Το 1987 ο Sting ηχογραφεί μια από τις μεγαλύτερές του επιτυχίες. Ήταν το περίφημο «(I’ m an alien, I’ m an) Englishman in New York». Ένα χρόνο μετά, το 1988 το τραγούδι κυκλοφορεί, χωρίς να πιάσει ιδιαίτερες επιδόσεις στα βρετανικά και αμερικανικά charts, ωστόσο τυγχάνει καλύτερης αποδοχής στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1992, ένας έτερος και καθόλου διάσημος Βρετανός ο Jonathan Maltus αποφασίζει να πουλήσει την εταιρεία του που είχε να κάνει με τον κλάδο των πετρελαιοειδών και μετά από μερικές και όμορφες συμπτώσεις καταλήγει στο Σαν Εμιλιόν, ένα πανέμορφο μεσαιωνικό χωριό στην ευρύτερη περιοχή του Μπορντό. Κατά μία έννοια, ένας Βρετανός στη νοτιοδυτική Γαλλία που ήθελε να ασχοληθεί με την οινοποίηση ήταν κάτιτι «εξωγήινος», όπως ακριβώς τραγουδούσε και ο Sting λίγα χρόνια νωρίτερα.
Τα πράγματα ωστόσο πήγαν εξαιρετικά καλά. Ο ήρωάς μας, ο Τζόναθαν αγοράζει με τη σύζυγό του εκτάσεις με αμπέλια στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο αμπελώνας με τα χρόνια μεγαλώνει. Ο Jonathan Maltus μόνο εξωγήινος δεν θεωρείται πια. Θα μπορούσε κανείς να πει πως μετά από 30 και πλέον χρόνια στον αμπελοοινικό κλάδο της παγκόσμιας πρωτεύουσας του κρασιού, είναι ένας θρύλος, εξάγοντας τα κρασιά του σε 55 συνολικά χώρες. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν αρέσκονται στην υπερβολή. Ο ίδιος θα προτιμούσε να πει πως απλά αξιοποίησε το μότο του, «όταν έχεις μια ευκαιρία, πάρτην».
Αυτή τη φιλοσοφία της JCP Maltus Vigneron & Winemaker, μετέφερε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγες ημέρες ο γιος του Jonathan, Jack Maltus, που ακολουθεί την οικογενειακή παράδοση ενώ είναι και brand ambassador. Ένας νεαρός Βρετανός, που έχει υιοθετήσει πλήρως τη γαλλική κουλτούρα, πήρε από το χέρι το οινόφιλο κοινό της πόλης, αποκαλύπτοντας νέα και άγνωστα σε πολλούς μονοπάτια γύρω από την οινογευσία.
Το πετράδι του στέμματος της JCP Maltus, το Le Dome, ένας εξαιρετικός συνδυασμός από Cabernet Franc και λίγο Merlot παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην πόλη, μαζί με τη ναυαρχίδα της οινοποιίας το Teyssier, το τολμηρό Laforge και το εξωτικό λευκό Le Nardian.
Στη σύντομη παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, ο Jack Maltus μίλησε στη Voria στο κελάρι του Blu Vin που φιλοξένησε αυτή τη μοναδική διαδικασία οινογευσίας και οινογνωσίας.
Ο νεαρός οινοποιός αναφέρθηκε στα χαρακτηριστικά που κάνουν μοναδικά τα κρασιά της οικογένειας Maltus, το πώς εξελίσσεται παγκοσμίως η αγορά του κρασιού, εάν φοβάται την κλιματική κρίση και εάν επηρεάζεται από τις παγκόσμιες τάσεις.
Η γέννηση και η μοναδικότητα του Le Dome
Η περιοχή του Σαν Εμιλιόν παράγει κατά βάση Merlot. Κι όμως, το Le Dome, το κρασί που όπως συνηθίζει να λέει ο Jonathan Maltus «πλήρωσε τις σπουδές των παιδιών μου», έχει ελάχιστο Merlot σε ποσοστό 20%. Ο λόγος; Η ποικιλία που κυριαρχεί είναι το Cabernet Franc στο 80%.
«Τα φυτά που ήταν Cabernet Franc δεν τα πουλούσαν καν στην περιοχή. Ο πατέρας μου άδραξε την ευκαιρία και αντί για Merlot φύτεψε Cabernet. Όταν δοκιμάζετε το συγκεκριμένο κρασί δέχεστε μια απαλή επίθεση γεύσεων και στη συνέχεια έχει καλό κράτημα που διαρκεί. Το Merlot από την άλλη προσφέρει ευχάριστες αλλαγές στον ουρανίσκο, αναπτύσσεται κατά τη δοκιμή», εξηγεί ο Jack Maltus.
Βέβαια η Le Dome δεν είναι η ετικέτα που αποτελεί την κύρια παραγωγή των Maltus. Αυτό που «πληρώνει του μισθούς μας», όπως λέει ο Jonathan Maltus είναι το Chateau Teyssier
Ένα τυπικό δείγμα Merlot της περιοχής του Σαν Εμιλιόν, όπως λέει ο Jack Maltus αλλά που πήρε τα εύσημα από τον διεθνούς φήμης κριτικό κρασιού Ρόμπερτ Πάρκερ.
«Μια αρχικά μικρή παραγωγή που εξελίχθηκε σε μια καλλιέργεια 45 εκταρίων», λέει ο brand ambassador της Maltus.
Πώς επιλέγουμε σήμερα κρασί;
Μπορεί οι ετικέτες της JCP Maltus να απευθύνονται σε ανθρώπους που αγαπούν πραγματικά το κρασί, ωστόσο η φιλοσοφία είναι διαφορετική. Ο Jonathan Maltus λέει πως το κρασί πάντα κρίνεται από τη γεύση και όχι από την ετικέτα.
Για τον Jack βέβαια το πεδίο των καταναλωτών είναι ευμετάβλητο.
«Η ετικέτα είναι αυτή που θα σας κάνει να προσεγγίσετε το κρασί. Είναι άλλο πράγμα να βρείτε ένα κρασί που θα σας άρεσε για τις γεύσεις και τα αρώματά του», λέει χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα τονίζει πως υπάρχει απόκλιση μεταξύ νεότερων και παλαιότερων καταναλωτών.
Μάλιστα αναφέρει ότι υπάρχουν άνθρωποι που επισκέπτονται τις κλασικές οινικές ζώνες ανά τον κόσμο για να αναζητήσουν τη γεύση που θέλουν, ενώ οι νεότεροι οινόφιλοι μπορεί να βρεθούν σε περιοχές που δεν έχουν την κλασική φήμη για το κρασί τους.
Άλλωστε αυτή είναι και η φιλοσοφία του Jonathan Maltus, να γνωρίζει που πουλά το κρασί του, σε αντίθεση με πολλά Chateux που αφήνουν τους μεσάζοντες να διακινούν την παραγωγή τους, μην γνωρίζοντας που καταλήγει.
«Ο πατέρας μου αποφάσισε το 1994 ότι ήθελε να πουλήσει απευθείας σε διάφορες χώρες και να συνεργαστεί απευθείας με διαφορετικούς εισαγωγείς. Έτσι ώστε να γνωρίζει πραγματικά τι αναζητούσαν οι επιμέρους αγορές και ποιες είναι οι διαφορετικές γεύσεις που θα είχαν οι ίδιοι οι πραγματικοί καταναλωτές», λέει ο Jack Maltus.
Γιατί όπως λέει ο ίδιος μπορεί το terroir ενός οινοποιείου να είναι υπέροχο, πρέπει ωστόσο ο οινοποιός να είναι σε θέση να ευχαριστήσει αυτόν που αναζητά γεύσεις σε υψηλό επίπεδο.
Τι έφερε η κλιματική κρίση
Η πρωτοποριακή κίνηση του Jonathan Maltus να καλλιεργήσει Cabernet Franc αντί για Merlot φαίνεται πως λειτούργησε ευεργετικά στον αμπελώνα του Le Dome, αφού δεν επηρεάστηκε ουσιαστικά από τις υψηλές θερμοκρασίες. «Τα αμπέλια αντιστέκονται σε μεγάλο μέρος της κρίσης της κλιματικής αλλαγής», λέει ο Jack Maltus.
Αυτό βέβαια όπως εξηγεί δεν ισχύει με το Merlot, που δείχνει να επηρεάζεται από τα χτυπήματα της κλιματικής κρίσης. Ήδη πολλοί είναι αυτοί που εκριζώνουν τα αμπέλια του Merlot ώστε να περάσουν σε Cabernet franc, «κάτι», όπως λέει ο Jack, «θα δώσει χώρο σε νέες ποικιλίες, αλλάζοντας το στυλ σε κάποια κρασιά».
Μια συνθήκη που θυμίζει λίγο το κίνημα των «garagistes» στα μέσα της δεκαετίας του ’90, εξέχων μέλος των οποίων ήταν ο Jonathan Maltus, όπου έσπασαν το κατεστημένο της οινοποίησης στο Μπορντό με μικρότερο χρόνο παλαίωσης και μικρότερες παραγόμενες ποσότητες. Κάτι που σημαίνει ότι ο κόσμος του κρασιού πάντα θα βρίσκει τρόπο να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες
Όσο για τα ελληνικά κρασιά; Ο Jack είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να δοκιμάσει δύο εμβληματικές ελληνικές ποικιλίες το αγιωργίτικο και το ξινόμαυρο. Το πρώτο όπως είπε τον εξέπληξε ευχάριστα λόγω της στιβαρότητάς του, θυμίζοντας το Cabernet Sauvignon της περιοχής του Μπορντό, ενώ όπως είπε δένει απίστευτα με την ελληνική κουζίνα.