Ντόναλντ Τραμπ: Έχασε την ευκαιρία να ανατρέψει τις εναντίον του κατηγορίες για την χρηματοδότηση της πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχασε τη Δευτέρα την προσπάθειά του να ανατρέψει την ποινική καταδίκη του από την καταβολή χρημάτων στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, υπό το φως της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ τον Ιούλιο, η οποία αναγνωρίζει ασυλία από την ποινική δίωξη για τις επίσημες πράξεις ενός προέδρου.
Η άρνηση του δικαστή Χουάν Μέρτσαν να απορρίψει την υπόθεση της πολιτείας της Νέας Υόρκης αποκλείει μία οδό για τον Ρεπουμπλικανό εκλεγμένο πρόεδρο, η οποία θα του επέτρεπε να εισέλθει στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου για τη δεύτερη τετραετή θητεία του χωρίς τις στίγμα μιας ποινικής καταδίκης.
Οι δικηγόροι του Τραμπ προσπαθούν ξεχωριστά να ανατρέψουν την ετυμηγορία επικαλούμενοι διαφορετικούς λόγους, στον απόηχο της νίκης του Τραμπ επί της αντιπροέδρου των Δημοκρατικών Κάμάλα Χάρις στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Στην απόφαση 41 σελίδων της Δευτέρας, ο Mέρτσαν τάχθηκε στο πλευρό του γραφείου του εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, που είχε στηρίξει τις κατηγορίες. Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι η υπόθεσή τους αφορούσε την προσωπική συμπεριφορά του Τραμπ και όχι τις επίσημες πράξεις του ως προέδρου.
Ο δικαστής δήλωσε ότι η δίωξη του Τραμπ για “αποφασιστικά προσωπικές πράξεις παραποίησης επαγγελματικών αρχείων δεν ενέχει κίνδυνο παρέμβασης στην εξουσία και τη λειτουργία του εκτελεστικού κλάδου”.
Σε δήλωσή του, ο εκπρόσωπος του Τραμπ, Στίβεν Τσανγκ, χαρακτήρισε την απόφαση του Μέρτσαν “άμεση παραβίαση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου για την ασυλία”.
Ο Τραμπ βρέθηκε ένοχος για την πληρωμή 130.000 δολαρίων που έκανε ο πρώην δικηγόρος του στην ηθοποιό ταινιών ενηλίκων Στόρμι Ντάνιελς. Η πληρωμή ήταν για τη σιωπή της πριν από τις εκλογές του 2016 σχετικά με μια σεξουαλική επαφή που έχει πει ότι είχε μια δεκαετία νωρίτερα με τον Τραμπ, ο οποίος το αρνείται.
Τον Μάιο, οι ένορκοι του Μανχάταν έκριναν τον Τραμπ ένοχο για 34 κατηγορίες και βασικά για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων προκειμένου να καλύψει την πληρωμή. Ήταν η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος των ΗΠΑ – πρώην ή εν ενεργεία – καταδικάστηκε ή κατηγορήθηκε για ποινικό αδίκημα.
Ο Τραμπ δήλωσε αθώος και χαρακτήρισε την υπόθεση απόπειρα του Μπραγκ, ενός Δημοκρατικού, να βλάψει την εκστρατεία του το 2024.
Η υπόθεση των αμοιβών για την εξαπάτηση ήταν η μόνη από τις τέσσερις δέσμες ποινικών κατηγοριών που απαγγέλθηκαν κατά του Τραμπ το 2023 η οποία έφτασε σε δίκη. Οι ομοσπονδιακές υποθέσεις σχετικά με τις προσπάθειές του να αλλάξει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 και τον χειρισμό απόρρητων εγγράφων κατά την αποχώρησή του από το αξίωμα έχουν απορριφθεί, σύμφωνα με την πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που ορίζει ότι οι πρόεδροι δεν μπορούν να διώκονται ομοσπονδιακά.
Μια άλλη ποινική υπόθεση κατά του Τραμπ σχετικά με τις εκλογές του 2020 σε πολιτειακό δικαστήριο της Τζόρτζια βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Ο ίδιος δήλωσε αθώος σε όλες τις υποθέσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε απόφαση που προέκυψε από μία από τις δύο ομοσπονδιακές υποθέσεις κατά του Τραμπ, αποφάσισε ότι οι πρόεδροι έχουν ασυλία από διώξεις που αφορούν τις επίσημες πράξεις τους και ότι δεν μπορούν να παρουσιάζονται στους ενόρκους στοιχεία για επίσημες πράξεις σε δίκες για προσωπική συμπεριφορά. Ήταν η πρώτη φορά που το δικαστήριο αναγνώρισε οποιονδήποτε βαθμό προεδρικής ασυλίας από τη δίωξη.
Οι δικηγόροι του Τραμπ δήλωσαν ότι οι ένορκοι της Νέας Υόρκης που τον καταδίκασαν έδειξαν στους εισαγγελείς στοιχεία για τις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πρόεδρος και άκουσαν μαρτυρίες από πρώην βοηθούς του για συνομιλίες που έγιναν στον Λευκό Οίκο κατά τη διάρκεια της θητείας του 2017-2021.
Οι εισαγγελείς του γραφείου του Μπραγκ αντέτειναν ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, η οποία, όπως είπαν, αφορούσε “εντελώς ανεπίσημη συμπεριφορά”. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του δεν διαπίστωσε καμία ασυλία για τις ανεπίσημες πράξεις ενός προέδρου.
Η ανακοίνωση της ποινής του (καταδίκη) του Τραμπ ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 26 Νοεμβρίου, αλλά ο δικαστής Μέρτσαν την ανέβαλε επ’ αόριστον μετά τη νίκη του στις εκλογές.
Οι δικηγόροι του Τραμπ νωρίτερα αυτόν τον μήνα κατέθεσαν ξεχωριστή πρόταση με την οποία προέτρεπαν τον Μέρτσαν να απορρίψει τις κατηγορίες, διότι το να τις έχει ο Τραμπ ενώ υπηρετεί ως πρόεδρος θα εμπόδιζε την ικανότητά του να κυβερνήσει.
Το γραφείο του εισαγγελέα 0 Μπραγκ δήλωσε ότι υπήρχαν μέτρα εκτός από το “ακραίο μέσο” της αναίρεσης της ετυμηγορίας των ενόρκων που θα μπορούσαν να καθησυχάσουν τις ανησυχίες του Τραμπ.
Δεν είναι σαφές πότε θα αποφανθεί ο Μέρτσαν.