Η χάραξη του Μετρό Θεσσαλονίκης έχει μήκος 9,6 χλμ. δίδυμης σήραγγας και περιλαμβάνει 13 σταθμούς.
Η γραμμή ξεκινά από τα δυτικά με τον Επίσταθμο του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού και καταλήγει στη Νέα Ελβετία, διασχίζοντας το ιστορικό κέντρο, διερχόμενη από περιοχές με πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν.
Η αποκάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων ήταν δεδομένη, στη συγκεκριμένη χάραξη, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του έργου χωροθετήθηκε στο ιστορικό κέντρο της πόλης, εντός και εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης.
Η ανασκαφική έρευνα εκκίνησε, τον Απρίλιο 2006, συγχρόνως με το τεχνικό έργο.
Περατώθηκε, στις 31 Ιουλίου 2022, με την ολοκλήρωση της ανασκαφής στον σταθμό Βενιζέλου.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αποκαλύπτονταν αμέσως μετά την αφαίρεση του σύγχρονου οδοστρώματος και συνεχίζονταν, ως 9 μ., από την επιφάνεια του εδάφους. Η μεγάλη πυκνότητα των αρχαιοτήτων – ιδιαιτέρως στους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας» –, και ο συνολικός αριθμός των ευρημάτων που ξεπερνάει τις 300.000, οφείλεται στις επάλληλες φάσεις κατοίκησης της Θεσσαλονίκης, από τους ελληνιστικούς έως τους νεότερους χρόνους.
Από τους 13 σταθμούς, αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν στους σταθμούς του ιστορικού κέντρου («Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας»), στους εκτός των τειχών σταθμούς στα δυτικά («Δημοκρατίας, Διακλάδωση προς Σταυρούπολη», «Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός») και στα ανατολικά, («Σιντριβάνι και Διασταύρωση Σιντριβανίου», «Πανεπιστήμιο», «Φλέμιγκ» και «Αμαξοστάσιο Πυλαίας»).
Οι ανασκαφές έχουν διευρύνει τον αρχαιολογικό χάρτη της Θεσσαλονίκης.
Αποκάλυψαν δημόσιους χώρους, μεγαλόπρεπα κτίρια, επαύλεις, εκτεταμένα νεκροταφεία, προσφέροντας έναν εξαιρετικά μεγάλο όγκο νέων μαρτυριών στην ιστορική και αρχαιολογική έρευνα.
Στο πλαίσιο κατασκευής του Μετρό της Θεσσαλονίκης διενεργήθηκε η μεγαλύτερη ανασκαφική έρευνα σωστικού χαρακτήρα που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στη χώρα, συμβάλλοντας στην αναδίφηση της ιστορίας της πόλης, από την ίδρυσή της, το 316 π.Χ., έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Τα ευρήματα στους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας» αποτυπώνουν διαχρονικά την πολεοδομική εξέλιξη του αστικού ιστού, στο ύψος της κεντρικής οδού, που διέτρεχε πάντα την πόλη, στην ίδια περίπου χάραξη: Ο ελληνιστικός δρόμος με τα χαλικόστρωτα καταστρώματά του, ο decumanus maximus της ρωμαϊκής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, η βυζαντινή Λεωφόρος ή Μέση Οδός, η σημερινή Οδός Εγνατία.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια μοναδική μνημειακή εικόνα της πρωτοβυζαντινής πόλης, με επιβλητικές κιονοστήρικτες μαρμαρόστρωτες πλατείες εκατέρωθεν του μαρμαρόστρωτου δρόμου, που αποκαλύφθηκε – στους δύο σταθμούς – σε μήκος τουλάχιστον 160 μ. Τεκμαίρεται ο ευρύς αστικός ανασχεδιασμός του δημόσιου χώρου, που συντελέστηκε τον 6ο αι.
Οι πλατείες ανεγέρθηκαν πάνω στα ερείπια δημόσιων και ιδιωτικών πολυτελών κτιριακών συγκροτημάτων, των ρωμαϊκών χρόνων και της ύστερης αρχαιότητας.
Αργότερα, τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, στην ίδια περιοχή θα λειτουργήσει η αγορά της πόλης.
Καταστήματα, εργαστήρια κεραμικών και αργυροχρυσοχοΐας, μεταλλουργίας και υαλουργίας, καταλαμβάνουν τον άλλοτε δημόσιο χώρο. Στην οθωμανική περίοδο, δημόσια κτίρια, οικίες και χώροι παραγωγικών δραστηριοτήτων συνεχίζουν να αναπτύσσονται κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, μέχρι να αφανιστούν από την πυρκαγιά του 1917, που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της σύγχρονης πόλης.
τεκμηριώνεται το σύνολο των οικοδομικών και χρονικών φάσεων της Θεσσαλονίκης, από τα ελληνιστικά χρόνια.
Η έκταση του σταθμού είναι 1.260 τ.μ. Ομως η αρχαιολογική έρευνα κάλυψε τουλάχιστον 3.500 τ.μ.
Ερευνήθηκαν άγνωστα – έως πρόσφατα – αρχαιολογικά πεδία, καθώς μετά την απόσπαση των στρωμάτων της ύστερης αρχαιότητας, ερευνήθηκαν η ρωμαϊκή και η ελληνιστική φάση. Αποκαλύφθηκε η ιδρυτική φάση της Θεσσαλονίκης του Κασσάνδρου, το 316 π.Χ., η οποία αναπτύχθηκε κατά το Ιπποδάμειο σύστημα, στους ίδιους οδικούς άξονες, με μικρές μετατοπίσεις. Από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα πιστοποιείται απολύτως η επέκταση της ελληνιστικής πόλης στα πεδινά και κοντά στη θάλασσα, εις πείσμα όσων υποστήριζαν ότι η ελληνιστική Θεσσαλονίκη αναπτυσσόταν προς το χερσαίο μέρος.
Οταν αποφασίστηκε η προσωρινή απόσπαση των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου, υπήρξε η δέσμευση του ΥΠΠΟ ότι εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων οι αρχαιότητες θα επέστρεφαν στην ακριβή τους θέση, βάσει των αρχών της επιστήμης και της δεοντολογίας.
ολοκληρώθηκε ένα εξαιρετικά σύνθετο, πρότυπο και καινοτόμο – σε διεθνές επίπεδο – αρχαιολογικό έργο. Εκπονήθηκαν πληρέστατες μελέτες για όλα τα αναγκαία και εκ του νόμου προβλεπόμενα στάδια, για τη διαδικασία της απόσπασης και της επανατοποθέτησης, υπό την αδιάλειπτη εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης και τη διαρκή συνεργασία των συναρμοδίων Διευθύνσεων του ΥΠΠΟ.
Οι μελέτες έτυχαν των θετικών γνωμοδοτήσεων του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και της θετικής κρίσης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγαν όσοι ιδεοληπτικά αντιμάχονταν την κατασκευή του Μετρό.
έναν εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο, ενταγμένο στο κέλυφος του σταθμού Βενιζέλου και πέντε σταθμούς Μουσεία. Χάρη στην καθημερινή και συστηματική συνεργασία του υπουργείου Πολιτισμού με το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, την «Ελληνικό Μετρό» και τους αναδόχους, αναδείχθηκε – στο πλαίσιο της κατασκευής αυτού του σύνθετου τεχνικού έργου – μια Σχολή για τη διαχείριση, την τεκμηρίωση, την προστασία, την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Διασώθηκαν και αναδείχθηκαν τα τεκμήρια της μεγάλης ιστορικής διάρκειας της πόλης με πρωτοπόρες και καινοτόμες λύσεις, αξιοποιώντας σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογίες. Αποδείχθηκε ότι ο σεβασμός στο παρελθόν υποστηρίζει ένα δυναμικό παρόν και ένα αναπτυξιακό μέλλον για την πόλη και τους πολίτες της.