Τολστόι και Ντοστογέφσκι, δύο συγγραφείς που δεν δογματίζουν, αλλά δημιουργούν ιστορίες που ξεπερνούν τα όρια του χρόνου και του τόπου τους, αγκαλιάζοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Επιπλέον, αμφότεροι αντιτέθηκαν στον σύγχρονο, υλιστικό και καπιταλιστικό τρόπο ζωής, προβάλλοντας τη χριστιανική ηθική όπως οι ίδιοι την κατανοούσαν.

Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας τούς επιφύλαξαν διαφορετικές αντιδράσεις.

Ο Ντοστογέφσκι τιμήθηκε και υμνείται ως θρησκευτικός συγγραφέας. Αντίθετα, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αφόρισε τον Τολστόι το 1901. Είναι αλήθεια πως οι θρησκευτικοί εγκωμιασμοί του Ντοστογέφσκι – και ίσως και του Παπαδιαμάντη – είναι συχνά μονοδιάστατοι και απλουστευτικοί.

Ας μη λησμονούμε επίσης ότι ο σπουδαίος Ρώσος, στα νιάτα του, βίωσε μια εικονική εκτέλεση και καταδικάστηκε σε τετραετή κάτεργα στη Σιβηρία, επειδή συμμετείχε σε μια σοσιαλιστική οργάνωση και επειδή διάβασε δημόσια τρεις φορές μια επιστολή του συγγραφέα Μπιελίνσκι, που επέκρινε σφοδρά την Εκκλησία της εποχής του.

Δυστυχώς, το μόνο που θυμούνται ορισμένοι συντηρητικοί θρησκευόμενοι από τον πολύπλοκο και μεγαλοφυή Ρώσο είναι η απλουστευμένη (και διαστρεβλωμένη) ιδέα πως «αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται»

Κι όμως, ο Ντοστογέφσκι δεν ήταν κανένας αφελής ηθικιστής.

Και όχι μόνο δεν ήταν, αλλά δεν έκανε άλλο από το να φανερώνει τις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου.

Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να πει (και πολλοί το έχουν ήδη πει) πως ο ρώσος μυθιστοριογράφος πραγματοποίησε κατάβαση στις σκοτεινότερες «γωνιές» της ανθρώπινης ψυχής. Στην εποχή του, ο Ντοστογέφσκι λογοκρίθηκε αυστηρά, σε σημείο μερικά από τα κορυφαία του έργα να φτάνουν σήμερα σ’ εμάς όχι στη μορφή που φιλοδοξούσε να τους δώσει εξαρχής, αλλά όπως αυτά κατέληξαν ύστερα από την τσαρική λογοκρισία. Αυτό συνέβη και εδώ.

Παραδόξως όμως δεν λογοκρίθηκαν τα σκοτεινά και τραγικότερα μέρη του έργου, αλλά εκείνα όπου ο Ντοστογέφσκι υπερασπιζόταν την πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Η επανέκδοση της νουβέλας του Το Υπόγειο είναι μια ευκαιρία για να το δούμε καλύτερα.

Η νουβέλα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: στο πρώτο μάς μιλάει, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, ένας ανώνυμος άνθρωπος (ένας διχασμένος μισάνθρωπος, αντιήρωας, όπως τον έχουν ονομάσει) περίπου σαράντα ετών, και παρουσιάζει τις απόψεις του για τον άνθρωπο, απόψεις που εκφράζουν, σε μια λογοτεχνικά υπερβολική μορφή, τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα του.

Ο άνθρωπος, μας λέει, όποιος και αν είναι και οπουδήποτε και αν ζει, αγαπάει να κάνει αυτό που ο ίδιος θέλει, αντί για αυτό που του επιτάσσουν το συμφέρον και ο «ορθός λόγος». Ο άνθρωπος, και μόνο από πείσμα, προτιμάει την καταστροφή του, αρκεί να τη βλέπει ως γνήσια πράξη ελευθερίας.

Απαντώντας έμμεσα στο μυθιστόρημα Τι να κάνουμε, του Νικολάι Τσερνισέφσκι, που ήταν τότε δημοφιλές, ο αντιήρωάς μας αναδεικνύει την ανθρώπινη ελευθερία σε ύψιστη αξία, και αντιτίθεται παθιασμένα και ανέλπιδα σε ό,τι την απειλεί (σοσιαλισμός, πολιτικές ουτοπίες, επιστήμες, ακόμη και στην ίδια τη λογική). Στο δεύτερο μέρος, ο αφηγητής μάς ταξιδεύει μερικές δεκαετίες πίσω, σ’ ένα περιστατικό που είχε μιαν απρόσμενα δυσάρεστη κατάληξη και επηρέασε τη μετέπειτα ζωή του.

Τα συμπλέγματα, ο συναισθηματικός πόνος, ο σαδισμός και ο μαζοχισμός διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως δεσπότης και απολαμβάνει να βασανίζει τους άλλους. Ολα τα αντέχει και σχεδόν στο καθετί συνηθίζει. Ο Ντοστογέφσκι όμως μας δείχνει και την ηθική σημασία του πόνου. Ο πόνος, θα υπονοηθεί στο Υπόγειο και αργότερα θα ειπωθεί ρητά από τους ήρωες των μεγάλων μυθιστορημάτων του, εξαγνίζει τα πάντα. Γι’ αυτό ο ήρωας δεν θα διστάσει να κλάψει με λυγμούς μπροστά σε μια ταπεινή πόρνη, για τον Ντοστογέφσκι του αγνού και θρησκευόμενου λαού της Ρωσίας, ομολογώντας την αδυναμία του να είναι καλός.

Ενα ενδιαφέρον σημείο στο Υπόγειο είναι ένας πικρόχολος υπαινιγμός για τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, θεωρία που είχε διατυπώσει δημόσια ο Δαρβίνος, λίγα χρόνια πρωτύτερα.

Η ανακάλυψη του Δαρβίνου εργαλειοποιήθηκε (και ακόμη εργαλειοποιείται) για να χρησιμοποιηθεί ως επιστημονικό «υποστύλωμα» μιας θετικιστικής και υλιστικής ανθρωπολογίας, γεγονός που ο Ντοστογέφσκι αντιλαμβάνεται. Στην ηθική και «ανθρωπιστική» καταδίκη της εξελικτικής θεωρίας προέβη και ο έτερος ρώσος λογοτεχνικός γίγαντας, Lev Τολστόι. Στα περισσότερα άλλα όμως Τολστόι και Ντοστογέφσκι διαφωνούσαν.

Πιο συγκεκριμένα, ο Τολστόι εκτιμούσε τον ορθολογισμό, και αν απέρριπτε τον χριστιανισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν ήταν μόνο λόγω του ότι τον θεωρούσε ιεραρχικό-εξουσιαστικό (άρα άδικο) μηχανισμό, αλλά και επειδή τον έβλεπε σαν μια συλλογή αβάσιμων μεταφυσικών ισχυρισμών, οι οποίοι έκρινε ότι έπρεπε να διακριθούν αυστηρά από τη βασική διδασκαλία του Χριστού, που για τον ίδιο δεν είναι παρά οι ηθικές παραινέσεις για καθολική αγάπη, ισότητα και απόρριψη της βίας.

Τα μη λογοτεχνικά του κείμενα Περί τρέλας και Αβίαστη δράση συνοψίζουν εύγλωττα το αναρχο-χριστιανικό ιδεώδες ή αλλιώς τη «θρησκεία» του:

«Μια τέτοια θρησκεία λοιπόν, όπως συνέβαινε και συμβαίνει πάντα, αντιστοιχεί στο βαθμό πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης των ανθρώπων της εκάστοτε εποχής.

Η θρησκεία αυτή υπάρχει, όλοι τη γνωρίζουμε, αρκεί να μην αρνούμαστε να παραδεχθούμε, ακόμα και στον εαυτό μας, τις επιταγές της, εκείνα τα καθήκοντα που μας έχει ορίσει και που πιστεύουμε πως υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας καθώς έρχονται σ’ ευθεία αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συγκροτήσει τη ζωή μας και ξεσκεπάζουν τα συνήθη ανομήματα και πάθη μας. Τούτη η θρησκεία πάντα υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει: απαντά στις Βέδες, στον κομφουκιανισμό, στον ταοϊσμό, τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων φιλοσόφων, στο χριστιανισμό, στο μωαμεθανισμό, στον μπαχαϊσμό, στις θεωρίες των Ρουσσώ, Πασκάλ, Καντ, Σοπενχάουερ, Εμερσον, Ράσκιν, Λαμενναί και πολλών πολλών άλλων – και, το κυριότερο, βρίσκεται στην καρδιά και το νου του σύγχρονου ανθρώπου» (σελ. 32).

«Χιλιάδες χρόνια πριν, ο Χριστός αλλά και όλοι οι σοφοί του κόσμου παρότρυναν τους ανθρώπους όχι μόνο ν’ αγαπούν το συνάνθρωπο όπως τον εαυτό τους, αλλά και να μην του κάνουν αυτό που δεν θα ήθελαν να υποστούν οι ίδιοι· ομολογουμένως, εάν οι άνθρωποι υιοθετούσαν τούτες τις προτροπές, αν αντί για τον εγωκεντρισμό επέλεγαν τον αλτρουισμό, αν το πνεύμα που καθόριζε τη ζωή τους από ατομικιστικό γινόταν κολεκτιβιστικό – όπως λένε στην ατυχή διάλεκτό τους οι επιστήμονες προκειμένου να εκφράσουν ακριβώς την ίδια σκέψη –, τότε θα ευημερούσαν και δεν θα δυστυχούσαν (σελ. 76).

Βλέπουμε πως οι δύο συγγραφείς καταδίκαζαν τον υλιστικό τρόπο ζωής, υπερασπιζόμενοι τη χριστιανική συγχώρεση και αγάπη. Τι θα μας έλεγαν άραγε σήμερα;