Ο δημοφιλής ηθοποιός μιλά στον Δημήτρη Δανίκα για τη νέα θεατρική παράσταση όπου πρωταγωνιστεί, τη σεξουαλικότητα, την τηλεόραση, την προσωπική του διαδρομή, τον έρωτα και τα πολιτικά κόμματα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Σκηνή 3η: Ερωτευμένος πλειστάκις
-Ερωτεύτηκες ποτέ στο θέατρο;
«Ε ναι, βέβαια».
-Πολλές φορές;
«Αρκετές. Στο έργο, “Στο Διπλανό Δωμάτιο ή Το Έργο του Δονητή” έχει μια πολύ ωραία ατάκα. Ρωτάει αυτή τον ζωγράφο “έχετε ερωτευτεί πολλές φορές κύριε Ίρβινγκ;”. Της λέει “έχω ερωτευτεί αρκετές φορές για να είμαι ζωγράφος. Αν είχα ερωτευτεί λιγότερες, θα ήμουν συγγραφέας. Αν είχα ερωτευτεί περισσότερες, θα ήμουν ποιητής”».
-Ωραία ατάκα! Λοιπόν, ήσουν ερωτευμένος πολλές φορές με διάφορες κοπέλες – δεν χρειάζεται να μας πεις ονόματα. Έχεις παντρευτεί;
«Είχα παντρευτεί, έχω κάνει έναν γιο που είναι 20 χρονών».
-Χωρισμένος;
«Ναι».
-Μια φορά το ‘κανες;
«Ε, αυτά είναι για μία φορά. Αλλά ποτέ μη λες ποτέ».
-Πολιτικά ήσουν με Αριστερά, Δεξιά ή αδιάφορος;
«Πολιτικά ήμουν σε ένα σπίτι κεντροαριστερό θα έλεγε κανείς. Ας πούμε ΚΚΕ Εσωτερικού η μαμά, αγάπησε τον Μπερλινγκουέρ, καταλαβαίνεις τώρα έτσι;»
-Ναι, ναι, ευρωκομμουνισμός, compromesso storico και άλλα τέτοια ουτοπικά.
«Με πήγαινε στου Κύρκου τις ομιλίες, στο Ρήγα Φεραίο. Μεγάλωσα με τέτοιες προσλαμβάνουσες. Ο πατέρας μου ψήφισε ΠΑΣΟΚ το ‘81. Και μετά έπαθε μια άπωση με το ΠΑΣΟΚ, όπως πάρα πολλοί Έλληνες. Αλλά αυτές είναι οι εποχές που ήμασταν μια άλλη χώρα. Αυτό που ήταν η Ελλάδα το 1980, που άρχισα εγώ να σχηματίζω συνειδητές μνήμες, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι η χώρα τώρα. Είμαστε σε ένα άλλο σύμπαν».
Σκηνή 4η: Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός
-Σου αρέσουν οι αλλαγές;
«Μου αρέσει πολύ να αλλάζω δέρμα. Μ’ αρέσει να μένουν πράγματα ίδια – ο στενός πυρήνας των δικών μου ανθρώπων, της οικογένειας και των αγαπημένων φίλων – αλλά μ’ αρέσουν πολύ οι αλλαγές. Απλώς θα μ’ άρεσε πολύ να μπορώ, όπως έβαζα τον πατέρα μου, τη μάνα μου, να μου λένε ιστορίες – ο πατέρας μου γεννημένος το ‘27, η μάνα μου το ’34 – για μια εποχή που ήταν σε μένα πολύ άγνωστη, να εξηγήσω κι εγώ στο γιο μου, στ’ ανίψια μου, τι ήταν η Ελλάδα του ‘80. Αλλά είναι πολύ δύσκολο».
-Για πες μου λοιπόν για την πολιτική σου κατεύθυνση.
«Έχω ψηφίσει διάφορα πράγματα».
-Όπως στο Ποτάμι
«Ήμουν συμπαθών, δεν ήμουν ποτέ μέλος του, αλλά είχα πολύ καλή σχέση και με τον Σταύρο Θεοδωράκη και με πολλούς από τα μέλη. Είχα υποστηρίξει επισήμως το 2009 τη δράση του Μάνου με τον Μπουτάρη. Μια προσπάθεια ενός κεντρώου, φιλελεύθερου, εκσυγχρονιστικού σχήματος, που έλεγε πράγματα που τότε ακουγόντουσαν φοβερά αντιδραστικά. Όπως ας πούμε, κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου με τη μορφή που υπήρχε τότε».
-Σωστό.
«Φυσικά και ήταν σωστό. Εγώ το θεωρούσα ευνόητο, όπως και πάρα πολύς κόσμος. Αλλά θέλω να σου θυμίσω ότι το 2009 αυτό δεν μπορούσες να το πεις».
-Το άσυλο πρέπει υπάρχει για τις ιδέες όμως, όχι για να τα κάνουν όλα λίμπα. Αυτά δεν γίνονται πουθενά. Από το Λομονόσοφ το σοβιετικό, μέχρι το τελευταίο πανεπιστήμιο στην Αγγλία, για να μπεις μέσα πρέπει να έχεις κάρτα. Γιατί δεν πάνε να καταστρέψουν τα ιδιωτικά; Φθείρουν δημόσια περιουσία που την πληρώνεις εσύ και εγώ.
«Υπάρχει μια κακώς εννοούμενη επαναστατικότητα…».
-…Δεν είναι επαναστατικότητα, χαβαλές είναι.
«Είναι κάτι παρεπόμενα μιας αντίληψης που παρέμεινε μετά τη Χούντα και ίσως και επειδή, όπως λέει ο Πορτοκάλογλου, “υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός”. Επειδή δηλαδή ήρθαν οι εποχές αργότερα, χωρίς να υπάρχει ένας εχθρός. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι εμείς δεν ζήσαμε αυτά τα ωραία, ασπρόμαυρα χρόνια, που ο εχθρός ήταν ορατός, συγκεκριμένος, μπορούσες να του αντισταθείς. Μπορούσες να ερωτευτείς “την πλατεία που ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές” και να φέγγει η άλλη “στη μέση όλου του κόσμου”, έτσι; Αυτό στα μάτια ενός παιδιού που έζησε στα χρόνια της ανόδου και της ευζωίας, μοιάζει μυθικό, μοιάζει ωραίο. Και πρέπει να σου πω ότι με φίλους μου μεγαλύτερους, στην ηλικία σου ας πούμε, που το έχω συζητήσει, μου λένε “μπα, μην τα ωραιοποιείς εκείνα τα χρόνια”».
-Το ίδιο θα σου ‘λεγα κι εγώ γιατί πιστεύω ότι σήμερα είναι καλύτερα από τότε.
«Το βασικό πράγμα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος – αν υποθέσουμε ότι έχει καλύψει την υγεία του, το βιοπορισμό του και τη στέγη του – είναι να μπορεί να βρίσκει στη ζωή του κάποιο νόημα. Και το νόημα δεν μπορεί να είναι η ευδαιμονία. Το νόημα, κατά τη γνώμη μου, το βρίσκει κανείς έξω από τον εαυτό του. Γι’ αυτό πολύ συχνά το βρίσκουν οι γονείς στα παιδιά τους».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ «Εχω υποστηρίξει τον Μητσοτάκη στις εκλογές του 2019. Μάλιστα ήμουν στην τελευταία θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Αισθανόμουν τότε ότι ήταν η στροφή που έπρεπε να κάνει η χώρα»
Σκηνή 5η: Αντί με το τι θες να πεις, ασχολούνται με το πως θα το πούνε
-Το δικό σου νόημα;
«Το βρίσκω σε αυτό που κάνω. Βρίσκω ένα νόημα όταν προτείνω στον κόσμο να ακούσει μια ιστορία που εγώ θεωρώ ότι έχει ένα βάθος και εμένα με κάνει καλύτερο. Εγώ έχω πια δυνατότητα να μπορώ να διαλέγω αυτά που κάνω και να διαλέγω πού παίζω. Να διαλέγω ποια έργα σκηνοθετώ, να τα μεταφράζω εγώ – γιατί η μετάφραση είναι η πρώτη σκηνοθεσία».
-Τα έργα πώς τα επιλέγεις;
«Βάσει περιεχομένου. Ψάχνω. Το δυσκολότερο κομμάτι στην τέχνη που εξασκώ, της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής στο θέατρο, είναι το να επιλέξεις το επόμενο πράγμα που θα κάνεις. Ξεκινάω πάντα από το περιεχόμενο και όχι από τη φόρμα. Δηλαδή από μια ιστορία που θεωρώ ότι μπορεί να “κουδουνίσει” μέσα μου και να με ευαισθητοποιήσει ψυχικά ή πνευματικά».
-Το περιεχόμενο καθορίζει και τη φόρμα, ή κάνω λάθος;
«Δεν κάνεις λάθος, αναλόγως. Ζούμε σε μια εποχή που επειδή οι καλλιτέχνες παρακολουθούν ο ένας τον άλλον, πολύ συχνά, αντί να ασχολούνται με το τι θέλουν να πουν, ασχολούνται με το πώς, δηλαδή για τη φόρμα. Και όλη η συζήτηση που έχει να κάνει με το “τι” είναι μια πραγματεία για το “πώς”».
-Εγώ το λέω “δήθεν” αυτό.
«Είναι πάρα πολύ συνηθισμένο στην εποχή μας. Επίσης παράγει συχνά πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Μπορεί να φτιάξει υπέροχα πράγματα, τα οποία λειτουργούν σαν αυταξίες και δεν χρειάζεται ούτε να εξηγήσουν κάτι, ούτε περιεχόμενο να έχουν, ούτε να παριστάνουν ότι είναι κάτι άλλο και να είναι υπέροχα. Απλώς εγώ δεν είμαι έτσι».
-Νομίζω ο Λευτέρης Βογιατζής ξεκινούσε όπως εσύ, από το περιεχόμενο.
«Εγώ αγαπάω πάρα πολύ τα πράγματα που κάνω. Ακόμα και τις παραγγελιές. Όπως ας πούμε ένα έργο των Ρέππα και Παπαθανασίου ή “Η προξενήτρα” του Γουάιλντερ, που ήταν το πρώτο πράγμα που σκηνοθέτησα μετά τον “Πουπουλένιο”. Ένα έργο που αγάπησα πολύ και ήταν δική μου επιλογή. Για να μπορέσω να φτιάξω μια ωραία παράσταση, πρέπει σε μένα να μιλήσει το έργο πρώτα».
Σκηνή 6η: Ομορφες εικόνες όμορφα καίγονται
-Σάρα Κέιν θα έκανες;
«Ναι, φυσικά και θα έκανα. Η πρωταρχική μου ανάγκη είναι η επικοινωνία. Που σημαίνει ότι όταν φτιάξω κάτι, όχι μόνο πρέπει να σημαίνει κάτι για μένα, αλλά πρέπει να βρω έναν τρόπο να το μεταδώσω. Τι να το κάνω εγώ αν σου φτιάξω ένα κόλπο, ένα πράγμα το οποίο είναι πολύ ωραίο και κατά τη διάρκεια που το βλέπεις εσύ βυθίζεσαι σιγά σιγά και αποξενώνεσαι; Ή το θαυμάζεις και λες “πω, τον πούστη πως το έκανε όλο αυτό το φοβερό το πράγμα”, αλλά γυρνάς στο σπίτι σου και το ξεχνάς. Εγώ θέλω πάνω απ’ όλα να με καταλάβεις».
-Όμορφες εικόνες όμορφα καίγονται.
«Ναι, πολύ ωραία το λες. Ευτυχώς επειδή κάνουμε τέχνη είμαστε τυχεροί –δεν είμαστε γιατροί και έτσι μπορούμε να δοκιμάζουμε εσαεί, δεν θα πεθάνει κανένας στο χειρουργικό τραπέζι. Κανένας δεν πέθανε από μια κακή παράσταση. Γιατί δεν αντέχω και αυτούς που είναι λάβροι εναντίον μιας φόρμας, ενός είδους που δεν είναι του προσωπικού τους γούστου».
-Θα σε ενοχλούσε το γιουχάισμα;
«Δεν θα με ενοχλούσε μόνο εάν η παράσταση το επιζητούσε ως απαραίτητο συστατικό της. Πάντως το βρίσκω μια αντίδραση που θα μπορούσε να είναι υγιής σε κάποιες περιπτώσεις».
-Στην Επίδαυρο συμβαίνει πολλές φορές.
«Έλα μωρέ, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος θεματοφύλακας στην Επίδαυρο. Βέβαια, είναι μια υγιής αντίδραση του οργανισμού. Απλώς εγώ δεν αισθάνομαι ότι είμαι θεματοφύλακας οποιασδήποτε παράδοσης. Εννοώ σωματοφύλακας – θεματοφύλακας. Όταν έκανα μια παράσταση στην Επίδαυρο, τον “Οιδίποδα Τύραννο” το 2019, ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Κάναμε με τον Πάρη Μέξη, το σκηνογράφο της παράστασης, έξι μήνες προετοιμασία για να έχουμε τελικά μια άδεια σκηνή με τριάντα πήλινα μωρά. Και προσπάθησα να πάω όσο πιο κοντά μπορώ, να χρησιμοποιήσω τα πιο απλά υλικά για να πω αυτό το whodunnit story (ποιος το έκανε), το πρώτο στην ιστορία της μυθοπλασίας που είναι ο “Οιδίποδας Τύραννος”».
-Πολύ πριν από την Αγκάθα Κρίστι…
«Πολύ πριν από τον οποιονδήποτε. Και μάλιστα κυκλικό whodunnit, σαν το “Angel Heart”. Αυτός που ψάχνει, είναι ο ίδιος».
-Φοβερή ταινία, του Άλαν Πάρκερ. Πού τη θυμήθηκες ρε μπαγάσα;
«Τη θυμήθηκα γιατί οι χρυσοί κανόνες του σεναρίου, όπως ορίστηκαν πριν από κάποιες δεκαετίες, είναι μέσα από τον Αριστοτέλη».
-Όλοι, ναι. Όλες οι ιστορίες του Χόλιγουντ βασίζονται στην αρχαία τραγωδία και στον Σαίξπηρ.
Σκηνή 7η: Σινεμά κάνει και η Λάσι
-Υπάρχει δημοκρατία στο θίασο;
«Υπάρχει συνδημιουργία. Και δεν στο λέω ως καλόψυχος, αλλά ως ευφυής. Για έναν πολύ απλό λόγο: το θέατρο, όπως και το σινεμά, είναι ομαδικές τέχνες».
-Ναι, ομαδικές, αλλά σκηνοθέτης είναι ο άρχων.
«Εννοείται».
-Ο δικτάτορας.
«Δεν υπάρχει λόγος. Να σου πω γιατί; Γιατί σε συμφέρει να χρησιμοποιήσεις όλο το ταλέντο και την ευφυΐα των συντελεστών, όσο περισσότερο γίνεται. Όσο περισσότερο κομμάτι ευθύνης μπορείς να τους δώσεις, τόσο περισσότερο μπορείς να χρησιμοποιήσεις το δικό τους ταλέντο, τη δική τους ευφυΐα, τις δικές τους προσλαμβάνουσες. Στο θέατρο ισχύει το “the actor is king”, με την εξής πολύ απλή έννοια – και στο λέω και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός: Ο σκηνοθέτης αποχωρεί και ο ηθοποιός παραμένει στο θέατρο. Η σκηνοθεσία προηγείται της υποκριτικής, το τελικό αποτέλεσμα είναι το αποτέλεσμα του ηθοποιού. Βέβαια, στο σινεμά ή στην τηλεόραση, η σκηνοθεσία έπεται της υποκριτικής. Και γι’ αυτό στο σινεμά με το μιξάζ και το μοντάζ μπορείς να κάνεις έναν μέτριο ή έναν ερασιτέχνη ηθοποιό να παίζει υπέροχα. Εξ ού και έλεγε ένας άνθρωπος του θεάτρου: “Το σινεμά είναι εύκολο. Σινεμά κάνει και η Λάσι”. Νομίζω ο Λάκης Λαζόπουλος το έχει πει, είναι πάρα πολύ ωραίο».
-Για πες του να κάνει μια ταινία ο ίδιος. Αφού είναι εύκολο.
«Καλά, άσε τον Λάκη. Θέλω να σου πω ότι υπάρχει στο σινεμά η δυνατότητα να επέμβεις μετά την ερμηνεία. Το οποίο δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι απλό να παίξεις στο σινεμά – δεν είναι απλό».
-Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να κάνεις μια ταινία. Έχεις σκηνοθετήσει ταινία;
«Όχι, θα ήθελα πολύ. Επειδή έχω έναν σεβασμό στα πράγματα που κάνω – “η συνείδηση μάς κάνει όλους δειλούς”, λέει ο Άμλετ – αν έχεις συνείδηση του ποιοι έχουν προϋπάρξει, διστάζεις. Απλώς στο σινεμά θα μ’ άρεσε πολύ η ιδέα του να μπορείς να “κλειδώσεις” το έργο τέχνης και να πάρεις τα κλειδιά. Ενώ στο θέατρο δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Και πρόσεξε: μια ερμηνεία ενός μέτριου ερμηνευτή, στο σινεμά μπορείς να την “κλέψεις” ευκολότερα απ’ ό, τι στο θέατρο. Αυτό σημαίνει το “σινεμά κάνει και η Λάσι”. Και είναι αλήθεια».
– Ο ηθοποιός στο θέατρο είναι γυμνός, δείχνει από τι υλικά είναι. Στο σινεμά… άστο. Αλλά το σινεμά δεν είναι ο ηθοποιός, είναι χιλιάδες πράγματα. Οι ρυθμοί, οι φωτισμοί, το τάιμινγκ, οι συγχρονισμοί, είναι τρομερό πράγμα».
«Κάνω σινεμά τριάντα χρόνια τώρα».
Σκηνή 8η: Ένα έργο σαν αφράτο ζεστό ψωμάκι
-Για πες μου τώρα για τον «Νόμο του Μέρφι», εκεί παίζεις τον Θεριστή.
«Παίζω δύο ρόλους. Κάνω και τον Νεκροθάφτη, σε ένα μικρό καθρέφτισμα του Νεκροθάφτη στον “Άμλετ”. Κοίτα, εγώ αγαπώ πολύ και θαυμάζω τον Άγγελο Φραντζή (ο σκηνοθέτης του «Μέρφι»). Είμαστε φίλοι πολλές δεκαετίες, και έχω παίξει στη δεύτερη νομίζω ταινία του, “Το Όνειρο του Σκύλου” το 2004. Ο Άγγελος έχει έναν πολύ ιδιαίτερο κόσμο, ο οποίος πέραν του ότι είναι αισθητικά άρτιος, έχει βάθος και ζεστασιά, ψυχική».
-Κατ’ αρχήν η ιδέα του σεναρίου είναι καταπληκτική.
«Α, την είδες την ταινία, πώς σου φάνηκε;»
-Μ’ άρεσε – έχω ορισμένες επιφυλάξεις. Έπρεπε να βάλει το μιούζικαλ σε όλη την ταινία. Και ήθελε και κόψιμο η ταινία στο μοντάζ. Αυτά τα δύο προβλήματα έχει, αλλά κατά τα άλλα είναι εξαιρετική.
«Μπορείς να νιώσεις όμως ότι κάτι σε ζεσταίνει;»
-Ναι σε ζεσταίνει. Η ιδέα του μ’ αρέσει πολύ: μια γυναίκα που περνάει όλες τις φάσεις της ζωής.
«Εγώ όταν την είδα ένιωσα μια απόλαυση, η οποία υπερέβαινε την αισθητική. Δηλαδή, ένιωσα να με αγγίζει όπως θέλω να με αγγίζουν τα έργα τέχνης – σαν να τρώω ένα ζεστό, αφράτο ψωμάκι. Πρόσεξε όμως. Διστάζουν σήμερα τα έργα τέχνης – και αυτό ισχύει και για τα καλά έργα τέχνης, για τους καλούς δημιουργούς, και στο σινεμά και στο θέατρο. Σπανίζουν οι δημιουργοί που δεν αισθάνονται ότι το να είσαι cosy – δεν ξέρω ποια είναι η καλή μεταφορά της λέξης στα ελληνικά – το να έχεις την τρυφερότητα που έχει μια ταινία του Φρανκ Κάπρα ας πούμε».
-Πολύ πίσω πήγες.
«Σε πήγα πάρα πολύ πίσω, γιατί υπάρχει και μια αξία που δεν έχει να κάνει με τη φόρμα αλλά με την ζεστασιά του ανθρώπου. Σήμερα λοιπόν φτιάχνουμε δημιουργήματα που είναι για κατανάλωση σε φεστιβάλ ή αμιγώς εμπορικά πράγματα».
-Επομένως δεν θα σου αρέσει και ο Λάνθιμος, που είναι τελείως ψυχρός
«Όχι, πρέπει να σου πω ότι μου άρεσε πολύ το “Lobster” (αστακός) και μου άρεσε πάρα πολύ και το “Poor Things”, δεν θεωρώ ότι είναι ψυχρή ταινία. Για να ξαναγυρίσω στον Άγγελο, αισθάνομαι ότι έχει μια σημασία σήμερα στην εποχή μας, να μπορεί κανείς να είναι ανοιχτός και ζεστός, ενώ φτιάχνει ένα έργο τέχνης αριστοτεχνικά. Και ο σκοπός του δεν είναι να καταναλωθεί σε φεστιβάλ, αλλά στις αίθουσες, από τον κόσμο. Δηλαδή είναι το ίδιο πράγμα που προσπαθώ να κάνω εγώ στο θέατρο»
-Είναι ένα ρίσκο αυτό με μια ταινία τόσο δύσκολη.
«Εγώ χαίρομαι πάρα πολύ που το ανέλαβε η Tanweer και το έφερε εις πέρας. Γιατί αν πετύχει, θα μπορεί να ξαναγίνει. Αν δεν πετύχει θα είναι πιο δύσκολο να ξαναγίνει. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και εγώ στο θέατρο. Να φτιάξω έργα τέχνης τα οποία είναι συνεκτικά, έχουν μια αξία σαν τελικό αποτέλεσμα, και την ίδια στιγμή είναι διαυγή και απευθύνονται στο κοινό».
― ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ «Αισθάνομαι -χωρίς να είμαι ειδικός- ότι σε πολύ βασικές χώρες του Δυτικού κόσμου υπάρχει μια μάζα που προσπαθεί να κουνήσει τα θεμέλια. Ισως όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά προσπαθεί να κουνήσει το οικοδόμημα, να το πάει προς μια άλλη κατεύθυνση»
Σκηνή 9η: Στα καλά τηλεοπτικά προϊόντα, το τελικό αποτέλεσμα είναι 40% ανώτερο από τα χρήματα που κοστίζουν.
-Πίντερ έχεις ανεβάσει;
«Όχι. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα καινούργια έργα, που είναι γραμμένα τώρα, για το τώρα. Στο σινεμά ο κάθε σκηνοθέτης σχεδόν πάντα – εκτός αν κάνει ένα ριμέικ – μιλάει για το τώρα. Εμείς στο θέατρο είμαστε λίγο σαν τις μεγάλες ορχήστρες συμφωνικής μουσικής. Είναι σημαντικό να ξαναπαίζεις τα έργα του Μοντεβέρντι ας πούμε, και να τον ανακαλύπτεις και ξανά και ξανά. Κάθε μεγάλος μαέστρος θα δώσει μια άλλη πνοή. Αλλά συζητούσα με έναν φίλο μου κάποια στιγμή όταν είχε βγει ο Eminem – εγώ δεν άκουγα τέτοια μουσική, δεν την ήξερα. Και λέγαμε: τώρα, για τη σημερινή εποχή, ποιος είναι πιο σημαντικός; Ο Ρίχτερ, ας πούμε, ή ο Eminem;».
-Ο Eminem. Μας αρέσουν τα προσωρινά πράγματα, τα επίκαιρα.
«Και νομίζω ότι είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αγαπάνε και τις σειρές πια, τις σειρές μέσα στις πλατφόρμες».
-Τι γνώμη έχεις για τις σειρές; Σε ποια σειρά παίζεις τώρα;
«Στον Alpha που λέγεται “Ο Γιατρός” και πάει πολύ καλά, τώρα είναι ο δεύτερος κύκλος».
-Να σου πω την αλήθεια δεν μπορώ να δω ελληνική σειρά.
«Αυτή είναι καλοφτιαγμένη».
-Λένε ότι τις σειρές τις κάνουν στο πόδι, σε μια βδομάδα γυρίζουν τρία επεισόδια.
«Όχι βρε, όχι. Τα καλά τηλεοπτικά προϊόντα γίνονται με πολύ κόπο. Εμείς γυρίζουμε ένα επεισόδιο σε επτά πολύ κοπιαστικές μέρες».
–
Πάντως εγώ θεωρώ ότι οι ελληνικές σειρές είναι πρόχειρες, γι’ αυτό δεν είναι καλές.
«Κοίτα, δεν γίνονται στο πόδι. Γίνονται με πολύ λιγότερα κεφάλαια από αυτά τα οποία θα απαιτούσε ή θα είχε τη δυνατότητα να έχει μια σειρά από αυτές που αγαπάμε και θαυμάζουμε. Έχω να σου πω ότι τα ελληνικά συνεργεία έχουν τέτοιο know how, έχουν μάθει όλοι, από το σκηνοθέτη μέχρι το τελευταίο μέλος του συνεργείου – και οι ηθοποιοί – σε πολύ δύσκολες συνθήκες, είμαστε όλοι πολύ hardcore. Νομίζω ότι στα καλά ελληνικά τηλεοπτικά προϊόντα, το τελικό τους αποτέλεσμα είναι 40% ανώτερο από τα χρήματα που κοστίζουν, για να μην πω 50%».
–
Το λες για τη δική σου σειρά.
«Το λέω για όσες σειρές έχουν φτιαχτεί με κόπο και έχουν ξοδευτεί κάποια σοβαρά χρήματα».
-Και στο σινεμά;
«Δεν κάνω πολύ σινεμά. Δεν με παίρνουν συχνά. Παίζω στις ταινίες του Άγγελου».
Σκηνή 10η: “Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης, με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά”
-Και η σημερινή ελληνική πραγματικότητα;
«Θέλω να πας να δεις το “Humans”, γιατί όταν σκέφτομαι την πραγματικότητα στο δυτικό κόσμο, μου ‘ρχεται πολύ στο μυαλό το έργο αυτό. Το “Humans” μιλάει για τον μέσο δυτικό άνθρωπο, τη μεσαία τάξη. Είναι σαν να έγραφε θέατρο ο Τσέχωφ στον 21ο αιώνα».
-Τόσο καλό;
«Ναι. Πάρα πολύ απλή υπόθεση: μια οικογένεια με τα συνηθισμένα της προβλήματα. Πάρα πολύ απλό και πάρα πολύ δύσκολο σαν κατασκευή γιατί μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλον σε δύο ορόφους και τους βλέπεις όλους να παίζουν ταυτόχρονα. Γιατί όμως σου λέω για το “Humans»; Εγώ είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, εκ φύσεως. Αλλά η αισιοδοξία μου έχει αρχίσει να κάμπτεται τα τελευταία χρόνια».
-Εννοείς παρακμή του Δυτικού πολιτισμού
«Βλέπω – και το έργο μιλάει γι αυτό-μεγάλες μερίδες της μεσαίας τάξης να αισθάνονται ότι μένουν απ’ έξω. Λέει κάποια στιγμή ο μπαμπάς στον γαμπρό του “δεν νομίζεις πως θα έπρεπε να κοστίζει λιγότερο το να είσαι ζωντανός;” Εγώ σου λέω ότι βλέπω να πηγαίνει ο κόσμος σε μια κατεύθυνση όπου πολύ μεγάλες μάζες ανθρώπων εκτοπίζονται».
-Αυτός ο εκτοπισμένος κόσμος έβγαλε τον Τραμπ;
«Νομίζω πως ναι. Και νομίζω πως θα έπρεπε κανείς να τα ακούσει αυτά πάρα πολύ σοβαρά. Αισθάνομαι – χωρίς να είμαι ειδικός, από ό,τι διαβάζω και ό,τι παρατηρώ – ότι σε πολύ βασικές χώρες του δυτικού κόσμου – στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και την προηγούμενη φορά και τώρα ξανά, ακόμη και σε μας – υπάρχει μια μάζα που προσπαθεί να κουνήσει τα θεμέλια. Ισως όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά προσπαθεί να κουνήσει το οικοδόμημα να πάει προς μια άλλη κατεύθυνση».
-Που, προς τα δεξιά;
«Δεν μπορώ να σου πω προς τα δεξιά. Προς το να αισθανθούν καταρχάς ότι συμπεριλαμβάνονται. Και για να αισθανθούν ότι συμπεριλαμβάνονται, πρέπει να μπορέσουν να απαντηθούν βασικές τους αγωνίες και ελλείψεις. Ο πατέρας αυτός στο “Humans” εκφράζει όλη τη μεσαία τάξη στο δυτικό κόσμο, όταν λέει “δεν θα έπρεπε να κοστίζει τόσο πολύ το να είσαι ζωντανός”. Εγώ Δημήτρη, είμαι ένας άνθρωπος σχετικά τυχερός, που ζει καλά από την εργασία του. Βιοπορίζομαι, αλλά ζω καλά από την εργασία μου».
-Από πότε βιοπορίζεσαι;
«Από πάντα γιατί έτυχε να κάνω τηλεόραση πολύ νωρίς. Τα έξοδά μου ήταν πολύ λιγότερα. Κατάφερα να νοικιάσω σπίτι, να το επιπλώσω και να το πληρώνω εγώ από όταν ήμουν 25 χρονών, μόλις τελείωσα το Ναυτικό».
-Και ο Κυριάκος;
«Έχω υποστηρίξει τον Μητσοτάκη στις εκλογές του 2019. Μάλιστα ήμουν στην τελευταία θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Αισθανόμουν τότε ότι ήταν η στροφή που έπρεπε να κάνει η χώρα».
-Σήμερα;
«Μπορώ να σου πω ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε – και αυτό δεν το λέω καθόλου για καλό–δεν βλέπω άλλη βιώσιμη εναλλακτική».
-Μα δεν υπάρχει.
«Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έτσι; Εμένα δεν με ευχαριστεί καθόλου και θα ήθελα πάρα πολύ να υπάρχει μια βιώσιμη εναλλακτική. Πιστεύω θα έκανε πολύ καλό σε αυτή την κυβέρνηση».
-Δεν σκέφτηκες ποτέ να ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ ας πούμε;
«Όχι, όχι. Ο λόγος που δεν ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μάνα μου που με πήγαινε στον Λεωνίδα Κύρκο. Τους είχαμε μυριστεί αυτούς. Δεν χρειάστηκε να φτάσουν στη διακυβέρνηση για να καταλάβουμε τι ήταν. Τώρα είναι εύκολο να μιλάς για τον ΣΥΡΙΖΑ, εγώ μίλαγα όσο ήταν κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 2015 έγραψα ότι μακάρι να κάνω λάθος. Έχουμε για πρώτη φορά ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν μέχρι τώρα καμία επαφή με την εξουσία. Έρχονται από μια δεξαμενή που μεταξύ των άλλων περιείχε και αυτό που έλεγε ο Σαββόπουλος πολύ ωραία “μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης, με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά”. Και ήλπιζα ότι έκανα λάθος».
Επίλογος: Για τον Κασσελάκη; Ελα μωρέ βαριέμαι!
– Για τον Κασσελάκη;
«Έλα μωρέ, βαριέμαι! Δεν έχω κανένα πρόβλημα, βαριέμαι να μιλάω για τα πρόσωπα της επικαιρότητας. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου».
-Τον προσπερνάς, λοιπόν.
«Οι μέτριοι άνθρωποι μιλάνε για πρόσωπα, οι πιο καλοί μιλάνε για ιδέες. Δεν είναι δικό μου, είναι της Έλινορ Ρούζβελτ».
-Είσαι ερωτευμένος τώρα;
«Όχι. Είμαι καλά. Δουλεύω τόσο πολύ…».
-Αλήθεια λες; Είσαι ηθοποιός, μπορεί να υποκρίνεσαι τώρα.
«Μη λες κι εσύ αυτά που λέει ο κόσμος. Μου ‘λεγε ένας κελευστής εκεί στο Ναυτικό “εεεε Μαρκουλάκη, υποκριτής ε; Υποκρίνεστε εσείς!”. Του λέω, “δεν είναι έτσι, αυτό είναι η τέχνη μας, η δουλειά μας, δεν το κάνουμε στη ζωή μας”».
-Στη ζωή σου δεν ήσουνα ποτέ υποκριτής; Δεν έπαιξες ποτέ ρόλους;
«Όχι περισσότερους απ’ ό,τι μπορεί να παίξεις εσύ ή ο οποιοσδήποτε. Εγώ πάνω απ’ όλα ευχαριστιέμαι να επικοινωνώ. Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις πίσω από μια μάσκα».
-Φοράς μια μάσκα όμως.
«Φοράω τη δική μου μάσκα. Όσο φοράς κι εσύ τη δική σου. Είναι τόσο καλά κολλημένη στο πρόσωπό μας που δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε κιόλας. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο διαυγής μπορώ».
-Ένας ρόλος που θα ήθελες να παίξεις; Ο μεγαλύτερος;
«Κάποτε ήθελα πάρα πολύ να κάνω τον Συρανό ντε Μπερζεράκ. Αλλά δεν ονειρεύομαι ρόλους, ονειρεύομαι ιστορίες. Δηλαδή αν μου έλεγες “τι θα ‘θελες ρε παιδί μου να πετύχεις;”, το λέει πολύ ωραία ο Σόριν στον “Γλάρο”: “Θα μ’ άρεσε πάρα πολύ να ήμουν έστω και ένας μέτριος συγγραφέας”. Έχω το σύμπλεγμα του δευτερογενούς. Οι σκηνοθέτες και πόσο μάλλον οι ηθοποιοί, είμαστε δευτερογενείς. Είμαστε μεταπράτες. Μπορεί να είμαστε σπουδαίοι μεταπράτες, αλλά είμαστε μεταπράτες. Θα μου πεις και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, που τα σενάρια δεν ήταν δικά του, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας μεταπράτης; Με έναν τρόπο, ναι. Όλοι εμείς λοιπόν – ή άσε τους άλλους, σου μιλάω για μένα – έχουμε το σαράκι, το σύμπλεγμα του δευτερογενούς».
-Ποιον ηθοποιό εκτιμάς πάρα πολύ από τους νέους;
«Από τους Έλληνες; Πάρα πολλούς. Και Έλληνες και Ελληνίδες. Δεν σου λέω ονόματα για να μην ξεχάσω κανέναν».
-Δεν λες για να μην γίνεις αντιπαθής σε κάποιους
«Όχι, να σου πω, ας πούμε, τώρα παίζω στο θέατρο με μια γυναίκα που είναι δαίμονας. Λέγεται Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Πολύ όμορφη, 45 χρονών, δαίμονας! Παίζει στις παραστάσεις του Καραθάνου, της Κιτσοπούλου, δεν έχει κάνει σινεμά, γι’ αυτό μπορεί να μην την ξέρεις».
-Και η μεγαλύτερη επιθυμία σου;
«Να κάνω ταινίες. Μου άρεσε πάρα πολύ όταν έκανα αυτή την άλλη ταινία που παίχτηκε σε φεστιβάλ, που είναι αμερικανο-ιορδανέζικη και το δικό μου κομμάτι των γυρισμάτων ήταν στην Τουρκία. Έπαιζε και ο Ομάρ Σι και ήταν ενός Αμερικανού σκηνοθέτη και παραγωγού. Λέγεται ”The Stranger’s Case”, από ένα ποίημα του Σαίξπηρ. Θα μου άρεσε να πηγαίνω σε διάφορα μέρη του κόσμου γυρίζοντας ταινίες»
Την ώρα του αποχαιρετισμού, πριν φύγει βιαστικός μου είπε:
«Θυμάμαι τον Ρένο Χαραλαμπίδη πριν από πολλά χρόνια. Ο Ρένος δεν είχε κάνει καν την πρώτη μικρού μήκους και μου έλεγε “άσε τα θέατρα, όλο πας και κάνεις θέατρα, έλα να κάνουμε σινεμά”. Και του απαντούσα “βρε Ρένο για να κάνουμε σινεμά πρέπει να το έχουμε σπουδάσει, να το έχουμε μάθει και να έχουμε περάσει χρόνο πάνω σε αυτό”. “Όχι!” ο Ρένος. Είχε άγνοια κινδύνου η οποία του επέτρεψε -εγώ το βρίσκω θαυμαστό αυτό- να προχωρήσει και να μπει σε αυτόν τον κόσμο με μια ορμή που περιείχε η άγνοια του κινδύνου. Γι’ αυτό σου είπα αυτό που λέει ο Αμλετ, “η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς”».
Ο μπαγάσας σαν να παίζει παράσταση θεατρική. Ολοκλήρωσε με Αμλετ!
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ
Αποδοχή