Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η χρήση προφυλακτικού θεωρείται περίπου αυτονόητη. Τι γίνεται, όμως, όταν στη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ξαφνικά ο ένας σύντροφος αφαιρεί ή καταστρέφει το προφυλακτικό χωρίς τη συναίνεση της/του συντρόφου;

Αυτήν ακριβώς την πρακτική της μη συναινετικής αφαίρεσης ή αλλοίωσης και καταστροφής του προφυλακτικού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης περιγράφει ο όρος «stealthing» – άγνωστος ενδεχομένως στους πολλούς, όχι όμως και στη νεολαία.

Προέρχεται δε από ένα επίθετο, το «stealth», που ερμηνεύεται ως ο ύπουλος, ο λαθραίος, εκείνος που επιδιώκει να δρα χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Ενα επίθετο που περιγράφει γλαφυρά, θα έλεγε κανείς, τον σύντροφο ο οποίος με δόλο τρυπά, σκίζει ή απλά βγάζει το προφυλακτικό, ενώ η σεξουαλική πράξη έχει ήδη ξεκινήσει, θέλοντας να παγιδεύσει την/τον παρτενέρ του.

Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για πράξη που λαμβάνει χώρα στο ιδιωτικό περιβάλλον μιας προσωπικής συνεύρεσης, το stealthing συχνά είναι δύσκολο να αποδειχθεί, ενώ δυσχερής είναι και η στατιστική καταγραφή του φαινομένου, αφού τα θύματα διστάζουν να το καταγγείλουν, φοβούμενα ότι θα στιγματιστούν. Μάλιστα, κατά το παρελθόν ήταν και ελλιπώς ενημερωμένα ή αγνοούσαν παντελώς ότι πλέον θεωρείται μια κακοποιητική πρακτική. Η σχετικά χαμηλή αναφορά περιστατικών οφείλεται συχνά και στον φόβο των αντιποίνων ή στο αίσθημα της ενοχής.

Σχετικές έρευνες δείχνουν, πάντως, πως τα άτομα που προβαίνουν σε αυτή την ενέργεια είναι συνήθως άνδρες – ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βεβαίως, πως δεν έχουν καταγραφεί και περιστατικά stealthing στα οποία είναι η γυναίκα αυτή που βρίσκεται στη θέση του θύτη.

Αλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες πλήττονται δυσανάλογα, με το 12% όσων δηλώνουν σεξουαλικά ενεργές να έχουν βιώσει ανάλογη εμπειρία. Εξίσου ευάλωτοι είναι και οι άνδρες που έχουν επαφές με άνδρες, στις τάξεις των οποίων το αντίστοιχο ποσοστό να αγγίζει το 35%. Ξεχωριστή περίπτωση συνιστούν οι σεξεργάτριες οι οποίες, σύμφωνα με μια έρευνα που είχε πεδίο την Αθήνα, έχουν βιώσει το stealthing σε ποσοστό 63,4% – το 88,6% εξ αυτών, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.

Σοβαρές ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες

Οπως τονίζει στα «ΝΕΑ» η κλινική σεξολόγος και ιδρύτρια του «sex positive Greece» Σοφία Αντωνιάδου, ψυχολογικά το stealthing συγκρίνεται με άλλες μορφές σεξουαλικής βίας, προκαλώντας συχνά κατάθλιψη, ενοχή, άγχος ή ακόμη και αυτοστιγματισμό. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «ένα επιπλέον προβληματικό σημείο είναι ότι συχνά είναι δύσκολο να αναγνωριστεί ως τέτοια μορφή βίας από το ίδιο άτομο ή και να γίνει πιστευτό από τις Αρχές ή τις υπηρεσίες στις οποίες θα αναφερθεί. Πολύ συχνά λαμβάνει χώρα μέσα σε ήδη εδραιωμένες σεξουαλικές – ρομαντικές σχέσεις και τα θύματα δυσκολεύονται να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους προς τα άτομα με τα οποία σχετίζονται, βιώνοντας έντονο αίσθημα προδοσίας και αυτοαμφισβήτησης. Παράλληλα, αποτελεί εργαλείο ελέγχου, εκθέτοντας τα θύματα σε κινδύνους όπως σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, ενισχύοντας την εξάρτησή τους από το άτομο-θύτη μέσω φράσεων όπως “Πού θα πας τώρα έτσι;”, “Ποιος θα σε θέλει;”».

Σε επίπεδο ψυχικής υγείας, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το άτομο που δέχεται την ενέργεια, κατηγορεί τον εαυτό του για αυτό που του συνέβη και θυματοποιείται. Οπως αναφέρουν ψυχολόγοι, σχεδόν όλα τα συναισθήματα που βιώνει ένα θύμα stealthing προσομοιάζουν με εκείνα ενός θύματος βιασμού. Από την άλλη πλευρά, επιστημονικές έρευνες που μελέτησαν το προφίλ των δραστών εντόπισαν συχνά στα άτομα αυτά εχθρικότητα και χαρακτηριστικά αντικοινωνικής συμπεριφοράς – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το σύνολο των σχέσεών τους και την υπόλοιπη κοινωνική τους δραστηριότητα.

Μετά το stealthing παύει να υπάρχει συναίνεση;

Εστω, λοιπόν, ότι δύο σεξουαλικοί σύντροφοι επιλέγουν να συνευρεθούν με χρήση προστατευτικού μέσου και αφού ξεκινήσει η συνεύρεση ο ένας εκ των δύο το αφαιρέσει. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι εάν με αυτόν τον τρόπο παύει η σεξουαλική συνεύρεση να θεωρείται συναινετική. Με άλλα λόγια: Το θύμα θα είχε συναινέσει στην ερωτική συνεύρεση αν γνώριζε ευθύς εξαρχής πως η επαφή θα πραγματοποιηθεί χωρίς προφύλαξη ή μήπως θα την αρνούνταν;

Ας πάμε και ένα βήμα παραπέρα: Εάν θεωρήσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο πράγματι αίρεται η συναίνεση, τότε μπορεί το stealthing να θεωρηθεί βιασμός, με βάση και την ποινική έννοια του βιασμού; Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι πλέον κινούμαστε με βάση τη γενική – και κατοχυρωμένη – αρχή ότι «σεξ χωρίς συναίνεση σημαίνει βιασμός»;

Ως ποινικό αδίκημα

στον κόσμο

Τα ερωτήματα που τίθενται δεν αφορούν, φυσικά, μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες – ή, τουλάχιστον, εκείνες που διέπονται από παρόμοιους «κώδικες». Αξίζει να σημειωθεί δε ότι όσο κι αν το φαινόμενο του stealthing θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχετικά πρόσφατο, δεν είναι λίγα τα κράτη ανά τον κόσμο που έχουν συμπεριλάβει την εν λόγω πρακτική στη νομοθεσία τους ως πράξη ποινικά κολάσιμη.

Στην Ελβετία, για του λόγου το αληθές, ήδη από το 2017 εκδόθηκε δικαστική απόφαση η οποία αναγνώρισε το stealthing ως βιασμό, ενώ και η Σουηδία έχει εξομοιώσει την εν λόγω πρακτική με τον βιασμό, με τη νομοθεσία της να βασίζεται ακριβώς στην άρση της συναίνεσης μετά τη δόλια αφαίρεση του προφυλακτικού. Αντίστοιχες νομοθετικές τροποποιήσεις έχουν πραγματοποιηθεί και σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστραλία.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη στη χώρα μας το stealthing δεν αναγνωρίζεται ως βιασμός, ούτε προσδιορίζεται ως ποινικό αδίκημα. Κυρίως επειδή κυριαρχεί ακόμη μια αντίληψη του βιασμού που προϋποθέτει βία και εξαναγκασμό. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει.