Οι δύο εταιρείες δημιουργούν θα είναι η Τρίτη αυτοκινητοβιομηχανία σε πωλήσεις στον κόσμο με αξία πάνω από 50 δισεκατομμύρια.
Η Honda και η Nissan, δύο από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές αυτοκινήτων στην Ιαπωνία, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να συγχωνευθούν, δημιουργώντας έναν γίγαντα που θα καταλάβει την τρίτη θέση παγκοσμίως σε πωλήσεις.
Οι δύο εταιρείες υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει και τη συμμετοχή της Mitsubishi Motors, μέλους της Nissan Alliance, στις συζητήσεις για την ολοκλήρωση της συγχώνευσης.
Η κίνηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο που οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ανταγωνισμό με τους μεγάλους παίκτες της αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων. Οι νέες τεχνολογίες απαιτούν μεγάλες επενδύσεις, και η συγχώνευση στοχεύει στη μείωση του κόστους και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Όταν ολοκληρωθεί η συγχώνευση, η αξία της νέας εταιρείας θα ξεπεράσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια, με βάση την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των τριών εταιρειών, με στόχο τη δημιουργία ενός από τους τρεις μεγαλύτερους ομίλους αυτοκινήτων παγκοσμίως, πίσω από την Toyota και τη Volkswagen. Ο προτεινόμενος όμιλος θα πουλά περίπου 7 εκατομμύρια οχήματα ετησίως.
Ο πρόεδρος της Honda, Τοσιχίρο Μίμπε, δήλωσε ότι η Honda θα ηγηθεί αρχικά της νέας διοίκησης, ενώ οι αρχές και οι μάρκες των τριών εταιρειών θα διατηρηθούν. Ο στόχος είναι η ολοκλήρωση της συγχώνευσης μέχρι τον Αύγουστο του 2026, δήλωσε ο κ. Μίμπε, προσθέτοντας ότι η νέα συνεργασία θα επιτρέψει στις εταιρείες να ανταποκριθούν καλύτερα στις απαιτήσεις της αγοράς και να ενισχύσουν τη θέση τους στη βιομηχανία.
Αυτή η στρατηγική κίνηση αναμένεται να αλλάξει τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά αυτοκινήτων, με τη δημιουργία ενός νέου ισχυρού παίκτη, ικανού να ανταγωνιστεί τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες σε καινοτομία και πωλήσεις.
Η Honda και η Nissan ακολουθούν την τάση μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών, όπως οι General Motors και Volkswagen, που επιδιώκουν συνέργειες για να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος ανάπτυξης επόμενης γενιάς οχημάτων.
Η παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, με τις μπαταρίες και τα εξελιγμένα λογισμικά, απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα καλύπτονται κυρίως από τα κέρδη των παραδοσιακών μοντέλων βενζίνης και υβριδικών.
Η έντονη πίεση για την ανάπτυξη EVs εντείνεται, ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που σχεδιάζει να εξαλείψει τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Αυτό καθιστά πιο δύσκολη τη βιωσιμότητα επενδύσεων τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα ηλεκτρικά οχήματα, όπως δήλωσε ο Τάκακι Νακανίσι, επικεφαλής του Nakanishi Research Institute.
Παρά το μέγεθος και την προοπτική της νέας οντότητας, οι προκλήσεις παραμένουν. Οι Tesla και BYD έχουν ήδη αποκτήσει προβάδισμα στα ηλεκτρικά οχήματα, ενώ η ιστορία δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις αυτοκινητοβιομηχανιών συχνά αποτυγχάνουν. Παράδειγμα αποτελεί η διάσπαση της DaimlerChrysler μετά από εννέα χρόνια, αλλά και η πρόσφατη αποχώρηση της Nissan από την πολυετή συμμαχία της με τη Renault.
Η οικονομική κατάσταση της Nissan, που σημείωσε πτώση 90% στα λειτουργικά της κέρδη κατά το πρώτο μισό του οικονομικού έτους, είναι κρίσιμη. Οι περικοπές θέσεων εργασίας και παραγωγής, σε συνδυασμό με την πτώση των πωλήσεων στην Κίνα, έχουν καταστήσει τη συγχώνευση ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της.
Αντίθετα, η Honda παρουσιάζει πιο σταθερή οικονομική εικόνα, με κέρδη 1,8 δισ. δολαρίων στο τελευταίο τρίμηνο. Ωστόσο, οι αυξημένες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και η αδύναμη απόδοση στην Κίνα, επισημαίνουν την ανάγκη για συνέργειες.
Η επιτυχία της συγχώνευσης εξαρτάται από την ικανότητα των δύο εταιρειών να συνεργαστούν αποτελεσματικά και να δημιουργήσουν νέες αξίες, σύμφωνα με τον Τανγκ Τζιν, ανώτερο ερευνητή της Mizuho Bank. Χωρίς αυτές τις καινοτομίες, ο νέος όμιλος κινδυνεύει να γίνει «ένα άθροισμα των αδυνάμων».
Η αγορά της Κίνας, η μεγαλύτερη παγκοσμίως, παραμένει ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό πεδίο, με τοπικούς κατασκευαστές να αποκτούν σημαντικό προβάδισμα. Οι απώλειες πωλήσεων και για τις δύο ιαπωνικές εταιρείες στην Κίνα καθιστούν το μέλλον τους ακόμα πιο αβέβαιο.