Ειδικευμένος στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ και με την παράλληλη ιδιότητά του ως αρχαιολόγου, ο μεθοδικός και προσηλωμένος στο πεδίο Σίλας Μιχάλακας έχει διατρέξει μια μακρά πορεία στην επιτόπια έρευνα – όπως πρόσφατα ως μοντέρ για τη μεγάλη εθνογραφική έρευνα του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Καλαντζή στα Σφακιά – σε τόπους, έθιμα, κοινότητες, ήθη της χώρας.
Μια πρωτοπόρα τάση στην Επιστήμη και στην Τέχνη που μας βοηθά να νοηματοδοτήσουμε πολλά εξελισσόμενα ή και σε εξαφάνιση δρώμενα ή συνήθειες και να ερμηνεύσουμε εκ νέου όψεις της ζωής. Ο Μιχάλακας μας μυεί.
Μυήστε μας στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ και στην οπτική ανθρωπολογία με τα οποία έχετε καταπιαστεί επί μακρόν.
Επιχειρώντας έναν αδρό ορισμό της οπτικής ανθρωπολογίας θα λέγαμε ότι είναι ο κλάδος της κοινωνικής ανθρωπολογίας που επικεντρώνεται στην εικόνα είτε ως προϊόν πολιτισμικής παραγωγής (π.χ. η φωτογραφία, το φιλμ, οι πίνακες τέχνης) είτε ως μέσο καταγραφής του τρόπου ζωής και έκφρασης ατόμων, ομάδων ή κοινοτήτων. Ο εθνογραφικός κινηματογράφος είναι το κινηματογραφικό είδος που στηρίζεται στην εθνογραφική μέθοδο.
Εχοντας σπουδάσει αρχαιολογία, καθώς και ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών, η αρχική μου πρόθεση ήταν να συνδυάσω τα δύο γνωστικά πεδία με μία, ας πούμε, οπτικοακουστική εθνογραφική καταγραφή των διαφορετικών σταδίων και εκφάνσεων της επιστήμης της αρχαιολογίας. Η φαντασίωση να ασχοληθώ με το ντοκιμαντέρ υπήρχε κατά κάποιον τρόπο ήδη μέσα μου αλλά δεν θα το τολμούσα μέσω σπουδών κινηματογράφου και σκηνοθεσίας. Οταν ανακάλυψα ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα οπτικής ανθρωπολογίας επιτυγχάνουν τον συνδυασμό επιστημονικής έρευνας και φιλμικής δημιουργίας, έφυγα για την Αγγλία το 2007, στο Goldsmiths στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κι εκεί άρχισαν όλα.
Πάμε σε μια από τις πρώτες σας εργασίες, που ήταν πάνω στη Σπιναλόγκα…
Το 23λεπτο ντοκιμαντέρ «Return to Spina-longa» ήταν η διπλωματική μου εργασία στο Goldsmiths. Η ιδέα προέκυψε όταν είδα το «Last words», ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ του Werner Herzog γυρισμένο το 1968, με θέμα τον τελευταίο κάτοικο του νησιού, ένα εντελώς φανταστικό πρόσωπο. Την ίδια περίοδο, το 2007, «Το νησί» της Victoria Hislop είχε γίνει παγκόσμιο best seller. Ηρθα τότε σε επαφή με τον αείμνηστο Ελουντιανό Μανόλη Φουντουλάκη, που είχε νοσήσει από τη νόσο του Χάνσεν, με αρχική επιδίωξη να καταγράψω το σχόλιό του γύρω από τις αναπαραστάσεις της Σπιναλόγκας ως λεπροκομείου, αλλά και της ίδιας της νόσου στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Εντούτοις, κατέληξα να δημιουργώ ένα πορτρέτο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου και της σχέσης του με το νησί.
Παράλληλα έχετε ενεργή συμμετοχή στο εθνογραφικό φεστιβάλ. Τι τάσεις καταγράφει;
Το Ethnofest-Φεστιβάλ Ανθρωπολογικού Κινηματογράφου Αθήνας γιόρτασε φέτος 15 χρόνια και είχα τη χαρά να δουλέψω σε αυτό από το 2017 μέχρι πρόσφατα. Οι ιδρυτές του, επίσης απόφοιτοι του ίδιου μεταπτυχιακού προγράμματος, είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα φεστιβάλ για το αθηναϊκό κοινό όπου θα προβάλλονταν φοιτητικές ταινίες από αντίστοιχα προγράμματα οπτικής ανθρωπολογίας, καθώς και κλασικές αλλά και σύγχρονες εθνογραφικές ταινίες. Ο συγκεκριμένος κλάδος εμφανίζει μία ολοένα αυξανόμενη και δυναμική παραγωγή, η οποία βρίσκεται σε διάλογο τόσο με τις σύγχρονες τάσεις στις κοινωνικές επιστήμες όσο και την τέχνη.
Εχετε κάνει σενάριο – μοντάζ – σκηνοθεσία – παραγωγή για πολλά θέματα, απ’ το τυρί της Λήμνου μέχρι τα λουκούμια της Σύρου και από τη βυζαντινή ψαλτική μέχρι τους αφρικανούς μετανάστες. Ποια η βασική σας μεθοδολογία;
Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ που έχω κάνει είναι σε συνεργασία με οργανισμούς και θεσμικούς φορείς που μου αναθέτουν την παραγωγή έργων με συγκεκριμένες προδιαγραφές στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων ή άλλων υλοποιούμενων δράσεων. Για παράδειγμα, κάποια από αυτά είναι 10λεπτα βίντεο που παράγει το υπουργείο Πολιτισμού, ως συνοδευτικό υλικό για στοιχεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας που πρόκειται να ενταχθούν στον παγκόσμιο αντιπροσωπευτικό κατάλογο της UNESCO. Είναι ένα κινηματογραφικό είδος που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην εθνογραφική καταγραφή και την κινηματογραφική γλώσσα στοχεύοντας μάλιστα σε ετερόκλητες ομάδες θεατών. Συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να αξιοποιηθεί πλήθος υλικών και στοιχείων που προκύπτει από την έρευνα, να γίνουν τα γυρίσματα και να ολοκληρωθεί το μοντάζ αποφεύγοντας την «εξωτικοποίηση» και την «αισθητικοποίηση» του θέματος, ενώ τηρείται η απαιτούμενη δεοντολογία. Με τους επί σειρά ετών συνεργάτες μου Λουκά Κουμπούρη και Ανδρέα Αναστασιάδη, κοινωνικούς επιστήμονες και κινηματογραφιστές της νεότερης γενιάς, έχουμε αναπτύξει στην εταιρεία μας, FIELDOC, κοινούς κώδικες που επιτρέπουν να ανταποκρινόμαστε σε όλες τις παραπάνω προκλήσεις.
Εχετε διατρέξει την Ελλάδα από την ορεινότητα της Αρκαδίας μέχρι τοπικούς χορούς. Πώς ορίζετε εσείς την έννοια της αυθεντικότητας και της τοπικότητας;
Η αυθεντικότητα σε αυτό που ονομάζουμε παράδοση είναι μία έννοια που φαίνεται να την έχουμε ανάγκη, για συμβολικούς, πολιτικούς αλλά και οικονομικούς λόγους. Στις συνθήκες που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, όπου το «πραγματικό» συνδέεται ολοένα και περισσότερο με το «ψηφιακό», το «αυθεντικό» δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια. Ποια μπορούμε να θεωρήσουμε σήμερα «κλειστή κοινωνία»; Ποιες κοινότητες λειτουργούν αδιατάρακτες από εξωγενείς παράγοντες; Σήμερα δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα όρους όπως ο «ντόπιος» ή ο «επισκέπτης», καθώς με κάποιον τρόπο, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο θέμα «παράδοση», ως φορείς ή καταναλωτές της, έχουν καταστεί και πολιτιστικοί διαχειριστές της. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, παράγεται συνεχώς περιεχόμενο σχετικό με την παράδοση τόσο στον φυσικό όσο και στον διαδικτυακό χώρο: σκεφτείτε για παράδειγμα το live streaming των «φασαίων» από το «απόλυτα αυθεντικό» πανηγύρι το καλοκαίρι. Πλέον, έχουν μετασχηματιστεί η ίδια η εμπειρία και οι ταυτότητές μας και αυτή είναι η νέα συνθήκη ή, αν θέλετε, η
μετα-κατάσταση.
Το ίδιο ισχύει και με τους τόπους. Οι τοπικές κοινωνίες επιδιώκουν την άρση των ορίων τους, επιδιώκουν ορατότητα και κατ’ επέκταση επισκεψιμότητα. Αν ο μετασχηματισμός της προνεωτερικής ελληνικής υπαίθρου σε πολλαπλούς τουριστικούς προορισμούς ήταν μία αργή μετάβαση που διήρκεσε δεκαετίες, σήμερα όλοι σχεδόν οι τόποι έχουν καταστεί «προορισμοί». Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι οι ίδιες οι κοινότητες, ό,τι κι αν σημαίνει πλέον αυτή η έννοια, θα πρέπει να αποφασίσουν για τους όρους που επιθυμούν ή όχι να είναι «ανοιχτές» και πόση αντοχή έχουν οι τόποι τους.