Η επικείμενη ανάληψη καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ τροφοδοτεί τη συζήτηση στο ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών των μελών του και ενισχύει την πίεση στις χώρες που έχουν τη μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με το ΑΕΠ τους.

Το 2014, οι χώρες της Συμμαχίας δεσμεύτηκαν ότι μια δεκαετία αργότερα θα διέθεταν το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες.

Τώρα, το ΝΑΤΟ πιέζει τα οκτώ μέλη που δεν πληρούν τον συμφωνημένο αριθμό, μεταξύ αυτών την Ισπανία, η οποία με 1,28% του ΑΕΠ της βρίσκεται στην τελευταία θέση επενδύσεων στην άμυνα, πίσω από το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο αλλά και τη Σλοβακία, την Κροατία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και τον Καναδά, να υπερβούν το 2%.

Ωστόσο η αύξηση των στρατιωτικών επενδύσεων εξελίσσεται σε πεδίο συγκρούσεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων οικονομιών όπως αυτές της Γαλλίας (2,06%) και της Γερμανίας (2,12%) σ’ ένα πλαίσιο σφιχτών προϋπολογισμών.

Με τον πόλεμο μεγάλης κλίμακας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο οποίος από το 2022 έχει εκτοξεύσει τις αμυντικές δαπάνες και τις αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού και την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι 32 σύμμαχοι του ΝΑΤΟ έχουν εντείνει τις συνομιλίες τους γύρω από τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς.

Μάλιστα, η ιδέα να οριστεί η νέα δέσμευση δαπανών στο 3% έχει επιστρέψει στο τραπέζι.

«Θα μπορούσε να συμφωνηθεί μια σταδιακή αύξηση, αλλά είναι πιο σημαντικό να διασφαλιστεί ότι όλοι θα φτάσουν το ποσοστό του 2% που είχε ήδη συμφωνηθεί και που επίσης πρόσφατα συμφωνήθηκε να είναι το κατώτατο όριο δαπανών και όχι το ανώτατο όριο», ανέφερε διπλωματική πηγή στην εφημερίδα «El Pais».

Κατ’ επέκταση η πίεση αυξάνεται για εκείνους που διαθέτουν τα λιγότερα για τις στρατιωτικές τους δαπάνες.

Οπως επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Ιαν Λέσερ του Γερμανικού Ταμείου Marshall καταγράφεται σημαντική πίεση για υπέρβαση του στόχου του 2%.

Εξηγεί ότι ένα βασικό ζήτημα είναι η επερχόμενη διακυβέρνηση Τραμπ, αλλά εξίσου πρέπει να ληφθεί υπόψη και η επιδείνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας εντός και γύρω από την Ευρώπη.

Κάποιες χώρες αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο ως στρατιωτικό δεδομένης της εγγύτητάς τους με τη Ρωσία και της έκθεσής τους στις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αλλες, βλέπουν κυρίως πολιτικούς κινδύνους και εστιάζουν σε τυχόν αποστασιοποίηση της ΕΕ και των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων αλλά και στις φιλοδοξίες για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε έχει γνώση των εσωτερικών ζητημάτων που μπορεί να προκύπτουν από την πίεση στην κατεύθυνση της αύξησης των δαπανών ειδικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Εντός της ΕΕ, 23 εκ των 27 μελών της οποίας ανήκουν στο ΝΑΤΟ, εξετάζονται εναλλακτικές μεταξύ των οποίων η χαλάρωση των αρχών του συμφώνου σταθερότητας ή η δρομολόγηση κάποιου μέτρου όπως τα ευρωομόλογα για την άμυνα, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζεται συναίνεση.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο γγ του ΝΑΤΟ επεσήμανε ότι για την ώρα η αποτρεπτική ικανότητα της Συμμαχίας είναι καλή αλλά «δεν είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό που θα βρούμε μπροστά μας σε τέσσερα ή πέντε χρόνια».

Δημοσιεύματα των «Financial Times» και του «Telegraph» ανέφεραν ότι στις προθέσεις του Τραμπ είναι να εξασφαλιστεί δέσμευση για αύξηση των δαπανών στο 5% και ότι θα αρχίσει να ασκεί πιέσεις στην κατεύθυνση αυτή.

Ωστόσο ακόμη και για χώρες όπως η Πολωνία (4,12%), η Εσθονία (3,43%), οι Ηνωμένες Πολιτείες (3,38%) και η Λετονία (3,15%) που είναι οι σύμμαχοι που διαθέτουν το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην άμυνα, περαιτέρω αύξηση δεν θεωρείται ρεαλιστική.