Γαλλία και Γερμανία, οι δύο χώρες που αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της ευρωζώνης, βρίσκονται αντιμέτωπες με πολιτική και οικονομική αναταραχή, γεγονός που έχει δημιουργήσει ανησυχίες για την επίδραση που θα έχουν οι κρίσεις αυτές στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Τα πολιτικά κενά σε Γαλλία και Γερμανία, τις δύο ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ, δημιουργούν επιπλέον προβλήματα στην ήδη προβληματική ευρωπαϊκή οικονομία.
Η αβεβαιότητα στις δύο πιο ισχυρές χώρες της ΕΕ ενδέχεται να παραλύσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ένωση, καθώς η Γαλλία δεν θα έχει νέες εκλογές μέχρι τον Ιούλιο ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας, άγνωστο παραμένει το πότε θα προκύψει κυβέρνηση μετά τις εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, ενώ όπως όλα δείχνουν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) θα είναι αυτοί που θα λάβουν πρώτοι την εντολή, καθώς οι δημοσκοπήσεις τους δείχνουν πρώτους με διαφορά, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν μόνοι τους πλειοψηφία.
Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν διόρισε την Παρασκευή νέο πρωθυπουργό, τον πιστό κεντρώο σύμμαχο του, Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος αναλαμβάνει την τέταρτη κυβέρνηση της Γαλλίας μέσα σε ένα χρόνο και θα επιχειρήσει να σχηματίσει μια σταθερή κυβέρνηση μετά την κατάρρευση της πιο σύντομης κυβέρνησης της χώρας από το 1958.
Στη Γερμανία, ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός που βρισκόταν στην εξουσία τα τελευταία τρία χρόνια κατέρρευσε λόγω σειράς διαφωνιών στο εσωτερικό του, με προεξέχον ζήτημα αυτό της Οικονομίας.
Η ευρωπαϊκή οικονομία ήδη υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ η αβεβαιότητα στις δύο χώρες της ΕΕ έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απειλεί με επιβολή δασμών μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο.
Η κατάσταση σε Γαλλία και Γερμανία είναι δύσκολη αλλά η εξήγηση της κατάρρευσης δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Το πώς θα καταφέρουν όμως οι δύο χώρες να ανακάμψουν από αυτές τις συνεχιζόμενες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα.
Το θέμα με την γερμανική κυβέρνηση που κατέρρευσε τον περασμένο μήνα, δεν είναι η ίδια η κατάρρευση, όπως σημειώνει ο Guardian, αλλά το πώς κατάφερε να επιβιώσει για τόσο πολύ καιρό. Η αποπομπή του Υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, από τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς στις 6 Νοεμβρίου, μετά από μια σφοδρή διαμάχη για τον προϋπολογισμό, πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Υπάρχουν βέβαια και οι “αισιόδοξοι” που υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να δώσει στη Γερμανία μια ευκαιρία για ανανέωση.
Εν όψει των εκλογών της 23 Φεβρουαρίου, μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι η κεντροδεξιά CDU/CSU είναι στο 31%, ακολουθούμενη από το ακροδεξιό AfD με 18%, το SPD του Σολτς με 17% και τους Πράσινους με 13%. Το FDP και η νέα αριστερή οικονομικά και ταυτόχρονα συντηρητική σε ζητήματα όπως η μετανάστευση Συμμαχία της Σάιρα Βάγκενκνεχτ βρίσκονται γύρω από το όριο του 5% για την είσοδο στο κοινοβούλιο.
Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι ο επόμενος ηγέτης της Γερμανίας θα είναι πιθανώς ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος αποτελεί μακροχρόνιο αντίπαλο της πιο μετριοπαθούς στο κόμμα, Άνγκελα Μέρκελ. Ο Μερτς χρησιμοποίησε τον χρόνο που πέρασε εκτός πολιτικής για να δημιουργήσει μια περιουσία στον επιχειρηματικό κόσμο, ιδίως στην γερμανική μονάδα της πολυεθνικής BlackRock. Σήμερα, δηλώνει αποφασισμένος να βγάλει τη Γερμανία από τη βαθιά οικονομική ύφεση, ενώ ταυτόχρονα κρατά σκληρότερη στάση απέναντι στην άμυνα, τη Ρωσία και τη μετανάστευση.
Όμως, επειδή η κεντροδεξιά συμμαχία CDU/CSU δεν έχει πιθανότητες να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, η επιλογή του εταίρου συνασπισμού του θα επηρεάσει και τις προτάσεις του για οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα μεγάλα κόμματα έχουν αποκλείσει τη συνεργασία με την ακροδεξιά.
Ο πολιτικός επιστήμονας Κάι Άρτζχαϊμερ, από το Πανεπιστήμιο του Μάιντς, δήλωσε ότι το τρέχον οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, στο οποίο η παροχή φθηνών ορυκτών καυσίμων και η παραγωγή αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης παίζουν κεντρικό ρόλο, φαίνεται ξεπερασμένο, αλλά οι πολιτικοί σπάνια το λένε ανοιχτά, σύμφωνα με τον Guardian. Εκφράζει σκεπτικισμό για το αν θα υπάρξει πραγματική ανανέωση στο άμεσο μέλλον.
Αν η νέα κυβέρνηση αποτύχει να επαναφέρει γρήγορα την κατάσταση στην οικονομία, το AfD, αναμένεται να είναι αυτό που θα επωφεληθεί περισσότερο.
Η Ουρσούλα Μύνχ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Πολιτικής Εκπαίδευσης στην Βαυαρία, δήλωσε ότι, καθώς το SPD είναι πιθανό να γίνει ο εταίρος του Μερτς, δημιουργώντας μια κυβέρνηση μέσης κατεύθυνσης, η απογοήτευση και η διάψευση των προσδοκιών θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα περίεργο μείγμα.
«Οι προσδοκίες των ψηφοφόρων, των επιχειρήσεων και των μέσων ενημέρωσης είναι πολύ υψηλές – πάρα πολύ υψηλές», είπε, δεδομένου ότι η Γερμανία απέφυγε για χρόνια τα πιεστικά διαρθρωτικά προβλήματα, ενώ έχει μείνει πίσω. «Αυτό θα υπερβεί οποιαδήποτε κυβέρνηση».
Ωστόσο, η Μύνχ ανέφερε ότι η αναδυόμενη συναίνεση ότι η Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίσει τα αδύνατα σημεία της με θάρρος θα μπορούσε να προσφέρει ισχυρή εντολή. «Αυτό θα με έκανε αρκετά σίγουρη ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να ξαναγίνουν πιο αισιόδοξοι και να αναπτύξουν περισσότερη εμπιστοσύνη στη δημοκρατία», πρόσθεσε.
Τα τρέχοντα πολιτικά προβλήματα στη Γαλλία – καθώς η χώρα βιώνει την χειρότερη περίοδο πολιτικής αστάθειας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – προέρχονται κυρίως από την απόφαση του Μακρόν να διαλύσει το κοινοβούλιο μετά την ήττα των δυνάμεών του (κέντρο) από το ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό (RN) της Μαρίν Λεπέν στις Ευρωεκλογές της άνοιξης.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), μια συμμαχία αριστερών κομμάτων από το κυρίαρχο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) έως το ριζοσπαστικό αριστερό Γαλλία Ανυπότακτη (LFI), υπό την ηγεσία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, κέρδισε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών.
Η συμμαχία του Μακρόν ηττήθηκε και ήρθε δεύτερη, ενώ το RN – αν και καταγράφηκε ως το μεγαλύτερο μεμονωμένο κόμμα – βρέθηκε τρίτο. Το κοινοβούλιο διαιρέθηκε σε τρία περίπου ίσα και αντιτιθέμενα μπλοκ, κανένα από τα οποία, το οποίο ήταν κρίσιμο, δεν είχε κάτι που να πλησιάζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μετά από εβδομάδες αβεβαιότητας και άρνησης του Μακρόν να διορίσει πρωθυπουργό από την Αριστερά, επέλεξε τον Μισέλ Μπαρνιέ, έναν συντηρητικό, βετεράνο πολιτικό και επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit, υποστηριζόμενο από μια εύθραυστη συμμαχία μειοψηφίας κεντροδεξιών και κεντρόων βουλευτών.
Αυτόν τον μήνα, ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός (RN), παρά τις διαπραγματεύσεις μέχρι τελευταία στιγμή με τον Μπαρνιέ, είπε πως τελικά θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής που κατέθεσε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) για να ανατρέψει την κυβέρνησή του, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού να περάσει τον προϋπολογισμό του 2025 χωρίς ψηφοφορία. Ο προϋπολογισμός περιλάμβανε περίπου 20 δισεκατομμύρια ευρώ αυξήσεις φόρων και 40 δισεκατομμύρια ευρώ περικοπές δημόσιων δαπανών.
Ο Μπαϊρού, η νέα επιλογή Μακρόν για να αντικαταστήσει τον Μπαρνιέ, βρίσκεται σε διαδικασία διερευνητικών επαφών με σκοπό να συγκροτήσει μια πιο σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία. Γι’ αυτό και οι προσπάθειες εστιάζουν στην κεντροαριστερά, τουλάχιστον για να εξασφαλίσει μια συμφωνία ότι δεν θα ρίξουν την κυβέρνηση ψηφίζοντας μια νέα πρόταση μομφής.
Η αριθμητική του κοινοβουλίου, όμως, παραμένει η ίδια. Ο Μακρόν «φαίνεται να προετοιμάζεται να χτίσει μια πιο σταθερή κυβερνητική συμφωνία με τους Συντηρητικούς, τους Σοσιαλιστές, τους Κομμουνιστές και τους Πράσινους», οι οποίοι «φαίνονται έτοιμοι να κάνουν συμβιβασμούς και να αποφύγουν μια άλλη κυβέρνηση στην τύχη του Εθνικού Συναγερμού», δήλωσε η Ρυμ Μομτάζ του think tank Carnegie Europe, σύμφωνα με τον Guardian.
«Αλλά αυτό είναι μόνο μια προσωρινή λύση. Δεν έχει ακόμη λύση για να αντιστρέψει την άνοδο στη δημοτικότητα που απολαμβάνει η Λεπέν από το 2017, και τις σημαντικές πιθανότητες εκλογής της στην προεδρία το 2027.»
Από την πλευρά της ΕΕ, ωστόσο, κάποιοι αναλυτές είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι. «Είναι πρόωρη η εκτίμηση ότι η Γαλλία και η Γερμανία είναι εκτός παιχνιδιού», δήλωσε ο Μουτζτάμπα Ράμαν από την συμβουλευτική εταιρεία Eurasia Group. «Στο δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, αναμένουμε να δούμε έναν επανενεργοποιημένο γαλλογερμανικό κινητήρα» προσθέτει.