Τόνια την Μαρκετάκη, το Σταύρο τον Κωνστανταράκο και όχι την πρώτη μέρα την δεύτερη είχαμε τις πρώτες προκηρύξεις σε πολύγραφο, “Κάτω η Χούντα”, “Δημοκρατία”.
Έβρισκα και διάφορους αλλόφρονες, φίλους, συντρόφους, συναγωνιστές στην αριστερά τότε. Έδωσα δυο τρία πρόχειρα σπίτια που σκεφτόμουνα σε άλλους. Μετά τη δύση του ηλίου απαγορευόταν η κυκλοφορία, διαπίστωσα ότι έπεφτε ο ήλιος και εγώ δεν είχα βρει που θα κοιμηθώ. Συγκοινωνία δεν υπήρχε, ταξί δεν κυκλοφορούσαν. Και σκέφτηκα μία φίλη που έμενε στη Ζωοδόχου Πηγής πάνω στο Βύρωνα με τους γονείς της και ξεκίνησα με τα πόδια κοιτώντας τον ήλιο, πότε θα πέσει και αν θα προφτάσω. Φτάνω κάποτε, οι άνθρωποι ήτανε πάρα πολύ φιλόξενοι, πάρα πολύ ζεστοί.
Μου βάλανε να φάω, εγώ έτρωγα αυτοί τίποτα. Εγώ έπεσα ψόφιος από τον ποδαρόδρομο όλης της νύχτας και της μέρας, το πρωί διαπίστωσα ότι από αυτούς κανένας δεν είχε κοιμηθεί, από το φόβο και την αγωνία. Σηκώθηκα έφυγα και δε τους ξαναπλησίασα. Και σε αυτούς χρωστάω ευγνωμοσύνη γιατί τουλάχιστον το πρώτο βράδυ με φύλαξαν. Σε πόσους δεν χρωστάω ευγνωμοσύνη; Υπολογίζω σε ένα χρόνο παρανομίας ότι περίπου πενήντα σπίτια μου άνοιξαν να με φιλοξενήσουν, άλλοι ξέροντάς ποιος είμαι, άλλοι γνωρίζοντάς με με ψευδώνυμο.
Την δεύτερη μέρα με την Τόνια και τους άλλους προσπαθούσαμε να στήσουμε ομάδα στη βάση των φιλικών σχέσεων και θα έλεγα της αξιοπρέπειας, του γαμώτο, του τι είναι αυτοί,γελοίοι καραβανάδες. Και της οργής κατά της πολιτικής ηγεσίας της αριστεράς και συνολικά της πολιτικής ηγεσίας που άφησαν την έρημη τη δημοκρατία ανέτοιμη, ειδικά το αριστερό κίνημα ξεβράκωτο. Συνάντησα το φίλο μου τον Κουπαρούσο την ψυχούλα της Αθήνας τότε, ένας μποέμ καταπληκτικός. Γι’ αυτόν είχε γράψει και ο Μίκης αργότερα όταν τον συνέλαβαν στην Μπουμπουλίνας “Γιώργο κρατιέμαι από ένα λουλούδι”. Πολύτιμος ο Γιώργος ο Κουπαρούσος κυρίως στο να βρίσκει άσυλο για τους παράνομους, ακόμα και να τους μεταφέρει με το αυτοκίνητο. Δεν είχαμε και αυτοκίνητα τότε. Και συνάντησα και τον Αριστείδη το Μανωλάκο και έτσι κλείσαμε το ραντεβού για την Κυριακή του Πάσχα, δέκα μέρες μετά από το πραξικόπημα.
Βρεθήκαμε στο φοιτητικό διαμέρισμα ενός μετέπειτα Υπουργού της Νέας Δημοκρατίας του Παναγιώτη του Δελημήτσου, δίπλα σε μία βάση της Αεροπορίας που είναι στην Κυψέλη. Τον Μίκη τον μετέφερε ο Κουπαρούσος, ήτανε και δύσκολο πώς να τον μεταφέρεις, πώς να του αλλάξεις τα χαρακτηριστικά. Κοτζάμ ντερέκι άντρας.
Αρχίζουμε από πρωί την συνεδρίαση, πέντε ήμαστε. Μίκης Θεοδωράκης, Χρόνης Μίσιος, Αριστείδης Μανωλάκος, Θέμης Μπανούσης και εγώ. Οι τρεις πρώτοι είναι από τους ηγέτες των Λαμπράκηδων, εγώ δημοσιογράφος της αριστεράς τότε, ο Μπανούσης μετέπειτα εκδότης και ο μόνος που δε βγήκε στην παρανομία. Ήτανε και πέντε-έξι άλλοι να έρθουν, όπως η Άννα η Μεταξωτού,αλλά δεν μπόρεσαν δε θυμάμαι τα ονόματα ποιοι άλλοι ήτανε.
Ο Μίκης είχε το γενικό συντονισμό της συζήτησης, είχε και τις φαντασιώσεις του γιατί ήτανε ανήμερα Πάσχα και οι σμηνίτες δίπλα είχανε στήσει τα όργανα Κάθε τόσο σταματούσε ο Μίκης και έλεγε: ” ακούστε τραγουδάνε Μίκη”.
Τότε αποφασίσαμε να ιδρύσουμε το Πατριωτικό Μέτωπο.
Συμφωνήσαμε ότι θα είναι μια αριστερή οργάνωση αλλά όσο γίνεται πιο πλατιά. Ημασταν τόσο αισιόδοξοι, το βλέπαμε να γίνεται ένα κίνημα αντιστασιακό τόσο πλατύ που όχι απλώς να ανατρέπει τη χούντα αλλά να επηρεάζει τις μεταδικτατορικές εξελίξεις, γι’ αυτό και το ονοματίσαμε Πατριωτικό Μέτωπο. Το Α το αντιδικτατορικό μπήκε αργότερα από τους ΚΚΕδες και του εσωτερικού και του εξωτερικού όταν διασπαστήκανε. Καπελώσανε το Πατριωτικό Μέτωπο βάλανε και ένα αντιδικτατορικό για να του περιορίσουνε ας πούμε την εμβέλεια και την προοπτική στο μέλλον.
Κάναμε μία κατανομή αρμοδιοτήτων, ποιος την νεολαία, ποιος τις επαφές με τις άλλες κινήσεις οι οποίες είχανε αρχίσει να εκδηλώνονται. Πράγματι από τις πρώτες μέρες κινούνταν και δεξιότερα από μας στην κεντροαριστερά, αυτοί που έφτιαξαν την Δημοκρατική Άμυνα(*) Και αριστερότερα από μας τα ΔΕΑ, ένα μείγμα περίεργο, κύπριοι φοιτητές, τροτσκιστές. Και περίπου εκδηλώθηκαν αρχές Μαΐου αυτές οι κινήσεις.
Σε μένα έλαχε ο κλήρος να έχω τον εκδοτικό μηχανισμό. Την άλλη μέρα βρεθήκαμε με το Μίκη στο σπίτι του Ανδρέα του Δάνου και αποφασίσαμε την εφημερίδα μας να την βγάλουμε Νέα Ελλάδα. Ο μόνος, ο μοναδικός πολύγραφος που λειτούργησε τότε είχε την πρόνοια ένας από τους Λαμπράκηδες. ο πολύ καλός μου φίλος το Δήμος ο Μαυρομάτης ,σε ένα ταξίδι του να τον φέρει από την Τσεχοσλοβακία και τον είχε βάλει στην πάντα. Ηταν υπεύθυνος των Λαμπράκηδων στην Κρήτη και έκαναν μία διαδήλωση στο Ηράκλειο την μέρα του πραξικοπήματος(*) Μετά προσπαθούσε να μαζέψει όπλα και η Μήνα Γιάννου και το Κ.Κ.Ε. τον τραβήξανε στην Αθήνα. Ήρθε στην Αθήνα και τον πιάσανε αμέσως. Πρόλαβε και είπε στην Άννα τη Μεταξωτού την γυναίκα του ότι εκεί είναι ο πολύγραφος, μόνο στα χέρια του Γιώργου. Δικτυώθηκα γρήγορα και με συναδέλφους δημοσιογράφους οι οποίοι βοήθησαν αποτελεσματικά στη συλλογή πληροφοριών.
Φιλοδοξία μου είναι να βγαίνει η Νέα Ελλάδα σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα που μπορούσαμε να την βγάλουμε με τον χειροκίνητο πολύγραφο τακτικά, κάθε δεκαπέντε μέρες. Να έχει πολλές πληροφορίες. Τη δακτυλογραφούσε η Τόνια η Μαρκετάκη, η αλησμόνητη. Το πρώτο φύλλο της Νέας Ελλάδας περιείχε το μανιφέστο του Μίκη, γιατί ο πρώτος που στάθηκε όρθιος ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Την τρίτη μέρα του πραξικοπήματος έβγαλε ένα μανιφέστο για τα ραδιόφωνα στο εξωτερικό και όντως πέρασε Ντόιτσε βελε, BBC, η Μόσχα ήτανε πιο αργοκίνητη:” Έξω η ξένη ακρίδα, έξω ο μπόγιας Κόλιας(*) Στη χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία πεθαίνουν οι τυραννίες”.
Σε ένα μήνα περίπου ο Μίκης, στο Κολωνάκι όπου είχε μεταφερθεί, βρέθηκε με όσους από την ηγεσία της ΕΔΑ δεν είχανε συλληφθεί και θέλησαν να περάσουνε στην παρανομία. Δρακόπουλος, Φιλίνης, Μπριλάκης, Μπενάς. Όπως ξέρανε τη δουλειά πολύ καλά, κολάκεψαν τις αδυναμίες του Μίκη τάχα μου ότι θα είναι πρώτος και ταχύτατα συγκρότησαν ένα δικό τους επιτελείο.
Στον Φιλίνη ανετέθη να παρακολουθεί τη δική μου τη δουλειά και κάποιες άλλες του Αριστείδη του Μανωλάκου. Κλείναμε ραντεβού κάθε Τρίτη και κοιμόμασταν μαζί οι τρεις μας κοντά στη Νομική Σχολή. Βλέπαμε απολογιστικά το φύλλο που είχα εκδώσει, ανταλλάσσαμε πληροφορίες, συνεργάτες καινούργιους προσέθετε ο καθένας όσους ήξερε. Και προγραμματίζαμε το επόμενο φύλλο.
Θυμάμαι την κριτική την άγρια που είχα υποστεί από τον Κώστα Φιλίνη όταν θριαμβολόγησα για την πρώτη βόμβα που έσκασε, που δεν ήτανε δική μας. Νομίζω ήτανε των ΔΕΕ, εγώ άλλο που δεν ήθελα. Άρχισε η δυναμική αντίσταση, το πρόβαλε έντονα η Νέα Ελλάδα. Ο Κώστας είχε πολλές επιφυλάξεις, αυτή ήτανε η ζωηρότερη από τις επιφυλάξεις του.
Είχε φτάσει το καλοκαίρι και στις συναντήσεις μου με τον Φιλίνη είχα μία ένσταση. Γνωστοί άνθρωποι κι αυτός και εγώ, περπατούσαμε μία – δυο – τρεις ώρες (κι όπως φορούσα πέδιλα πληγιάζανε τα πόδια μου) στην Κυψέλη, στην Αχαρνών κλπ. Και του έλεγα ρε Κώστα για όνομα του Θεού έτσι όπως περιφερόμαστε συναντάμε πεντακοσίους ανθρώπους, από τους πεντακόσιους οι δέκα θα μας γνωρίσουνε. Θα πούνε απλώς είδα τον Κώστα και το Γιώργο εκεί. Οσο και αν είχαμε αλλάξει τα χαρακτηριστικά μας, φορούσα γυαλιά είχα αφήσει μουστάκι, ήταν επικίνδυνο. Γιατί δεν μπαίνουμε εκεί στο μαγαζάκι που είναι ένα ζευγαράκι τρυφερό όλο και όλο, να καθίσουμε και εμείς να πιούμε ένα ουζάκι και να τα πούμε.
Αλλά δε με άκουγε. Μια άλλη του ένσταση εκτός από τη βόμβα ήτανε όταν γδυνόμασταν την Τρίτη το βράδυ να ξαπλώσουμε, ο μόνος που είχε μαυρίσει από τα μπάνια ήμουνα εγώ. Πάλι μπάνια έκανες; Και εγώ του έλεγα ότι η θάλασσα έχει λιγότερους μπάτσους από την Αθήνα. Μου έκανε επίσης άγριες παρατηρήσεις για τον επίσης αλησμόνητο το Φίλιππο το Βλάχο, τον πολύ καλό μας ηθοποιό και αργότερα εκδότη των κειμένων, εκείνης της αριστουργηματικής σειράς.(*)
Ο Φίλιππος ο Βλάχος ήταν εκείνος που αγόραζε και μεγάλες ποσότητες στην αρχή χαρτί πολυγράφου, μελάνια και τα σχετικά, γιατί σίγουρα θα ερχόταν η απαγόρευση και ήρθε, Του έλεγα λοιπόν κάθε φορά με τα ισχνά οικονομικά που είχαμε τα οποία τα διαχειριζότανε ο Φιλίνης να του δίνει ένα κατοστάρικο για να πάρει ταξί, όχι να τα μεταφέρει με το τρόλεϊ ή το λεωφορείο, όπως έκανε. Ενοχλούσε με τον τρόπο που συμπεριφερότανε, τον επαΐοντα στα θέματα παρανομίας Κώστα Φιλίνη, αλλά χρήματα δεν του έδινε.
Με τούτα και με τα άλλα αρχίσαμε να ασφυκτιούμε, γιατί οι άλλοι όταν εδραίωσαν την κηδεμόνευση του επιτελείου τους κατέβαζαν γραμμές. Έτσι είναι αυτό, αλλιώς είναι τα πράγματα, πολιτική γραμμή, προς τα κει πάμε. Είχαμε στην οργάνωση το ζεύγος Λελούδα και τάχα μου κάναμε συμμαχίες με τη δεξιά. Τι δεξιά ήτανε τα παιδιά και η Ντόρα και ο Γιάννης ο μακαρίτης; Επειδή ο πατέρας τους ήτανε αυλάρχης ξέρω ’γω στο Βασιλιά και κάτι τέτοια. Οπου συναντιόμασταν είτε με το Χρόνη τον Μίσσιο, είτε με το Μανωλάκο ανταλλάσσαμε την πικρία μας γι’ αυτή την κηδεμόνευση. Ενα βράδυ είπαμε να επιδιώξουμε το ποιοτικό άλμα. Να στήσουμε τυπογραφείο και να βγαίνει τυπωμένη η Νέα Ελλάδα. Βρήκαμε τα τυπογραφικά στοιχεία από παλιά τυπογραφεία, τα μαζεύαμε με σακούλες και τσουβάλια. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν το σπίτι του Κούλη του Λειβαδίτη του δημοσιογράφου.
Σε μία μεταφορά τέτοιων στοιχείων με μία κοπελίτσα έχουμε ραντεβού στην Ακρόπολη, κοπελίτσα χαριτωμένη νιόπαντρη που άρχισε έτσι, καλέ γιατί μου λες ότι είσαι έμπορος; Δεν είσαι δημοσιογράφος; Γιατί μου λες ότι σε λένε Πέτρο; Δεν είσαι ο Γιώργος ο Βότσης; Και κάτι τέτοια. Λέω που στο διάολο τα έμαθε αυτή εδώ πέρα. Εν πάση περιπτώσει μου λέει ένα βράδυ, έχω εντολή να σε πάω κάπου. Στο αυτοκίνητο είχε και τον άντρα της που δούλευε στην Αμερικάνική Βάση στη Βουλιαγμένης. Λέει θα πάμε να αφήσουμε τον άντρα μου κι ένα φίλο του άντρα μου λιγο παραπέρα.
Εγώ είχα καθίσει από πίσω. Αφήνουμε τον άντρα της, μετά κατεβαίνουμε κάτω στην Ποσειδώνος,αφήνουμε μετά και τον φίλο του,μου λέει η κοπελίτσα μας παρακολουθούν. Της λέω κατ’ αρχάς πες μου που με πάς. Μου λέει στο Μίκη. Αύγουστος. Στο Μίκη; Ναι, εκεί πάνε και τα στοιχεία τα τυπογραφικά. Κοιτάω κι εγώ όσο μπορούσα προς τα πίσω όντως ένα ταξί με τον ταξιτζή μόνο με τον οδηγό να φαίνεται, να κάνει ότι κάνουμε. Της έλεγα κόψε, έκοβε και αυτός.
Σε κάποια στιγμή μπήκαμε στην Πειραιώς , κάνουμε ότι σταματάμε μας προσπερνάει το ταξί και μας περιμένει. Που πάμε; Χαϊδάρι. Τη βάζω από κάτι στενοσόκακα βγαίνουμε στην Λ. Αθηνών, Καβάλας, ξανά στα στενοσόκακα, από πίσω ο ταξιτζής. Είχα καθίσει πια δίπλα της, της λέω με συγχωρείς θα πρέπει να φιληθούμε, να αγκαλιαστούμε, κάτι να κάνουμε ας πούμε ότι είμαστε ζευγάρι. Αρχίσαμε να κάνουμε ότι φιλιόμαστε, πίσω μας αυτός. Της λέω τελευταία μας ελπίδα είναι θα αναπτύξεις ταχύτητα μόλις βγούμε στη λεωφόρο και ανάλογα με την απόσταση που θα κερδίσουμε ή θα πετάξουμε τα στοιχεία τα τυπογραφικά ή θα κατέβω κι εγώ.
Το κοριτσάκι είχε αρχίσει να τρέμει. Λέει αυτός είναι επαγγελματίας εγώ είμαι νέα οδηγός. Λέω εν πάση περιπτώσει εκεί που πάμε είναι ο Μίκης; Μου λέει όχι ευτυχώς, είναι στο σπίτι της πεθεράς μου. Εκεί που πάμε είναι ο θείος μου παλιός ΕΛΛΑΣίτης. Πάμε λοιπόν σε αυτό το σπίτι αφού δεν συνδέεται άμεσα με τον Μίκη, κάπου στο Χαϊδάρι αυτό. Μπαίνουμε τότε στο σπίτι, ο ταξιτζής μας περνάει κόβει μία ματιά και φεύγει. Λέμε λοιπόν γρήγορα-γρήγορα να εξαφανίσουμε τα στοιχεία. Ήτανε ένα-δυο χιλιόμετρα μακριά ο Μίκης να πάμε με τα πόδια ώστε, ο άλλος να πει ένα παραμύθι αν πλακώνανε οι μπάτσοι.
Φτάνουμε στο Μίκη όπου τον βλέπω με σορτς, είχε βάλει τους πίνακες με τα στοιχεία, έπαιζε και τον τυπογράφο. Χαρές, ενθουσιασμός που βρισκόμαστε και όλα αυτά τα πράγματα. Στην πρόοδο της νύχτα ακούσαμε και μερικά από τα γραψίματά του εκείνων των ημερών, είχε πιάνο το σπίτι αλλά και η οικογένεια όλη η πεθερά, ο γιος, η κόρη κι όλοι αυτά με κρουστά κατσαρόλες μαχαιροπίρουνα τον συνόδευαν. Ποιο να θυμηθώ, γουστάριζε τότε την Τάνια του Τσε Γκεβάρα, ποτέ, ποτέ δε θα ξεχάσω απ’ όλες τις σημαίες την μοναδική εσένα Τάνια, κάτι τέτοια ο ψηλός και μονίμως ερωτικός.
Εν πάση περιπτώσει προχωρούσε η νύχτα και χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει η πεθερά. Δε σου έλεγα ότι η νύφη που πήρες είναι τσούλα; Τι είχε γίνει; Ο φίλος του άντρα της μικρής ήτανε κρυμμένος πίσω από τον ταξιτζή και του έλεγε παρακολούθα τους Εγώ ο μαλάκας της είπα να φιλιόμαστε κιόλα. Tέτοια επεισόδια στην παρανομία πάρα πολλά. Θα μπορούσε να την πατήσει, δηλαδή κάπου να τρακάρουμε κάτι να γίνει και να πάμε τσάμπα και βερεσέ.
Εκείνο το βράδυ, βέβαια τις χαρές και τα φιλιά και όλα αυτά ήρθε και η Σούλα ωραίο κορίτσι η κόρη της οικογένειας που την φλέρταρε ο Μίκης την ψιλοφλέρταρα και εγώ, ευκαιρία ήτανε. Που να μας αφήσει ο Μίκης όλη τη νύχτα να κοιμηθούμε, ήθελε να κουβεντιάσουμε, κοιμήθηκα έξω στην βεράντα. Προλάβαμε και κάναμε φοβερά επαναστατικά σχέδια, να βρεθούμε όσοι ξεκινήσαμε το Πατριωτικό Μέτωπο συν όσοι είχανε αναλάβει υπεύθυνες δουλειές στον αντιστασιακό μηχανισμό εφόσον το θέλουν, να βρεθούμε σε μία εβδομάδα. Ήτανε 17 Αυγούστου 1967, στις 24 Αυγούστου.
Εγώ θα έβρισκα το χώρο και θα ερχόμουνα σε επικοινωνία με όλους αυτούς. Με βασική επιδίωξη να αποτινάξουμε την κηδεμονία από την κατεστημένη ηγεσία της αριστεράς είτε αυτό λεγότανε Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε., είτε λεγότανε Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ, αυτών των συγκεκριμένων στελεχών που ανέφερα και πρωτύτερα και να προχωρήσει το Πατριωτικό Μέτωπο σε συνεργασία και με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Aκηδεμόνευτο από την παραδοσιακή αριστερά.
Κράτησα και μερικές σημειώσεις σε ένα σχέδιο εισήγησης που έκανε ο Μίκης να το πω και στους άλλους, έφυγα. Το Σαββατοκύριακο βρήκα τους περισσότερους. Κουβεντιάσαμε, όλοι μα όλοι ήτανε σύμφωνοι. Που σημαίνει ότι όλοι ασφυκτιούσαν με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Όλοι βλέπαμε ότι δύσκολα τα πράγματα στο ξεκίνημα της αντίστασης, όλοι είχαμε την αίσθηση του αναλώσιμου, ότι είμαστε το προσάναμμα. Γι’ αυτό και δεν είχαμε άγριους μηχανισμούς, αυστηρούς κανόνες συνωμοτικότητας. Ότι προλάβουμε να κάνουμε εμείς με τη σιγουριά ότι θα φουντώσει το κίνημα. Kαι για να το πετύχουμε, θα πρέπει να επεκταθούμε από το χώρο της παραδοσιακής αριστεράς στους νέους κυρίως ανθρώπους, που για λόγους αξιοπρέπειας διάολε δεν ανέχονταν ένα καθεστώς στρατοκρατικό.
Ολα ήτανε έτοιμα για τη σύναξη στις 24 Αυγούστου. Τρεις μέρες πριν 21 Αυγούστου, μπουκάρουνε οι μπάτσοι στο σπίτι στο Χαϊδάρι πιάνουνε το Μίκη και όλη τη φαμίλια βεβαίως, εκείνη την πολύ ωραία φαμίλια που τα έδινε όλα. Ήτανε η περίοδος Αύγουστος – Σεπτέμβριος-Οκτώβριος των μεγάλων συλλήψεων. Συνέχεια χάναμε ανθρώπους μας από τις συλλήψεις. Τότε είχε συλληφθεί και η πρώην σύζυγός μου. Πολύ άγριες συνθήκες, να δυσκολεύουν τα πράγματα, να έχουν γίνει συλλήψεις και στελεχών μας. Φτάνουμε στο Νοέμβριο όπου είχα χαθεί σε ένα-δύο ραντεβού με τον Φιλίνη, ο οποίος εν τω μεταξύ ήθελε να μου φορτώσει και την έκδοση της Αυγής, να βγάλουμε και εντελώς αριστερό έντυπο, να με βάλει στο Κ.Κ.Ε.
Διάφορα θολά πράγματα ενώ η δική μου η διάθεση ήτανε να μην τον ξαναδώ. Έχουμε λοιπόν ένα ραντεβού, έχουμε χάσει δυο προηγούμενα, στην Μάρκου Μουσούρου στο Μετς κάπου αρχές Νοεμβρίου. Αυτός θα ανέβαινε από κάτω από την Καλλιρρόης, εγώ θα κατέβαινα από πάνω.
Πήγα εκεί πέρα με όσα μέτρα προφύλαξης μπορούσα να πάρω, άλλαξα δυο ταξί. Μπαίνω πίσω από το δρόμο που είναι από το στάδιο και αρχίζω να κατηφορίζω την Μάρκου Μουσούρου. Βράδυ ήτανε οκτώ-εννιά η ώρα. Βλέπω από την αρχή της Μουσούρου να ανεβαίνει ο Κώστας, στο ενδιάμεσο είναι ένα καφενεδάκι αριστερά σε μένα δεξιά στον Κώστα στην γωνία που βγαίνει ο δρόμος για το νεκροταφείο.
Όπου είναι στημένοι δυο τύποι, από στήσιμο και από σβέρκο δεν μου φαίνονταν καλοί. Ο ρυθμός που περπατούσαμε και ο Κώστας και εγώ ήτανε να συναντηθούμε μπροστά τους. Οπότε λέω εγώ να το αποφύγουμε δεν μου άρεσαν οι τύποι, μου φαίνονταν μπάτσοι.
Οπότε στέκομαι ανάβω ένα τσιγάρο για να σιγουρευτώ ότι με βλέπει ο Κώστας και γυρίζω πίσω από εκεί που ήρθα να επιταχύνει να με φτάσει, όντως με έφτασε. Έρχεται από αριστερά μου, μου λέει ξαναήρθες από δω; Λέω όχι, μπήκα από το δρόμο παρακάτω.
Με του περπατάμε δέκα μέτρα μαζί μπροστά σε κάτι πικροδάφνες που είναι το γήπεδο του μπάσκετ από κάτω, σε κάτι πικροδάφνες άλλοι δύο τύποι. Εκεί μου είπε ο Κώστας, πρόλαβε να μου πει ξανάρθες από δω; Όχι. Τους ξανάδες αυτούς; Όχι. Περνάμε μπροστά τους λέγοντας κάτι μαλακίες, τα παιδιά που αθλούνται, το Γιούτσο τον ποδοσφαιριστή, τέτοια πράγματα.
Είχε προλάβει να μου πει ο Κώστας ότι τον στένευε και το παπούτσι. Μόλις τους προσπερνάμε από πίσω μας οι τύποι σε μικρή απόσταση τέσσερα-πέντε μέτρα. Εμείς συνεχίζαμε να λέμε άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Και μετά από είκοσι-τριάντα μέτρα μου λέει ο Κώστας πάμε αριστερά.
Αριστερά παλιά ήτανε σκαλοπάτια πολύ απότομος ο δρόμος, πολύ ανηφορικός. Με το που πάμε αριστερά όλα γίνανε αστραπιαία. Δηλαδή ένας από αυτούς τους μπάτσους στάθηκε στη βάση του δρόμου και έβγαλε το πιστόλι, ο άλλος όρμηξε από αριστερά που είχα τον Κώστα. Εγώ τινάχτηκα μπροστά. Ακούω τον Κώστα να φωνάζει. Εγώ νεότερος και κάποτε δρομέας στο γυμνάσιο συνεχίζω να τρέχω. Χίλια δυο πράγματα κυκλοφορούν μέσα μου, κυρίως η οργή: δυο εμείς δυο αυτοί γιατί αυτοί πιστόλια κι εμείς όχι; Τι σκατά αντίσταση είναι αυτή όταν δε μπορείς να αντισταθείς έμπρακτα την κρίσιμη στιγμή, τη δύσκολη στιγμή;
Εν πάση περιπτώσει ακούω τον Κώστα, να φωνάζει, τρέχω φτάνω πλατεία Βαρνάβα. Ένα ταξί, δεύτερο ταξί και η πρώτη μου σκέψη, έτσι κάναμε για όλες τις συλλήψεις, να προλάβουμε να τις μεταδώσουμε έξω στα ραδιόφωνα γιατί ήτανε μέτρο προφύλαξης των ανθρώπων να μην τους φάνε στα βασανιστήρια. Πάω εκεί που ήτανε ένα από τα στέκια του Χρόνη του Μίσιου για να τον ειδοποιήσω το Χρόνη να ειδοποιήσει έξω . Και μετά από αυτό βρισκόμαστε με τον Μανωλάκο και αποφασίζουμε πια να μείνουμε μαζί στο σπίτι του Ανδρέα του Μαβιτζή καλή του ώρα, έκτοτε από τους καλύτερούς μου φίλους. Το οποίο δεν ήτανε και πολύ ασφαλές. Ο Μαβιτζής γιος αστυνομικού και Μαρκεζινικός ο ίδιος τότε, καμία σχέση με την αριστερά, είχε φιλοξενήσει κόσμο και κοσμάκη της αριστεράς στην παρανομία. Μένουμε μαζί γιατί ετοιμάζουμε την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου του Πατριωτικού Μετώπου που λέγαμε ότι θα σπάσει κόκαλα.
Ήτανε η πρώτη φορά που η αριστερά, μέσα από το Πατριωτικό Μέτωπο, έκανε κριτική στη Σοβιετία και σε όλες τις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες για τη στάση τους απέναντι στη χούντα. Μιλούσε για δυναμική αντίσταση. Ήτανε ένα καινούργιο φρέσκο και θα έλεγα επαναστατικό για τις συνθήκες της εποχής κείμενο της αριστεράς. Και εγώ είχα αγωνία να προλάβουμε να το συντάξουμε μαζί με τον Αριστείδη, είχαμε και κάτι σημειώσεις του Κώστα του Φιλίνη, να το τυπώσω.
Μετά από τέσσερις-πέντε μέρες, έρχεται ο Μανωλάκος από κάποιο ραντεβού και μου λέει είναι ανάγκη να πάμε να δούμε το Χρόνη το Μίσιο. Του λέω για όνομα του Θεού έχουμε απομείνει λίγοι από το λεγόμενο Εθνικό Συμβούλιο, δυο παράνομοι να πάμε να βρούμε ένα τρίτο; Αφού ξέρουμε τη σύνδεσμό του γιατί δεν βρίσκουμε την σύνδεσμό του; Εν πάση περιπτώσει κάτι επιχειρήματα σαθρά επικαλέστηκε, με έπεισε.
Πάμε στο Χρόνη το Μίσιο όπου βρίσκω μία κατάσταση σκέτη θλίψη σε ένα υπόγειο. Μέσα ήτανε ένας τύπος παλιός κομμουνιστής δούλευε στην οργάνωση Πειραιώς, η Άννα η Μεταξωτου, ο Αριστείδης, εγώ και η σύνδεσμος του Χρόνη του Μίσιου. Μόλις καθόμαστε, είχε μία φλοκάτη κάτω, μου λέει ο Αριστείδης Γιώργο με συγχωρείς σε εξαπάτησα υπάρχει ένα πρόβλημα σοβαρό με σένα. Ο Κώστας ο Φιλίνης από την Ασφάλεια μεταφέρει ότι εσύ τον έδωσες και ότι είσαι χαφιές. Ο διάολος το έφερε δε ότι η πρώτη προς τα έξω προς τα έξω ειδοποίηση του Φιλίνη να γίνει με την Μπέτυ την Παπαζώη την μετέπειτα Υπουργό. Η οποία κοριτσόπουλο τότε ούτε Βότση ήξερε ούτε Φιλίνη, τα είπε και ανάποδα. Ο Βότσης λέει ότι ο Φιλίνης είναι χαφιές ας πούμε, κάπως έτσι. Χαμός. Εν πάση περιπτώσει τα πράγματα ήτανε άγρια. Εγώ από τα γεννοφάσκια μου αριστερός στα δυο-τρία μου, μου πήρανε τον πατέρα μου μέσα από τον σπίτι. Κατέρρευσε το σύμπαν, ο ουρανός, χάθηκα.
Για όλα είσαι έτοιμος σε εκείνη την κατάσταση. Εγώ ανήκα στη γενιά της ήττας, της φάπας που λέγαμε που δεν έχει νιώσει τίποτα από το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης ως νήπια αλλά φάγαμε όλες τις φάπες της ήττας πάνω μας. Ωστόσο στεκόμασταν στα πόδια μας, έτοιμος να αντιμετωπίσεις όποια αντίδραση του αντιπάλου ή και κτηνωδία. Με τα χέρια ψηλά όμως όταν πρόκειται να σου τη φέρει ο σύντροφός, όταν πρόκειται από πίσω να σε χτυπήσουν.
Κάθομαι λοιπόν άναυδος, ενεός που θα λέγαμε. Δεν μιλούσα. Και αρχίζει και ο Χρόνης. Ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε με τον Μανωλάκο. Ο κομουνιστής από τον Πειραιά μόλις άκουσε χαφιεδιλίκια και τέτοια λέει, εμένα με συγχωρείτε έχω δουλειά με περιμένουνε το έσκασε.
Έλεγαν λοιπόν πότε ο Αριστείδης πότε ο Χρόνης, ρε εσύ Γιώργο μήπως τότε που πιάσανε τη γυναίκα σου και την αγαπούσες και όλα αυτά, μήπως σε πιάσανε και σου κάνουνε εκβιασμό με ομηρία της γυναίκα σου; Εμένα μου αρκούσε το μήπως στα μάτια του φίλου μου, του καλύτερου φίλου μου ως τότε, που όταν ξέμενα τα βράδια στα μπαρ πήγαινα και κοιμόμουνα σπίτι του μαζί με την γυναίκα του στο ίδιο κρεβάτι και οι τρεις μας. Το μήπως.
Έλεγε ο άλλος, ρε Γιώργο μήπως τότε που σου είπαμε ότι είσαι ο πιο εκτεθειμένος να εξαφανιστείς και εξαφανίστηκες μία εβδομάδα σε πιάσανε και σε βασανίσανε σε κάνανε, άλλο μήπως. Εγώ τσιμουδιά. Νομίζω ότι μου έφυγαν και ένα-δυο δάκρυα, δε τα έχω και δύσκολα. Με χάιδευε η Άννα η Μεταξωτού η οποία κάποια στιγμή εξανέστη και είπε, σταματήστε καθίκια ή κάτι τέτοιο, είναι ευγενική η κοπέλλα δεν βρίζει ούτε χυδαιολογεί.
Εν πάση περιπτώσει αποφασίζουν αυτοί, εγώ δε λέω τίποτα ούτε τούτο, ούτε το άλλο, δεν απαντάω. Ότι ώσπου να αποσαφηνιστεί η κατάσταση το είπε ή δε το είπε ο Φιλίνης και τι ακριβως, να είμαι στον τυπογραφικό μηχανισμό με την κοπελίτσα που με βοηθούσε τότε την Ντόρα. Κι εκεί που έχουμε τον πολύγραφο θα είναι και ο Μανωλάκος. Υπό επιτήρηση δηλαδή.
Και ξαναγυρίζουμε εκεί που μέναμε με τον Αριστείδη. Ο Αριστείδης ανέκαθεν με έλκος στομάχου να πίνει το ουίσκι με τα νεροπότηρα. Έβλεπα κάτι περίεργα στη συμπεριφορά του,πάρα πολύ κουμπωμένος και επιφυλακτικός απέναντί μου. Αλλά σε λίγο άρχιζε η δίκη του Πατριωτικού Μετώπου, η πρώτη δίκη η μεγάλη. Φιλίνης, Σύλβα Ακρίτα, Λελούδα, κόσμος και κοσμάκης. Η πρώτη δίκη που θα έκανε πάταγο. Τόνια Μαρκετάκη, Γιώργος Κουπαρούσος οι καλοί μου φίλοι. Η ελπίδα μου η μεγάλη είναι στο δικαστήριο όταν ο Φιλίνης θα δει ότι η Τόνια η Μαρκετάκη θα κατηγορείται για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που έκανε μαζί μου. Αρα δεν θα την είχα προδώσει εγώ. Αυτή δακτυλογραφούσε την Νέα Ελλάδα και όχι μόνο, ένα σωρό πράγματα έκανε μαζί μου. Ο Κουπαρούσος θα κατηγορείτο για όλα τα άλλα που είχε κάνει εκτός από μένα. Λέω και τυφλός να είναι ο Φιλίνης θα το δει εκείνη τη στιγμή.
Αρχίζει η δίκη την πρώτη μέρα, γυρίζει ο Ανδρέας ο Μαβιτζής σκασμένος. Λέει η μόνη κουβέντα που είπε προς τα έξω ο Φιλίνης είναι προσέξτε το Βότση αυτός με έδωσε. Που το είπε; Στη γυναίκα του Λαμπρία, ο αδερφός του Τάκη και Διευθυντής φυλακών είχε παντρευτεί τη γυναίκα εκτελεσμένου αριστερού. Κόκαλο εγώ, άρα καμία αβεβαιότητα και τέτοια. Περνάνε δυο-τρεις μέρες και φεύγει ο Μανωλάκος: λέει εκεί που πάω θα ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Σε παρακαλώ μη βγεις θα γυρίσω σε 2-3 μέρες.
Εν τω μεταξύ έχουμε βγάλει μαζί το 11ο φύλλο της Νέας Ελλάδας με την διακήρυξη του Εθνικού Συμβουλίου που εγώ ήθελα, λέω να βγάλω κι αυτό και πάρτε τα όλα ρε πούστηδες, χέστε με το μηχανισμό σας και με την αντίστασή σας έτσι όπως την καταντάτε.
Περνάνε πέντε-έξι μέρες, βγαίνει η απόφαση του Στρατοδικείου όπου πολύ στα μαλακά πέφτουνε με αναστολή η Τόνια η Μαρκετάκη η οποία το έσκασε κατευθείαν από το δικαστήριο και έφυγε για το Παρίσι. Άλλο τόσο ο Κουπαρούσος και ο Λειβαδίτης ο Κούλης.Πασιχαρής εγώ περιμένω τον Αριστείδη να δει και αυτός πόσο τα πράγματα είναι υπέρ μου και πόσο ελεεινή είναι η κατηγορία. Ο Αριστείδης δεν έρχεται και ένα βράδυ μεσάνυχτα πια φτάνει σκασμένος κυριολεκτικά ο Ανδρέας ο Μαβιτζής, μου πετάει ένα σημείωμα. Μου λέει αυτό είναι από τον Μανωλάκο.
Δεν το θυμάμαι όλο, θυμάμαι όμως την κτηνωδία που απέπνεε. Δηλαδή οι ενδείξεις πληθαίνουνε εγώ τρελαίνομαι, δυστυχώς δε μπορώ να είμαι άλλο μαζί σου. Υστερόγραφο η αυτοκτονία δεν είναι λύση. Να σου υποβάλει και την ιδέα, μπας και δεν την είχες έως τότε, να την αποκτήσεις.
Δούλευε το μυαλό μου, η πρώτη μου σκέψη ήτανε να πάω στη μάνα μου, στην μάνα μου και τον πρώην θανατοποινίτη πατέρα μου. Από ότι ήξερα στο σπίτι τους δεν είχανε πάει, να πάω να με κουναρίσει λίγο, να με φροντίσει λίγο γιατί ήμουνα και στο κακό μου το χάλι πετσί και κόκαλο. Δεν κοιμόμουνα, δεν έτρωγα. Να ηρεμήσω μπας και όταν έρθουν αντέξω περισσότερο ας πούμε. Η δεύτερη πιο τρελή σκέψη ήτανε να βγω έξω και να παραδοθώ στον πρώτο μπάτσο.
Εκεί υπήρχε μία λογική σκέψη που με συγκράτησε. Ωραία πάω, με πιάνει ο μπάτσος και με πάει στην Ασφάλεια στον κύριο Λάμπρου ο οποίος το δούλευε το πράγμα, ακούγονταν μέσα στα βογκητά των βασανισμένων και μέσα στα κελιά το βράδυ, ακούγονταν φωνές ο Βότσης με έδωσε. Εμφανίζομαι και εγώ και ο πανέξυπνος Λάμπρου μου λέει, τι θες ρε μαλάκα; Με το χαρτοπόλεμό σου νομίζεις ότι θα ρίξεις ένα στρατιωτικό καθεστώς; Σήκω φύγε δε σε θέλει κανένας. Πήγαινε στο σπίτι σου πήγαινε στη δουλειά σου. Τι βγαίνω εγώ έξω και λέω;Λέω στον ευατό μου, δε πάω πουθενά πούστηδες δε θα με βγάλετε εσείς χαφιέ.
Στο κακό μου το χάλι εγώ, χιονόνερο έριχνε έξω και σκεφτόμουνα τώρα τι διάολο κάνω. Πάω να φορέσω ένα παλτό που μου είχε δώσει ο Ανδρέας ο Μαβιτζής. Εγώ με τα πέδιλα έφυγα από το σπίτι μου δεν είχα ούτε καν ρούχα. Μου λέει ο Ανδρέας που πας αγόρι μου; Λέω άκου με ξέρεις, είμαι δώδεκα μέρες με το ερώτημα είμαι δεν είμαι χαφιές. Ο άλλος που μου στέλνει το σημείωμα και αποφαίνεται ότι είμαι χαφιές ήτανε δώδεκα χρόνια ο καλύτερός μου φίλος. Δεν έχω καμία διάθεση να σε εκθέτω για ένα χαφιέ να ριψοκινδυνεύεις εσύ.
Ο Ανδρέας θα ξαναπώ καλή του ώρα λέει, χωρίς τα τραυματικά βιώματα της αριστεράς και με ένα μυαλό πάνω από τον κοινό νου, λέει έτσι ρε μαλάκα θα αλλάξετε τον κόσμο; Με τέτοια μυαλά; Είτε είσαι χαφιές είτε δεν είσαι εγώ τη γούνα μου την έχω πια καμένη. Εάν δεν είσαι και βγεις τώρα έξω στο χάλι που έχεις και σε πιάσουνε και σε κάνουνε με τα κρεμμυδάκια εμένα ποιος θα με σώσει από τον εαυτό μου, από τις ενοχές μου και τις τύψεις μου που σε άφησα να βγεις έξω; Κάτσε εκεί.
Με βοήθησε ο άνθρωπος ένα-δυο μήνες ακόμα. Δικτυώθηκα πάλι, ξανάρχισα πάλι κάτι δουλειές και κάποιους μήνες αργότερα μέσα σε άθλιες συνθήκες εγώ που έβριζα όλους όσους το έσκαγαν για το εξωτερικό, βρέθηκα στο εξωτερικό. Με άθλια διαβατήρια, με άθλιες συνθήκες βρέθηκα μετά από περιπέτειες Ιταλία, Γερμανία, Παρίσι κι έφτασα στον προορισμό στο Λονδίνο.
Στην αρχή με υποδέχθηκαν οι εκεί έλληνες σαν έναν από τους αγωνιστές που βγαίνει μέσα από την κόλαση και όλα αυτά τα πράγματα. Κάναμε μία εκπληκτική συγκέντρωση στην πρώτη επέτειο που Απριλιανού πραξικοπήματος, δέκα χιλιάδες κόσμος στη Τραφάλκαρ σκουέρ αγκαλιά με τη Μελίνα που ήμασταν και οι βασικοί ομιλητές στη συγκέντρωση. Η Μελίνα ήταν εκπληκτική, συνεργαστήκαμε αργότερα και στο Παρίσι στην διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.Μου έλεγε: “Είμαι μία παγκοσμίως γνωστή πουτάνα, όλες οι τηλεοράσεις όλα τα μέσα ενημέρωσης είναι στη διάθεσή μου. Αξιοποιήστε με”.
Έβλεπα όμως ότι οι επιφυλάξεις είχανε περάσει εις βάρος μου και έξω. Και οι επιφυλάξεις έγιναν βεβαιότητα όταν άρχισαν να το σκάνε ένας-ένας από την Ελλάδα να βγαίνουν έξω ο Μπριλάκης, ο Δρακόπουλος όσοι δεν είχανε συλληφθεί.
Λοιπόν έφτασε ο Μπριλάκης και στο Λονδίνο. Όρισε εκπρόσωπο του Πατριωτικού Μετώπου το Μάρκο το Δραγούμη. ενώ ήμουν εγώ εκεί. Τότε ζούσα μαζί με την Τόνια την Μαρκετάκη. Φρόντισε να λείπω από το σπίτι και πήγε και της είπε πως κοιμάσαι με ένα χαφιέ και κάτι τέτοια τραγελαφικά.
Η κορύφωση για μένα να τα βροντήξω ήταν όταν ήρθε το εκπληκτικό εκείνο κείμενο από τη Λέρο των εξόριστων που κατήγγελλε την σοβιετική εισβολή στην Πράγα το καλοκαίρι του 68. Σε ένα τσιγαρόχαρτο με περίπου 80 υπογραφές έφτασε στον Φώτη το Μεσθαινέο το σκηνοθέτη, για να έρθει στα χέρια μου. Εγώ το είδα σαν ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο της αριστεράς, επιτέλους να μιλάει ελεύθερα για την κτηνωδία της Σοβιετικής Ενωσης και αμέσως τα έδωσα στην Γιολάντα Τερέντσιο του BBC , στους TImes, Guardian. Όπου βλέπω πολύ συγκρατημένο το Μάρκο το Δραγούμη. Να μη βγει από σένα, ειδικά από σένα Γιώργο αυτό το κείμενο. Λέω δε μου γαμιέστε και το έδωσα όπου μπορούσα να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Πρωτοστάτησα και μαζί με άλλους συντρόφους στην διαδήλωση έξω από την Σοβιετική Πρεσβεία .
Kατάλαβα ότι δεν είναι δυνατόν να έχω σχέση με αυτό το χώρο έτσι κι αλλιώς. Υπό την άμεση επήρεια σε όλη την Ευρώπη του γαλλικού Μάη όσοι βρισκόμασταν σε ευρωπαϊκά εδάφη, όσο μακρύτερα από την Ελλάδα τόσο πιο επαναστάτες γινόμασταν. Είχαμε τη Αντιδικτατορική Επιτροπή αξιολογότατη στο Λονδίνο που μάζευε όλους τους έλληνες του αντιχουντικούς με Πρόεδρο το Γιάννη Σπράο που έκανε λαμπρές εκδηλώσεις διαδηλώσεις. Λοιπόν εγώ εκεί τότε πια είχα αρχίσει να λειτουργώ προβοκατόρικα.
Δηλαδή αντί για πλακάτ προτιμούσα τις προκλήσεις, διέλυσα καμία δυο δεξιώσεις της χούντας. Ενας Σορόκος στρατηγός πρεσβευτής της χούντας στο Λονδίνο είχε τη φαεινή ιδέα σε μία εθνική εορτή να καλέσει όλους τους έλληνες. Και λέω εγώ στο Σπράο και στους άλλους, ευκαιρία ρε παιδιά να πάμε μέσα και να τα κάνουμε λίμπα. Πήγαμε και ρίξαμε βρωμούσες και διαλύθηκε η δεξίωση.
Είχα τότε πολλές επαφές με τον Τάκη τον Λαμπρία και ην Ελένη Βλάχου. Ο Λαμπρίας έβγαζε το Greece report για λογαριασμό της Βλάχου και πολύ το γλέντησαν όταν ήρθε ο Χολέβας ο πρώτος χουνταίος Υπουργός στο Λονδίνο. Ο πρώτος που τολμούσε να βγει έξω στην Ευρώπη. Κάτι φίλοι τροτσκιστές είπανε να φέρουνε καδρόνια,τα μαζεύαμε στις Ασπασίας της Παπαναστασίου το σπίτι αλλά οι ίδιοι οι τροτσκιστές λάκισαν και μείναμε μόνο ο Λάκης ο Καραλής και εγώ. Άθλιοι, ελεεινοί, μακριά μαλλιά, μακριά γένια κάτι αμπέχονα. Ολη τη νύχτα είχαμε βάψει την εκκλησία με συνθήματα κάτω η χούντα. Είχαμε αυγά μέσα στις τσέπες μας, στην εκκλησία μέσα ήταν ο Χολέβας με όλη την καλή κοινωνία της ελληνικής παροικίας, εφοπλιστάδες και μη είχαν πάει στην εκκλησία να προσευχηθούν για την μακροημέρευση της χούντας. Λοιπόν όταν βγήκε η κούρσα του μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας πήγε να χαιρετήσει δεξιά και αριστερά αυτούς που πραγματικά τον χειροκροτούσαν, στο απέναντι πεζοδρόμιο ο Λάκης και εγώ.
Βουτάμε τα αυγά, κάτω η χούντα, κάθαρμα, προδότη, ελεεινέ, άθλιε ,αυτός δε ξέρει τι κρατάμε με τα χέρια ψηλά αν είναι αυγά και κάνει ένα μπλονζόν για να μπει στο αυτοκίνητο Ένα από τα αυγά τα δικά μου μία κυρία εφοπλιστού το έφαγε στην μούρη.
Ο Λάκης καβάλησε πάνω στη λιμουζίνα και τα έσπασε όλα, το παρμπρίζ, το καπό.Εν ριπή οφθαλμού οι αστυνομικοί μας εξουδετέρωσαν. Αφού κοιμηθήκαμε και στις αγγλικές φυλακές, περάσαμε από δίκη. Τους έβλεπα τυβενοφορεμένους, εμείς σε άθλιο χάλι και ο δικός μας ο…τυβενοφορεμένος ο συνήγορος, ένας λαμπρός άγγλος που πίστευε πολύ στη δημοκρατική Ελλάδα να μας παρουσιάζει σαν πρότυπα αγωνιστών διανοουμένων. Τελικώς φάγαμε ένα πρόστιμο. Ευτυχώς για τη δημοκρατική Αγγλία το να πετάξεις αυγά σε ένα χουνταίο Υπουργό είχε τίμημα 50-60 λίρες κάτι τέτοιο. Φτηνά τη βγάλαμε.
Βγήκε αργότερα από την Ελλάδα και ο Μίκης και έκανε μία προσπάθεια να συνενώσει όλες αντιστασιακές δυνάμεις. Από το κέντρο και το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και τη Δημοκρατική Άμυνα και το Πατριωτικό Μέτωπο. Δύο ήταν πια τα Πατριωτικά Μέτωπα μετά την διάσπαση, αλλά το Κ.Κ.Ε. δεν μιλιότανε δεν συζητούσε με κανέναν από τότε και έτσι παραμένει ως σήμερα. Πρωτοστατούσε ο Μίκης στις κινήσεις για μία αντιστασιακή συμμαχία αλλά εκεί που φτάνανε στα πρόθυρα μίας συμφωνίας την τίναζε στον αέρα ο Ανδρέας ο Παπανδρέου.
Είδε και απόειδε ο Μίκης, κακώς το αποδίδουνε μετά την μεταπολίτευση το Καραμανλής ή τανκ. Ο Μίκης από τις αρχές του ’73 είπε ότι αφού δε γίνεται αντιστασιακό μέτωπο ευρύτατο για να ρίξουμε τη χούντα η λύση είναι μόνο ο Καραμανλής.Το είπε πρώτος και μόνος. Και θα έλεγα ότι και δικαιώθηκε ιστορικά από την μεταπολίτευση και από τον τρόπο που πολιτεύτηκε ο Καραμανλής, που ήτανε άλλος από αυτόν που είχε φύγει σκαστός πριν από τη δικτατορία.
Μετά φτιάξαμε κάτι επαναστατικές σοσιαλιστικές ομάδες. Βγάζαμε μία εφημερίδα τη Μαμή, ένα περιοδικό την Επανάσταση πολύ χαρακτηριστικοί και οι δύο οι τίτλοι. Η Μαμή από τη ρύση του Μαρξ ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Με δικτύωση σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική και συσκέψεις και συνδιασκέψεις και μηχανισμούς αλλά χωρίς φλογερό ενδιαφέρον για το τι γίνεται μέσα στην Ελλάδα.
Αναγκάστηκα λοιπόν να κάνω μία δραματική κίνηση, δυο ήμασταν στο Λονδίνο αυτοί για τους οποίους ήτανε απαγορευτικό και να σκεφτούνε ότι θα ξαναβρεθούνε στην Ελλάδα.
Ο ένας ήτανε ο Περικλής ο Κοροβέσης με το εκπληκτικό του βιβλίο του Ανθρωποφύλακες, ότι καλύτερο έχει γραφτεί για τα βασανιστήρια παγκοσμίως. Ο δεύτερος ήμουνα εγώ ήδη καταδικασμένος ερήμην σε πέντε χρόνια, καταζητούμενος και όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν πήρα τα στοιχειωδέστερα μέτρα προφύλαξης ,είναι μία ολόκληρη περιπέτεια πως βρέθηκα τον Αύγουστο του ‘71 στην Αθήνα. Να βρω τους πυρήνες που είχαμε. Περιπέτειες και στην είσοδο, περιπέτειες και στην έξοδο.
Όταν βγήκα ξανά έξω είχα πια την πρόθεση να θέσω την οργάνωση την τότε μπροστά στο δίλημμα ή κάνουμε αντίσταση ή το διαλύουμε. Και όχι αντίσταση με χαρτοπόλεμο, με περιοδικά και εφημερίδες και προκηρύξεις. Έγινε μία δραματική συνεδρίαση στη Γερμανία, τα σπάσαμε ο Περικλής και εγώ και άλλοι. Διαλύθηκε αυτό το παραμύθι, έκτοτε αναζητούσα στέγη στις δυναμικές ομάδες, γιατί ώσπου να έχουμε τις μαζικές εκδηλώσεις στη Νομική και την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, την όποια φλόγα της αντίστασης την κρατούσανε σε όλο το πολιτικό φάσμα δυναμικές ομάδες, ακόμη και η Δημοκρατική Αμυνα η κεντροαριστερή και αυτή ήθελε βόμβες.Η μία από τις πιο ακροαριστερές ομάδες ήτανε η 20η Οκτώβρη στην οποία προσέφυγα για να βρουν επιτέλους στέγη οι φιλοδοξίες μου για δυναμικό αντιστασιακό αγώνα. Και σε αυτή την οργάνωση με βρήκε η μεταπολίτευση. Τότε εμφανίστηκε το μέγα παραμύθι της μεταπολίτευσης, περί παλλαικής αντίστασης. Ελεγε στη μεταπολίτευση ο Τάκης ο Λαμπρίας, ξαφνικά η Ελλάδα βρέθηκε από δέκα να έχει είκοσι εκατομμύρια κατοίκους. Δέκα που χειροκροτούσανε τον Παπαδόπουλο και φιλούσανε το χέρι της Δέσποινας και άλλα δέκα εκατομμύρια αντιστασιακούς.
O Φιλίνης δεν δέχθηκε ποτέ να συζητήσει την κατηγορία εναντίον μο, παρ ότι του έδωσα όλες τις δυνατότητες από τη μεταπολίτευση και δώθε. Του πήρα συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία, πήγα μαζί του όταν ήτανε Ευρωβουλευτής στο Στρασβούργο δίπλα του καθόμουνα, κουβέντα λέξη τίποτα. Δε του είπα βέβαια τι είπες τότε, δε το είπες ή το είπες. Περίμενα μόνος του να μιλήσει. Δεν μίλησε ποτέ.
Ο Μανωλάκος,τον οποίο από την Αυγή που έγραφε τον έφερα εγώ στην Ελευθεροτυπία ,ένα βράδυ μου λέει σου χρωστάω μία εξήγηση. Είχε ένα μικρό autobianki, φύγαμε μαζί. Πάλι καλά λέω που το κατάλαβες. Είχανε ήδη περάσει οκτώ χρόνια. Ναι λέει όταν σε άφησα εκεί στο σπίτι του Αντρέα και είπα θα ξεκαθαρίσω την κατάσταση συνάντησα,τον διακόπτω και του λέω μη μου πεις ξέρω. Ποιον μου λέει; Λέω τον Μπριλάκη. Ναι μου λέει τον Μπριλάκη, ο οποίος μου είπε: διάλεξε ή εσύ ή ο Γιώργος.Εγώ δεν ήμουνα άρα ήσουνα εσύ.
Τι ωραία ρε σταλίνες του κερατά λέω. Που τα διδαχθήκατε όλα αυτά τα μαθηματικά; Εσύ δεν ήσουνα άρα ήμουνα εγώ. Αν ήτανε ο Μπριλάκης; Σου πέρασε από το μυαλό ποτέ; Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι το πρώτο βράδυ που πιάνεται ο Μίκης χτυπιούνται όλα του σπίτια που φιλοξένησαν το Μίκη; Εγώ δεν έχω πάει παρά μονάχα σε ένα από αυτά.Οι άλλοι όμως του επιτελείου του καθοδηγητικού έχουν πάει σε όλα. Ετοιμάζαμε μαζί να κάνουμε τη σύσκεψη αυτή που θα προκαλούσε μία διάσπαση της αριστεράς, φτιάχνοντας κάτι σε υγιέστερη βάση χωρίς τις αμαρτίες των Κ.Κ. Σου πέρασε λοιπόν ποτέ από το μυαλό το ερώτημα γιατί ο Μίκης συλλαμβάνεται, τρεις μέρες πριν από αυτή τη σύσκεψη; Εμένα με τριβελίζουνε ακόμα αυτά τα ερωτήματα και δεν έχω απαντήσεις.