Μέσα στον λαβύρινθο του πιο διαβόητου συγκροτήματος βασανιστηρίων, ανάμεσα στα κελιά της φυλακής Saydnaya, γνωστή στους Σύρους ως “ανθρώπινο σφαγείο”, πολίτες αναζητούν τους αγαπημένους τους, οι οποίοι αγνοούνται.
Mέσα στα μπουντρούμια της Saydnaya, δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη, ή ανάμεσα σε σορούς σε νοσοκομεία, Σύροι ψάχνουν τους αγαπημένους τους. Η ελπίδα να τους βρουν ζωντανούς “σβήνει” όταν περνούν τις πύλες του “ανθρώπινου σφαγείου”.
Ξεφυλλίζουν λίστες κρατουμένων, σκάβουν το τσιμεντένιο πάτωμα και αναζητούν κρυμμένα κελιά ή τάφους με την ελπίδα οι συγγενείς τους να επιβίωσαν τις φρίκης που έχει ποτίσει τους τοίχους των φυλακών. Πολίτες, μέλη παραστρατιωτικών ομάδων, δικηγόροι και μια ομάδα διάσωσης από την Τουρκία έψαχναν ανάμεσα σε στοίβες ρούχων που είχαν μείνει στα κελιά της φυλακής Saydnaya, που διοικείται από τον στρατό, και κοιτούσαν τις κατακόκκινες θηλιές που κρέμονταν από έναν τσιμεντένιο τοίχο πίσω από το κτίριο. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ το 2017, στη φυλακή αυτή εκτελούνταν έως και 50 άτομα καθημερινά με απαγχονισμό.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εξαφανίστηκαν μέσα στο εκτεταμένο δίκτυο κρατητηρίων της χώρας από τότε που το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ κατέστειλε την εξέγερση του 2011. Οι αντάρτες άνοιξαν την φυλακή Saydnaya την Κυριακή, αφού εκδίωξαν τον Άσαντ, απελευθερώνοντας κρατουμένους και επιτρέποντας στο κοινό να αναζητήσει τους αγνοούμενους.
«Το 99% από αυτούς είναι νεκροί», δήλωσε ο Άμαρ Αλ-Μπάρα, ένας δικηγόρος ο οποίος είπε ότι οικογένειες του ζήτησαν να αναζητήσει τους συγγενείς τους. Όπως περιγράφει η Wall Street Journal, o Άμαρ έβγαλε ένα χαρτί από έναν φάκελο που κρατούσε στο χέρι του στο οποίο υπήρχαν αρχεία της φυλακής και διάβασε από έναν πίνακα με ονόματα: «Εκτελέστηκε, εκτελέστηκε, πέθανε από ασθένεια».
Ο Σάντεκ Αλ-Φαλάτζ, ένας 48χρονος κάτοικος της Δαμασκού, είπε ότι έψαχνε πληροφορίες για τον ανιψιό του, ο οποίος είχε συλληφθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας πριν από μία δεκαετία. «Έχουμε ελπίδες, αλλά νιώθω ότι ψάχνουμε βελόνα στ’ άχυρα. Δεν έχουμε βρει ούτε ίχνος», είπε καθώς στεκόταν ανάμεσα σε μια στοίβα χαρτιών στο γραφείο διοίκησης της φυλακής. Ο ανιψιός του, ο Τζάμπερ Αλ-Φαλάτζ, φοιτητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, εξαφανίστηκε μετά τη σύλληψή του σε φοιτητική εστία. Η οικογένειά του είπε ότι ο Τζάμπερ απέφευγε τις διαδηλώσεις εναντίον του Άσαντ το 2011 και δεν έκανε πολιτικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Δεν είχαν λάβει καμία πληροφορία για την τύχη του. «Αν είναι νεκρός, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό», είπε ο θείος του.
Τα κελιά, που φιλοξενούσαν μεγάλες ομάδες κρατουμένων, ήταν γεμάτα με παρατημένα ρούχα, ενώ λεπτά στρώματα ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Στον τοίχο ενός κελιού ήταν χαραγμένα τα λόγια «Κάποια μέρα».
Η πτώση του Άσαντ έδωσε τη δυνατότητα στους Σύρους να αναλογιστούν όσα πέρασαν υπό την αστυνομοκρατία που καλλιεργούσε η διακυβέρνηση της οικογένειας του πρώην ηγέτη. Με στρατιωτική υποστήριξη από τη Ρωσία και το Ιράν, ο Άσαντ παρέμεινε στην εξουσία για περισσότερο από μια δεκαετία μετά την εξέγερση του 2011 μέχρι το προηγούμενο Σαββατοκύριακο όταν διέφυγε στη Ρωσία καθώς οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και ο συνασπισμός των ανταρτών κατέλαβαν την πρωτεύουσα.
Μετά την εξέγερση του 2011, το καθεστώς κλιμάκωσε τη χρήση βασανιστηρίων και μαζικών συλλήψεων. Μέχρι το 2022, περίπου 100.000 Σύροι είχαν εξαφανιστεί. Εξαφανίστηκαν επίσης ξένοι υπήκοοι, συμπεριλαμβανομένου του Αμερικανού δημοσιογράφου Όστιν Τάις, ο οποίος χάθηκε το 2012 ενώ έκανε ρεπορτάζ κοντά στη Δαμασκό.
Μαζί με τη χρήση χημικών όπλων και τον βομβαρδισμό περιοχών υπό τον έλεγχο των ανταρτών, οι φυλακές του Άσαντ έγιναν παγκόσμιο σύμβολο της αγριότητας του καθεστώτος του και βασικός λόγος που πολλές χώρες τον απομόνωσαν. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ενώ 12 εκατομμύρια ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους.
Μια έκθεση του 2014 από διεθνείς εισαγγελείς για εγκλήματα πολέμου παρουσίασε αποδείξεις ότι η κυβέρνηση του Άσαντ είχε εκτελέσει περίπου 11.000 κρατουμένους. Ένας φωτογράφος του συριακού στρατού, υπεύθυνος για την τεκμηρίωση των νεκρών, έδωσε στη δημοσιότητα εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως αποδεικτικά στοιχεία σε δίκες για εγκλήματα πολέμου. Ο κωδικός του, «Cesar», δόθηκε ως όνομα σε έναν νόμο που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 2019 για την επιβολή κυρώσεων στο καθεστώς Άσαντ λόγω της κακοποίησης που ασκούσε στον ίδιο του τον λαό.
Τώρα, με τις ομάδες ανταρτών να ελέγχουν την πρωτεύουσα και να προσπαθούν να αποκαταστήσουν την τάξη, οι Σύροι αναζητούν πληροφορίες για τους αγνοούμενους. Στο Νοσοκομείο της Δαμασκού πολίτες σε κατάσταση σοκ έσπρωχναν τις πόρτες για να δουν δεκάδες σώματα που οι γιατροί είπαν ότι είχαν ανακτηθεί από φυλακές μετά την πτώση του Άσαντ. Η δυσωδία των αποσυντιθέμενων σωμάτων έκανε τον αέρα να χάνεται, περιγράφει η WSJ. Τα πτώματα βρίσκονταν πάνω σε φορεία, μέσα σε ανοξείδωτους θαλάμους και στο έδαφος της αυλής δίπλα στο νοσοκομείο.
Άντρες και γυναίκες μπήκαν στις αίθουσες, τραβώντας λευκά σεντόνια για να αποκαλύψουν τις σορούς των ανθρώπων. Ορισμένοι είχαν πεθάνει μόλις πριν από λίγες μέρες, σύμφωνα με τους ιατροδικαστές του νοσοκομείου.
Οι νοσηλευτές, φορώντας λευκές στολές και μάσκες, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν το πλήθος των πολιτών, κάποιοι από τους οποίους κρατούσαν φωτογραφίες συγγενών τους που είχαν εξαφανιστεί πριν από χρόνια. «Μόνο ένα δευτερόλεπτο!» φώναξε ένας νοσηλευτής, κάνοντας νεύμα στους ανθρώπους να βγουν έξω από μια αίθουσα γεμάτη με σορούς πάνω σε τραπέζια.
«Αυτός είναι ο γιος μου! Αυτός είναι ο γιος μου!» φώναξε μια γυναίκα, προκαλώντας αναταραχή στο πλήθος. Η Αμίρα Χόμσι, κάτοικος της Δαμασκού, αναγνώρισε τον γιο της από ένα τατουάζ με αστέρια στο στήθος του. Ο γιος της, ο 20χρονος Μοχάμεντ Φαϊζ Αμπού Σάκρα, ήταν με φίλους σε ένα σπίτι γείτονα αργά τη νύχτα όταν οι δυνάμεις ασφαλείας τον απήγαγαν στις 26 Οκτωβρίου, είπε η 50χρονη μητέρα του.
Τώρα η μητέρα του αντικρίζει έναν άντρα με πυκνά μαύρα γένια, πάνω σε μια μαύρη πλαστική σακούλα. Ξεραμένο αίμα και εκδορές “στοιχειώνουν” το στήθος του, ενώ ένας μεγάλος επίδεσμος καλύπτει την κοιλιά του. «Μακάρι να είχαν τυφλωθεί τα μάτια μου για να μην αντικρίσω αυτήν την εικόνα», είπε η Χόμσι. «Μακάρι να μην μου είχαν πει να έρθω να τον αναγνωρίσω. Θα είχε μείνει στη μνήμη μου όπως τον θυμόμουν».