Η εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» είναι ασφαλώς το πιο «ιντριγκαδόρικο» κομμάτι του συγκλονιστικού βιβλίου του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη «Στον ίδιο δρόμο».

Συνέντευξη Τύπου για την εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη», το 2002 -Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με τον αρχηγό της ΕΛΑΣ Φώτη Νασιάκο (δεξιά) και τον διοικητή της ΔΑΕΕΒ, Στέλιο Σύρρο

Ο θάνατος του Αξαρλιάν -η «παράπλευρη απώλεια», όπως κυνικά αρκέστηκε να πει ο Κουφοντίνας στη δίκη της «17Ν»- και η δολοφονία του Βρετανού ταξίαρχου Σόντερς άλλαξαν άρδην την εικόνα της ακόμη και στους πιο εύπιστους. Όταν δε αποκαλύφθηκαν και τα πρόσωπα που απάρτιζαν την δολοφονική οργάνωση, ο μύθος κατέρρευσε οριστικά.

Στη μετατόπιση της κοινής γνώμης συνέβαλε και η τακτική του ίδιου του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο οποίος με δημόσιες δηλώσεις του σφυροκοπούσε τους τρομοκράτες δολοφόνους.

Η μετατόπιση αυτή «ώθησε ανθρώπους που στο παρελθόν είχαν ταχθεί ενεργά στο πλευρό των τρομοκρατών να αμφισβητήσουν τις προηγούμενες ιδέες τους και να νιώσουν ότι το όλο εγχείρημα, βασισμένο στις δολοφονίες, οδηγούσε σε αδιέξοδο», όπως περιγράφει.

«Το καλοκαίρι του 2001 είχαμε τις πρώτες αντιδράσεις μετανοημένων τρομοκρατών, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή μαζί μας» περιγράφει ο ίδιος. Η αλλαγή αυτή συνέπεσε και με μια συμπτωματική αποτυχία της ΕΛ.ΑΣ.: Το φιάσκο με την αποτυχημένη επιχείρηση σύλληψης του διαβόητου δολοφόνου και ληστή Κώστα Πάσσαρη οδήγησε τον τότε αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Γιάννη Γεωργακόπουλο, να παραιτηθεί και τον Αύγουστο να τον διαδεχθεί ο Φώτης Νασιάκος, με τεράστια εμπειρία σε θέματα τρομοκρατίας.

Οι λεπτομέρειες είναι συναρπαστικές, αλλά, φυσικά, ο Χρυσοχοΐδης δεν τα λέει όλα -άλλωστε το ομολογεί:

«Σε αυτή την αφήγηση, που είναι προσωπική, δεν έχω σκοπό να παρουσιάσω με ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές το πώς εξαρθρώθηκε η οργάνωση. Αυτά άλλωστε υπάρχουν καταγραμμένα σε βιβλία και δημοσιογραφικές αναλύσεις. Δεν μπορώ όμως να μην εξηγήσω το πώς φτάσαμε στο απόλυτο ζητούμενο, τον εντοπισμό και τη σύλληψη του περίφημου και άφαντου ακόμη αρχηγού, του ”Λάμπρου”, για τον οποίο μιλούσε ο Σάββας στις ανακρίσεις του, αναφέροντάς τον και ως ”Ψηλό”, πράγμα που έδενε απόλυτα με τις δικές μας πληροφορίες, έναν χρόνο πριν, από τον πληροφοριοδότη Χι».

Ποιος ήταν όμως αυτός ο μυστηριώδης «πληροφοριοδότης Χι» που -κατά τον Χρυσοχοΐδη- άλλαξε «τον ρου αυτής της ιστορίας και οδήγησε στην εξάρθρωση της 17Ν»;

Εικάζει ότι ανήκε στον ΕΛΑ αλλά όχι στη 17Ν. Φυσικά, δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του, αλλά περιγράφει με γλαφυρότητα τις συναντήσεις τους, τις πολύτιμες πληροφορίες που τους έδωσε και οι οποίες οδήγησαν στο ξήλωμα της τρομοκρατικής οργάνωσης.

«Μεσοκαλόκαιρο του 2001, αμέσως μετά την τοποθέτηση Νασιάκου στην αρχηγία, ένας παλιός φίλος μού διεμήνυσε ότι κάποιος που δεν γνωρίζω θέλει να με δει και να μου δώσει στοιχεία για το θέμα της τρομοκρατίας. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος μου μίλησε αρχικά στο τηλέφωνο, μου συστήθηκε ως Χι, γι’ αυτό κι εγώ έτσι τον αποκαλούσα στη συνέχεια. Μου ζήτησε απόλυτη εχεμύθεια και την προστασία μου, αφού θα μου εξέθετε στοιχεία και γεγονότα για τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Μίλησα με τον Νασιάκο και τον Διώτη και αποφασίσαμε να αρχίσουν να κάνουν συναντήσεις με τον Χι, να δούμε κατά πόσο θα μας έλεγε αλήθειες ή αστειότητες σαν την Τσιντέρη (σ.σ. μια γυναίκα που υποστήριζε ότι είχε πληροφορίες για τη 17Ν και ζητούσε ανταμοιβή 14 εκατ. δραχμές, αλλά αποδείχθηκε αναξιόπιστη). Σύντομα αποδείχθηκε ότι ο Χι ήταν μια εξαιρετικά πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Εγώ υπέθεσα ότι είχε περάσει από τη μαζικότερη τότε επαναστατική οργάνωση Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας, όχι όμως από τη 17Ν . Ωστόσο φάνηκε πως γνώριζε καλά πρόσωπα και πράγματα, κυρίως για την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης» περιγράφει ο Χρυσοχοΐδης.

«Ο Χι μάς άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια για συγκεκριμένα πρόσωπα που είχαν συμμετοχή στη 17Ν» προσθέτει, και εξηγεί: «Μας μίλησε αρχικά για τον άνθρωπο ”με το κουλό χέρι”, όπως τον έλεγε -μιλούσε για τον Παύλο Σερίφη, όπως διαπιστώσαμε αργότερα-, που είχε συμμετάσχει στη δολοφονία του Γουέλς. Επίσης, ο Χι μάς μίλησε για τον πιο δραστήριο στρατολόγο της οργάνωσης, που ωστόσο δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι συμμετείχε σε χτυπήματα. Δεν γνώριζε πρόσωπα ούτε και ονόματα, η συνεισφορά του ωστόσο ήταν πολύτιμη για δύο λόγους. Μας αποκάλυψε τον τρόπο σκέψης, το πολιτικό και ψυχικό υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών, και μέσα από τις περιγραφές περιστατικών φωτογράφισε πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν ενδείξεις από την πλευρά της αστυνομίας. Έτσι μπόρεσε η υπηρεσία και ταυτοποίησε τον Βασίλη Τζωρτζάτο, τον ίδιο αυτόν άνθρωπο που είχε προσαχθεί το 1992 στην Ασφάλεια, όταν παρακολουθούσε τον Αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο Μακιντάιρ και αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων.

»Τέλος, ο Χι αναφέρθηκε στον ”Ψηλό”, όπως τον αποκαλούσε. Αυτός, μας είπε, ήταν ο αρχηγός της οργάνωσης. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα, αν και τον είχε συναντήσει στην αρχή της μεταπολίτευσης. Για τα ελληνικά δεδομένα, ο Γιωτόπουλος ήταν όντως ψηλός, και με όσα μας είπε ο Χι γι’ αυτόν βεβαιωθήκαμε ότι είχαμε βάλει στο στόχαστρο το σωστό άτομο».

Έτσι, από το φθινόπωρο του 2001, όλοι πλην Γιωτόπουλου τέθηκαν υπό στενή παρακολούθηση.

Η συνάντηση του «Χι» με τον Κάρλος το Τσακάλι και η γελοία κόντρα τους

«Ένα εντυπωσιακό και άγνωστο περιστατικό που διηγήθηκε ο Χι ήταν το εξής: κάπου στις αρχές του 1978 είχε συναντηθεί με τον Κάρλος, τον διαβόητο διεθνώς τρομοκράτη, γνωστό και ως ”Τσακάλι”.

Εκείνη την εποχή είχε γίνει κάποιου είδους συνάντηση εκπροσώπων αρκετών ευρωπαϊκών αυτοαποκαλούμενων ”επαναστατικών” οργανώσεων στο Βελιγράδι, επί Τίτο ακόμη. Η τρομοκρατία ήταν τότε αρκετά ενεργή και τα μέλη της, εφόσον βρίσκονταν σε έδαφος φιλικό, είχαν αποθρασυνθεί.

Ο Κάρλος ήθελε να μιλήσει πρώτος, αλλά ο Χι, που ένιωθε Έλληνας μάγκας, τόλμησε να φέρει αντίρρηση. ”Γιατί να μιλήσεις εσύ πρώτος;”, του είπε, και το Τσακάλι τον προκάλεσε με την αστεία εφηβική πρόκληση, που τη λένε οι ενήλικες μόνο μεταφορικά, αλλά αυτός κυριολεκτούσε: ”Θα τις βγάλουμε στο τραπέζι να τις μετρήσουμε, κι όποιος την έχει πιο μεγάλη, αυτός θα μιλήσει πρώτος!”. Και, καθώς φαίνεται, ο Κάρλος είχε εξαιρετικά φυσικά προσόντα, βγήκε κερδισμένος στην αναμέτρηση και μίλησε πράγματι πρώτος».

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αναγνωρίζει τη βοήθεια του μυστηριώδους πληροφοριοδότη.

«Ο Χι συνεισέφερε σημαντικά στην κατανόηση από πλευράς μου του φαινομένου της τρομοκρατίας. Και εν πάση περιπτώσει, έστω και από αυτό το μέλος της 17Ν που μας περιέγραψε και φωτογράφισε, τον Τζωρτζάτο δηλαδή, καταλάβαμε ότι επρόκειτο περί καθημερινών ανθρώπων που κάποια στιγμή πήραν τα όπλα, τα ”ντουντούνια”, όπως τα έλεγε. Εξέφραζε θαυμασμό για κάποια πρόσωπα, όπως ο Χρήστος Κασίμης, τον οποίο εξυμνούσε, και απέχθεια για άλλα πρόσωπα του χώρου, τα οποία κατηγορούσε για τυχοδιωκτισμό. Αποκαλούσε τα άγνωστα σ’ αυτόν μέλη της 17Ν τσογλάνια».

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει τις συναντήσεις του με τον μυστηριώδη πληροφοριοδότη.

«Τον Χι τον συνάντησα αρκετές φορές, με προσφωνούσε ”υπουργέ”, ήταν ευγενής και μετρημένος, κάπνιζε πολύ, κάπνιζα κι εγώ εκείνη την εποχή, και το δωμάτιο ντουμάνιαζε καθώς μιλούσαμε. Εγώ προσπαθούσα να ψηλαφίσω την ψυχή και τον νου του, ήθελα να καταλάβω πώς αισθάνονται αυτοί οι άνθρωποι, προσπαθούσα να ξύσω λίγο την επιφάνεια, να δω τι τον είχε οδηγήσει στην τρομοκρατία, να νιώσω τη δική του πλευρά. […]; Πώς σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι που αποφάσιζαν ότι ο τάδε ή ο δείνα δεν έχει δικαίωμα να ζει, αλλά αυτοί έχουν δικαίωμα να τον σκοτώσουν, να τον ”εκτελέσουν”, όπως το έλεγαν, για να αποδώσουν στον εαυτό τους μια λάμψη λαϊκών τάχα εκδικητών;

»Εξαρχής μου δήλωσε ότι δεν συμμετείχε ποτέ, άμεσα ή έμμεσα, σε καμία δολοφονία, επιχειρηματολογούσε ότι ”όλο αυτό το φαινόμενο της τρομοκρατίας ήταν αποτέλεσμα μιας εποχής”, της δεκαετίας του ’80. Μου είπε ότι ο ίδιος κάποια στιγμή, εκείνη τη δεκαετία, αποστασιοποιήθηκε, καθώς δεν πίστευε πλέον στον ένοπλο αγώνα. Μάλιστα, είχε προσπαθήσει να πείσει και κάποιους ως τότε συντρόφους του ότι έπρεπε πια να σταματήσει αυτή η παράνοια.

»Σε μια από τις συναντήσεις μας μου είπε: ”Έγινε ό,τι έγινε, αλλά ήταν μεγάλο λάθος. Τώρα πρέπει να τελειώνουμε, να ψάξεις να τους βρεις. Εμείς οι μετανοημένοι, που δεν συμμετείχαμε σε φόνους, σου έχουμε εμπιστοσύνη, γιατί είσαι δημοκρατικός άνθρωπος. Πρέπει να τα βρεις αυτά τα τσογλάνια και να τα βάλεις φυλακή, γιατί δεν έχει πια κανένα νόημα αυτού του είδους ο αγώνας”.

»Μου έκανε βέβαια εντύπωση που ακόμα χρησιμοποιούσε τη λέξη ”αγώνας”, σημάδι τού πόσο βαθιά είχαν ριζώσει μέσα του παλιότερα κάποιες ιδέες. Και συνόδευσε τα λόγια του και με κάποιες πολιτικές αναλύσεις, ότι η δημοκρατία λειτουργούσε πια διαφορετικά, ήταν διαφορετικές οι συνθήκες του καπιταλισμού από τη στιγμή που ισχυροποιήθηκε κοινωνικά η μεσαία τάξη των νοικοκυραίων. Σύμφωνα με αυτές τις νέες απόψεις του, ήταν σωστή η στρατηγική μου του εξευτελισμού των τρομοκρατών, η εκστρατεία μου δηλαδή προκειμένου να τους εκθέσω ηθικά στην κοινή γνώμη.

»Μου ξεκαθάρισε ότι δεν γνώριζε τι ακριβώς εικόνα είχε εσωτερικά η 17Ν το 2001, όταν μιλούσαμε. Ήταν όμως βέβαιος για το πρόσωπο του αρχηγού από τα χρόνια της σύστασης της οργάνωσης, αυτού του ”Ψηλού”, όπως τον αποκαλούσε, για τον οποίο μου είπε ότι τον γνώριζε μόνον εξ όψεως. Τελευταία φορά τον είχε δει κάπου το 1976, σε κάποιες μυστικές συνελεύσεις που γίνονταν μεταξύ οργανώσεων, ύστερα τον έχασε. Όπως τον περιέγραφε και σ’ εμένα και στους Σύρο και Διώτη, ήταν ο δραστήριος στρατολόγος, τον αποκαλούσε ”παλιάνθρωπο”, γιατί παρέσερνε νέα παιδιά δίνοντάς τους άλλοθι για βίαιες συμπεριφορές. Πάντως με εντυπωσίαζε που πίστευε πως μέχρι και τη δεκαετία του ’90, με την απήχηση που είχαν οι τρομοκρατικές οργανώσεις στην κοινωνία, θα μπορούσαν να πετύχουν ακόμα και μαζική λαϊκή δράση. Για παράδειγμα, αν το αποφάσιζαν, θα μπορούσαν ένα βράδυ να βάλουν φωτιά να κάψουν όλη την Αθήνα με μαζική συμμετοχή, κινητοποιώντας δηλαδή πολύ κόσμο».