Υπάρχει η τάση να βλέπουμε ρομαντικά τις τελευταίες μέρες της. Πολλοί πιστεύουν ότι η Μαρία Κάλλας ήθελε να επιστρέψει στη σκηνή για μια τελευταία συναυλία και πως η απώλεια της φωνής της είχε ως αποτέλεσμα το θάνατό της. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, οι θνητοί δεν πεθαίνουν επειδή δεν μπορούν να τραγουδήσουν.
Η θρυλική Ελληνίδα έπασχε από δερματομυοσίτιδα, ένα αυτοάνοσο νόσημα που διαγνώστηκε το 1975, το οποίο προκαλεί μυϊκή αδυναμία και επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Ως βιογράφος της, όταν ανατρέχω στις επιστολές της, συνειδητοποιώ ότι τα πρώτα συμπτώματα εμφανίστηκαν ήδη από το 1949 και ίσως ήταν αυτός ο λόγος που έχασε τον έλεγχο της φωνής της, αλλά ποτέ το χάρισμά της˙ ο καλλιτέχνης είναι αιώνιος ακόμα κι αν η γυναίκα παρέμεινε σε μια μόνιμη αντίθεση με τη δημόσια εικόνα της.
Ο γιατρός της την είχε χαρακτηρίσει «τρελή» επειδή του ανέφερε τα συμπτώματά της. Μέσα από τις επιστολές της μόνο, ανακάλυψα αναφορές σε πόνους που μοιάζουν με αυτούς της γρίπης, ρίγη, κόπωση και αϋπνία, ευαισθησία στα φώτα και τις εναλλαγές της θερμοκρασίας, ίλιγγο, έκζεμα, χαμηλή αρτηριακή πίεση, λιποοίδημα και το γλαύκωμα που της προκάλεσε απώλεια της όρασής της. Για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια η Μαρία Κάλλας παρέμεινε αδιάγνωστη και μπερδεμένη ως προς το γιατί ένα βράδυ μπορούσε να τραγουδήσει μια πλήρη όπερα χωρίς προβλήματα και το επόμενο οι φωνητικοί της μύες δεν συνεργάζονταν.
Με τον Battista Meneghini, πρώτο της σύζυγο και μάνατζέρ της.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις μιας όπερας ή μιας συναυλίας, η προετοιμασία, οι πρόβες και τα ταξίδια, καταπόνησαν τον οργανισμό της. Συχνά αγνοούσε αυτό που της έλεγε το σώμα της και ανάγκαζε τον εαυτό της να παίξει, ενώ άλλες φορές το σώμα της επαναστατούσε και τότε αναγκαζόταν να ακυρώσει παραστάσεις.
Σκεφτείτε τι συνέβη στην Ρώμη το 1958, όταν έφυγε μετά την πρώτη πράξη της παράστασης «Norma» και προκάλεσε σκάνδαλο ή την ακύρωση της εμφάνισής της στο Σαν Φρανσίσκο το προηγούμενο έτος, το 1957, όταν υπέφερε από εξάντληση και νευρικό κλονισμό. Σημειωτέον πως είχε ακυρωθεί και μία παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών. Στο κοινό ισχυρίστηκε ότι έπασχε από γρίπη, ανίκανη να αποκαλύψει την ψυχική πίεση που υπέστη, καθώς οι ψυχικές ασθένειες ήταν ταμπού. Ως θεραπεία για αυτό στράφηκε σε έναν επικίνδυνο συνδυασμό αμφεταμινών και μεθαμφεταμινών, γνωστό και ως speed. Οι τελευταίες της όπερες παρουσιάστηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της «Norma», το 1965, κατέρρευσε και αναζωογονήθηκε με κοραμίνη, φαρμακευτική ουσία που παρέχεται στους ορειβάτες για να αυξήσουν την αντοχή τους σε μεγάλα υψόμετρα. Την ίδια χρονιά (1965) παρουσίασε την τελευταία της όπερα, την «Tosca», στη δίνη ενός νευρικού κλονισμού.
«Το μόνο όπλο μου είναι η φωνή μου. Αν δεν έχω το όπλο μου, είναι γελοίο να πολεμάω. Είναι απλά αυτοκτονία»
Ωστόσο, η Κάλλας έζησε προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κοινού, κάτι το τρομακτικό ούτως ή άλλως, ενώ ταυτόχρονα βίωνε διαρκώς το φόβο της απόρριψης από το κοινό. Γνώριζε πώς είναι το να νιώθει ανεπιθύμητη και χωρίς αγάπη. Οι γονείς της, ο Γιώργος και η Λίτσα Καλογεροπούλου (αργότερα Καλός) την απέρριψαν από την ημέρα της γέννησής της, στις 2 Δεκεμβρίου 1923. Ήθελαν αγόρι και αρνήθηκαν καν να την κοιτάξουν. Ούτε μπορούσαν να θυμηθούν την ακριβή ημέρα που γεννήθηκε, ούτε μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα όνομα, αποκαλώντας την τελικά Sophie Cecilia Maria Anna Kalos. Πάντα αναζητούσε την αγάπη και πίστευε ότι την είχε βρει στον σύζυγό της, Battista Meneghini, έναν Ιταλό βιομήχανο που ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της. Παντρεύτηκαν το 1949 και όταν του ζήτησε να αποκτήσουν παιδί, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι αυτό θα της κόστιζε ένα χρόνο από την καριέρα της. Ήταν ο μάνατζέρ της και σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, πριν από τον χωρισμό τους το 1959.
Η Κάλλας συνάντησε τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Έλληνα κροίσο, όταν βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της ύπαρξης της και εκείνος της έδωσε υποσχέσεις που δεν μπορούσε να κρατήσει. Όταν έμεινε έγκυος στο παιδί του Ωνάση, στις αρχές του 1960, ο Meneghini αρνήθηκε να της δώσει αμερικανικό διαζύγιο –η Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη– και κατέφυγε σε οικονομικό εκβιασμό. Καθώς ήταν παντρεμένη στην Ιταλία, σύμφωνα με το ιταλικό Δίκαιο, το διαζύγιο ήταν παράνομο και η μοιχεία επέσυρε ποινή φυλάκισης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Οικογενειακό Δίκαιο της Ιταλίας, κάθε παιδί που γεννιόταν εντός γάμου, ανεξάρτητα από την πατρότητά του, ανήκε στο σύζυγο της γυναίκας. Εκείνη δεν έλαβε καμία υποστήριξη από τον Ωνάση ο οποίος την διέταξε, μάλιστα, να κάνει έκτρωση – αργότερα απέβαλε, όπως θα έκανε και πάλι το 1963. Παρ’ ότι κυκλοφορούσαν ιστορίες για έναν μυστικό γιο που ονομάζεται Omero Lengrini, ο οποίος πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, είναι απολύτως αναληθείς.
Με τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Η νομαδική ζωή της με τον Ωνάση, ταξιδεύοντας με το γιοτ του, το Christina, και πετώντας όπου κι αν βρισκόταν, τελείωσε το 1968 όταν έμαθε για τη σχέση του με την Jacqueline Kennedy, την πρώην Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ο Ωνάσης μετάνιωσε για τον γάμο του με τον Κένεντι και με την πάροδο του χρόνου, αυτός και η Κάλλας θα αποκτούσαν αυτό που εκείνη αποκαλούσε «παθιασμένη φιλία». «Είναι ο καλύτερός μου φίλος, πάντα θα είναι», είπε για τη νέα δυναμική της σχέσης τους. Ήταν η ελληνικότητά τους και η κοινή επιθυμία τους να κατακτήσουν την κορυφή που, όπως ισχυριζόταν η ίδια, τους ένωνε.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η καρδιά της Κάλλας ράγισε όταν ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Kennedy και από εκεί και πέρα ζούσε μηχανικά και δεν ενδιαφερόταν για τίποτα. Αυτό δεν είναι αλήθεια αφού πρωταγωνίστησε στη «Μήδεια» του Pier Paolo Passolini και δίδαξε masterclasses στο Juilliard, όπου είχε σχέση με τον πρόεδρο του σχολείου, Peter Mennin, ο οποίος μάλιστα ήταν παντρεμένος. Στη συνέχεια ήρθε μια επανένωση με τον Giuseppe Di Stefano, τον συνάδελφό της από τη δεκαετία του 1950, ο οποίος τη βοήθησε να επιστρέψει στη σκηνή το 1973, όταν ξεκίνησαν μια περιοδεία συναυλιών διάρκειας ενός έτους. Όλο το δράμα συνέβη στα παρασκήνια της περιοδείας, με την Κάλλας και τον Di Stefano να ξεκινούν εξωσυζυγική σχέση, παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν παντρεμένος και η μεγαλύτερη κόρη του πέθαινε από καρκίνο. Ήταν και οι δύο βαθιά δυσαρεστημένοι από τις ζωές τους και έψαχναν μια διαφυγή, την οποία κανείς δεν βρήκε τελικά. Αντ’ αυτού, η υγεία της Κάλλας άρχισε να επιδεινώνεται και ενώ βρισκόταν σε περιοδεία στην Άπω Ανατολή, υπέφερε από εσωτερική αιμορραγία, ανέπτυξε ίλιγγο λαβυρίνθου και έχασε την όραση και τα αντανακλαστικά της. Εκείνη την εποχή ο Ωνάσης πέθαινε από επιπλοκές της μυασθένειας gravis. Η σχέση της με τον Di Stefano έληξε άσχημα, αν κι εκείνος πάντα τη φρόντιζε.
«Είμαι άχρηστη, εντελώς άχρηστη. Είναι λυπηρό να το λέω, αλλά έτσι είναι», είπε στην τελευταία της συνέντευξη
Παρ’ όλο που η Κάλλας λάμβανε θεραπείες στεροειδών για την δερματομυοσίτιδα, σταμάτησε να παίρνει το φάρμακο επειδή την έκανε να πάρει βάρος. Είχε φοβία ότι θα παχύνει, καθώς ήταν υπέρβαρη στο παρελθόν και είχε εγχυθεί ιώδιο στον θυρεοειδή της προκειμένου να χάσει το μισό σωματικό της βάρος, το 1953. Έτσι, τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της κατέφυγε σε θεραπείες δικής της έμπνευσης για να ανακουφίσει τα συμπτώματά της και να περάσει τις μεγάλες μέρες και τις μοναχικές νύχτες της.
Μόνη της πλέον, η Κάλλας στράφηκε στη Βάσω Δεβετζή, την Ελληνίδα πιανίστρια, η οποία φρόντιζε κάθε της ανάγκη. Αλλά τι χρειαζόταν; Ήταν πια εθισμένη στο Mandrax, ένα επικίνδυνο ναρκωτικό που της σύστησε ο Ωνάσης και το οποίο ήταν διαθέσιμο μόνο με ιατρική συνταγή στη Γαλλία.
Έτσι, η Δεβετζή και στη συνέχεια η αποξενωμένη αδερφή της Κάλλας, Τζάκι, με αντάλλαγμα την καταβολή 200 δολαρίων, παρήγγειλαν το Mandrax από έναν φαρμακοποιό στην Αθήνα και της την έστελναν στο Παρίσι. Εξαιρετικά εθιστικό το φάρμακο, που αποτελείται από μεθακουαλόνη και αντιισταμινική διφαινυδραμίνη, ήταν ένα ισχυρό ηρεμιστικό, παρέχοντας έτσι στο χρήστη του, την Μαρία Κάλλας στην προκειμένη περίπτωση, τη βύθιση σε ύπνο. Ένα χάπι την ημέρα για δύο μήνες μεταβάλλει τη χημεία του σώματος και προκαλεί σωματική και ψυχολογική εξάρτηση ενώ η ξαφνική διακοπή του μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους, σπασμούς, νεφρική ανεπάρκεια, αιμορραγίες στο στομάχι και αιφνίδιο θάνατο.
Η Μαρία Κάλλας το 1970.
Ο τελευταίος χρόνος της ζωής της Κάλλας ήταν μια βασανιστική ρουτίνα μοναξιάς, ενδοσκόπησης και θλίψης.
Ο ρόλος που έπαιζε η Δεβετζή ήταν δυσνόητος και το υπηρετικό προσωπικό της Κάλλας παρακολουθούσε την καθημερινή ιεροτελεστία, αλλά κανείς δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Κάθε μέρα η Δεβετζή εξασκούνταν στο πιάνο της Κάλλας και την καλούσε να τραγουδήσει, αλλά για κακόβουλους λόγους καθώς ήξερε ότι η Κάλλας ταπεινωνόταν όταν δεν μπορούσε να φτάσει τις υψηλές νότες και έτσι οι συνεδρίες τους τελείωναν με δάκρυα. Μια άλλη από τις τακτικές της Δεβετζή ήταν να κρατά την Κάλλας αποκομμένη από τον έξω κόσμο, γνωρίζοντας ωστόσο πώς να την κάνει να πιστεύει ότι είχε εκείνη τον έλεγχο της κατάστασης. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977, η Δεβετζή έπεισε την Κάλλας να τη χρήσει θεματοφύλακα της καλλιτεχνικής της κληρονομιάς και τέσσερις ημέρες αργότερα, κατέρρευσε και πέθανε στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν υπήρξε νεκροψία˙ ο εθισμός της στα ναρκωτικά δεν είχε γίνει γνωστός και επομένως κρίθηκε ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή, βολικά, χωρίς διαθήκη.
Η Μαρία Κάλλας ήταν η μεγαλύτερη τραγουδίστρια όπερας όλων των εποχών, η μουσική της ιδιοφυΐα, δε, δεν έχει ξεπεραστεί. Γνωστή ως «La Divina», ένας τίτλος για τον οποίο άρχισε να δυσανασχετεί όταν ο μύθος της La Callas δεν μπορούσε πλέον να τη στηρίξει. «Είμαι μόνο μια γυναίκα», είπε, προς το τέλος. Στην εκατονταετηρίδα της, η φωνή της καλλιτέχνιδας Κάλλας ηχεί πιο δυνατά από ποτέ, αλλά η φωνή της γυναίκας Μαρίας παραμένει σιωπηλή. Η ίδια είχε πει σιβυλλικά: «Όμως ο πραγματικός μου εαυτός δεν υπάρχει πια».
//Η Lyndsy Spence είναι συγγραφέας του βιβλίου CASTA DIVA – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ: Η ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ ΤΗΣ
* Πηγή: Grace