Πριν 110 χρόνια, στο μακρινό 1914, η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος που φλεγόταν. Μέχρι τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους, η πιο καταστροφική σύγκρουση της ηπείρου, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Αυτή που ξεκίνησε με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας και της γυναίκας του, από τον Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, στις 28 Ιούνιου 1914, πλέον είχε κλιμακωθεί σε έναν πόλεμο στον οποίο συμμετείχαν η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Αυστροουγγαρία, η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ρωσία και άλλοι, διαιρώντας την ήπειρο στις Συμμαχικές Δυνάμεις της Αντάντ και στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Και οι δύο πλευρές πίστευαν ότι ο πόλεμος θα τελείωνε γρήγορα, με πολλούς στρατιώτες να είναι πεπεισμένοι ότι θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους μέχρι τα Χριστούγεννα. Η πραγματικότητα του πολέμου όμως είχε διαλύσει αυτές τις ψευδαισθήσεις.

Μετά από τις αρχικές συρράξεις, όπως η Πρώτη Μάχη του Μαρν, το Δυτικό Μέτωπο κατέληξε σε ένα αιματηρό αδιέξοδο. Οι στρατιώτες έσκαψαν χαρακώματα που εκτείνονταν πάνω από 650 χλμ, από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι την Ελβετία, και ο πόλεμος χαρακωμάτων έγινε το χαρακτηριστικό της σύγκρουσης. Η καθημερινή ζωή για εκείνους ήταν ζοφερή: οι στρατιώτες υπέμεναν παγωμένες θερμοκρασίες, βροχή που μετέτρεπε το έδαφος σε λάκκους λάσπης, αρουραίους, ψείρες και τη συνεχή απειλή των πυρών ελεύθερων σκοπευτών και των βλημάτων του πυροβολικού.

Παρά τη φρίκη του πολέμου, υπήρχαν αναλαμπές ανθρωπιάς. Νωρίτερα στις 7 Δεκεμβρίου, ο Πάπας Βενέδικτος ο 15ος, είχε καλέσει σε χριστουγεννιάτικη κατάπαυση του πυρός, προτρέποντας ώστε τα όπλα «να σωπάσουν τουλάχιστον τη νύχτα που τραγουδούσαν οι άγγελοι». Η έκκλησή του αγνοήθηκε από τους στρατιωτικούς ηγέτες, αλλά οι σπόροι μιας ανεπίσημης εκεχειρίας είχαν μάλλον σπαρθεί.

Τις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, το ηθικό και στις δύο πλευρές ήταν χαμηλό. Για να το ανεβάσει στη δική του πλευρά, ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας έστειλε μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα στις γραμμές του μετώπου θέλοντας να θυμίσει στους στρατιώτες τη θαλπωρή των σπιτιών τους. Οι Γερμανοί στρατιώτες τοποθέτησαν μικρά κεριά σε αυτά τα δεντράκια, και το τρεμάμενο φως τους σύντομα θα πυροδοτούσε ένα εξαιρετικό γεγονός. Η θέα των λαμπερών χριστουγεννιάτικων δέντρων κατά μήκος των γερμανικών χαρακωμάτων ήταν ταυτόχρονα σουρεαλιστική μα και συνάμα στοιχειωτική, μια ανάμνηση του σπιτιού και της ειρήνης μέσα στη δίνη του πολέμου.

Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων, συνέβη συγκλονιστικό, ένας ύμνος στην ειρήνη. Οι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να τραγουδούν το «Stille Nacht» με τις φωνές τους να μεταφέρονται στον παγωμένο αέρα. Οι Βρετανοί στρατιώτες, στην αρχή μπερδεμένοι, απάντησαν με τα δικά τους κάλαντα. Ήταν το πρώτο βήμα προς αυτό που θα γινόταν γνωστό ως η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στην ημέρα των Χριστουγέννων του 1914. Εκεί όπου ο θάνατος και η καταστροφή στεκόντουσαν κάθε μέρα από την έναρξη του πολέμου, ξαφνικά έπεσε μια απροσδόκητη σιωπή. Αρκετοί στρατιώτες, υπολογίζεται πως ήταν στους 100 χιλιάδες στις γραμμές του μετώπου, βγήκαν προσεκτικά από τα χαρακώματά τους πατώντας στην ουδέτερη περιοχή, την έρημη έκταση γης που χώριζε τους αντιμαχόμενους στρατούς. Για πολλούς, αυτή ήταν η πρώτη τους πραγματική συνάντηση με τους άνδρες που είχαν διαταχθεί να σκοτώσουν. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια αυθόρμητη επίδειξη ανθρωπιάς που θα γινόταν μια από τις πιο αξιοσημείωτες στιγμές του μεγάλου πολέμου.

Σε αρκετά τμήματα του μετώπου, οι στρατιώτες άρχισαν να αλληλεπιδρούν με διάφορους τρόπους. Μερικοί διατακτικοί αρκέστηκαν σε χειραψίες, άλλοι αντάλλαξαν δώρα όπως τσιγάρα, σοκολάτες και μερίδες φαγητού σε κονσέρβα και μοιράστηκαν φωτογραφίες των αγαπημένων τους προσώπων που είχαν μαζί τους. Μάλιστα τα εμπόδια της γλώσσας «έσπασαν» με το γέλιο και τις χειρονομίες – βοήθησε και το γεγονός πως πολλοί Γερμανοί στρατιώτες προπολεμικά είχαν εργαστεί στη Βρετανία και έτσι γνώριζαν την γλώσσα.

Η πιο γνωστή όμως στιγμή της εκεχειρίας σημειώθηκε λίγο μετά. Κοντά στην Υπρ, στρατιώτες και από τις δύο πλευρές. σύμφωνα με μαρτυρίες μερικών στρατιωτών, χρησιμοποίησαν κονσερβοκούτια για μπάλα ποδοσφαίρου ενώ μερικοί τυχεροί είχαν μαζί τους και πάνινη μπάλα για να παίξουν ποδόσφαιρο. Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες έτρεχαν και γελούσαν μαζί, κάνοντας κάποιοι αυτοσχέδιες φανταστικές εστίες με καπέλα και απολαμβάνοντας τον απόλυτο παραλογισμό της κατάστασής τους. Ο υπολοχαγός Johannes Niemann έγραψε αργότερα σε γράμμα στους οικείους του: «Ξαφνικά ήρθε ένας Βρετανός με μια μπάλα ποδοσφαίρου, κλωτσώντας την  και κάνοντας πλάκα, και στη συνέχεια άρχισε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Κάναμε ποδοσφαιρικές εστίες με τα καπέλα μας. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ομάδες για έναν αγώνα στην παγωμένη λάσπη και εμείς νικήσαμε τους Βρετανούς με 3-2. Η αξιοπιστία του ποδοσφαιρικού αγώνα ελέγχεται από τους ιστορικούς έως σήμερα, αλλά αναμφίβολα εκείνη την ημέρα παίχτηκε ποδόσφαιρο. Αυτό το γεγονός ενέπνευσε μουσικές, διαφημίσεις και ταινίες στη σύγχρονη εποχή».

Αλλά το ποδόσφαιρο δεν ήταν η μόνη δραστηριότητα εκείνη την ημέρα. Κατά μήκος άλλων τμημάτων του μετώπου, οι στρατιώτες βρήκαν την ευκαιρία να θάψουν τους πεσόντες συντρόφους τους, πραγματοποιώντας κοινές τελετές ταφής με προσευχές στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά.

Η ανακωχή, ωστόσο, δεν ήταν καθολική όπως είπαμε. Σε ορισμένες περιοχές οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν και σε άλλες η εκεχειρία ήταν σύντομη. Ειδικότερα, ένας νεαρός Γερμανός δεκανέας τότε ονόματι Αδόλφος Χίτλερ εξέφρασε την περιφρόνησή του για τα γεγονότα, χαρακτηρίζοντάς τα αντιπατριωτικά και κατηγορώντας όσους συμμετείχαν σε αυτά, ότι πρόδωσαν την πατρίδα. Η αντίδρασή του ανέδειξε το χάσμα στη στάση των στρατιωτών, ενώ πολλοί τα εκτιμούσαν όλα αυτά σαν μια στιγμή ειρήνης, άλλοι τα έβλεπαν ως επικίνδυνο ολίσθημα από την στρατιωτική  πειθαρχία.

Μέχρι την επόμενη ημέρα, η κατάπαυση του πυρός είχε σε μεγάλο βαθμό λήξει, ενώ σε ελάχιστες περιοχές έφτασε ως την αλλαγή του έτους. Οι διαταγές της διοίκησης και στις δύο πλευρές απαγόρευαν περαιτέρω ειρήνη, φοβούμενοι ότι η παρατεταμένη επαφή θα υπονόμευε την αποφασιστικότητα των στρατιωτών να πολεμήσουν. Καθώς τα πυρά του πυροβολικού ξανάρχισαν και οι στρατιώτες επέστρεφαν στα χαρακώματά τους, μια βαριά αίσθηση της πραγματικότητας ξανάπιασε τόπο.

Παρά τη συντομία της, η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία του 1914 άφησε ανεξίτηλο σημάδι σε όσους την έζησαν. Η κληρονομιά της έχει απαθανατιστεί σε βιβλία, ταινίες και μουσική. Η εκεχειρία των Χριστουγέννων ήταν κάτι περισσότερο από μια παύση των μαχών. Στρατιώτες που είχαν κάθε λόγο να μισούν ο ένας τον άλλον, επέλεξαν να αγκαλιάσουν την ανθρωπιά μέσα τους. Αυτές οι ταπεινές γιορτές έμειναν για πάντα στην ιστορία.