“Διάβαζα με τον φακό του κινητού και ένα κράτος να με σημαδεύει, όχι επειδή ήθελα να γίνω νοσοκόμος, αλλά επειδή είμαι Ρομά”.

Ο Γιώργος μεγάλωσε στον καταυλισμό του Γέρακα. Όλοι τον φώναζαν “γιατρό” και συνέχεια τους διόρθωνε. “Νοσοκόμος θέλω να γίνω”. 

Γιατί η ιστορία του Γιώργου, ενός 28χρονου Ρομ που κατάφερε να τελειώσει τη “σχολή των ονείρων του”, είναι ταυτόχρονα μια ιστορία επιτυχίας και αποτυχίας.

Ήταν ένα όνειρο, που γεννήθηκε στην αίθουσα αναμονής του Παίδων Πεντέλης, όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. “Μπαμπά, τι είναι αυτές οι κυρίες;” ρώτησε, καθώς οι νοσηλεύτριες πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους. “Νοσοκόμες” του απάντησε εκείνος. “Ωραία, όταν θα πάω σχολειο, θα πω στη δασκάλα μου ότι θέλω να γίνω νοσοκόμος” θυμάται να λέει αμέσως.

Για τον Γιώργο, όπως και για όλα τα παιδιά Ρομά, που τολμούν να ονειρευτούν “τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν”, ο δρόμος είναι αβάσταχτα δύσβατος. Η φτώχεια, η περιθωριοποίηση και ο ρατσισμός αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια.

Ο Γιώργος, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί. Μέχρι που τελικά κατάφερε να φορέσει τη λευκή ποδιά.

Η ιστορία του είναι πολλά περισσότερα από μια προσωπική ιστορία θριάμβου. Είναι μία κραυγή για ισότητα και ένταξη. Μία κραυγή απέναντι σε μια Πολιτεία, που συχνά κωφεύει για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών Ρομά, βαφτίζοντάς τα “παραβατικά” και ξεχνώντας πως η φτώχεια είναι μία αλυσίδα που κρατά δέσμιες ολόκληρες γενιές.

Ο Γιώργος τα κατάφερε, γιατί είχε την τύχη να συναντήσει στην πορεία του ανθρώπους, που του άπλωσαν το χέρι και δεν τον έκριναν επειδή ήταν Ρομά. Από τους δασκάλους του στο Δημοτικό μέχρι τους μετέπειτα εργοδότες του.

Όμως, η ισότητα δεν είναι μία έννοια που πρέπει να αφήνεται στην τύχη. Γιατί η απουσία της, κοστίζει ζωές.

Ο Γιώργος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα από τα παραπήγματα του καταυλισμού στον Γέρακα.

Από μικρός “αγαπούσε τα γράμματα” και όταν έγινε 8 χρονών, ο παππούς του τον έγραψε στο Δημοτικό.

Το μαθησιακό χάσμα μεταξύ του Γιώργου και των συμμαθητών του, οι συνθήκες ακραίας φτώχειας υπό τις οποίες ζούσε και ο ρατσισμός, έκαναν την ένταξή του στο σχολείο ιδιαίτερα δύσκολη.

“Το σπίτι μας δεν ήταν ζεστό, ούτε πληρούσε τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Διάβαζα χωρίς φως και με την φασαρία από τα γλέντια που έκαναν τα διπλανά σπίτια. Είχα ένα πρόχειρο γραφείο, που από κάτω περνούσαν ποντίκια και δίπλα μου έσταζε, γιατί είχαμε έναν κουβά, που μάζευε το νερό από τη στέγη. Πολλές φορές, όταν ερχόταν η Αστυνομία και μας έκοβε το ρεύμα, διάβαζα με τον φακό του κινητού”, περιγράφει στο NEWS 24/7.

Δεν είχε τόσα μολύβια και τετράδια, όπως οι συμμαθητές του. Ούτε τόσο καθαρά παπούτσια. Πολλές φορές δεν είχε ούτε κολατσιό. Το πείσμα του, όμως, δεν κάμφθηκε στιγμή. Θυμάται ακόμα μέχρι σήμερα τον ενθουσιασμό του, όταν είχε μάθει να συλλαβίζει και να διαβάζει τις πρώτες του λέξεις, που μάζευε τα υπόλοιπα παιδιά του καταυλισμού, τα οποία δεν πήγαιναν σχολείο, για να “τους κάνει μάθημα”.

Στην Ε’ Δημοτικού αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο. Ο παππούς του αρρώστησε “και έπρεπε ως οικογένεια Νικολάου να δουλέψουμε όλοι, για να τα καταφέρουμε”.

Ωστόσο, για καλή του τύχη, ο διευθυντής του Δημοτικού, του επέτρεψε να προαχθεί στην ΣΤ’ τάξη, καθώς είχε αναγνωρίσει στον Γιώργο τη θέλησή του για γνώση. Κυρίως ήθελε να του δώσει μία ακόμα ευκαιρία.

Τελείωσε επιτυχώς το Δημοτικό και συνέχισε στο Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο, όπου κατάφερε για πρώτη φορά να δικτυωθεί και να αποκτήσει φίλους. “Στα εσπερινά σχολεία δεν δέχτηκα φυλετικό ρατσισμό, με αντιμετώπισαν ως ισότιμο μαθητή”, σημειώνει. Μάλιστα στο Γυμνάσιο ήταν και αντιπρόεδρος του 15μελους.

Επόμενος σταθμός οι Πανελλήνιες, αφού το όνειρό του να γίνει νοσηλευτής δεν ξεθώριασε ποτέ. Μετά από επίμονες προσπάθειες και παρά τις οικονομικές και κοινωνικές αντιξοότητες που αντιμετώπισε, κέρδισε τη θέση του στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Όπως για όλα τα παιδιά έτσι και για τον Γιώργο, το Πανεπιστήμιο ήταν μια εμπειρία ζωής. Μόνο που πάλι, όπως και στο Δημοτικό, έπρεπε να κρύβει ότι δεν μένει σε ένα “κανονικό σπίτι” και ότι πολλές φορές τα χρήματά του, δεν ήταν αρκετά για να αγοράσει ένα εισιτήριο για το Μετρό.

“Πάλι καλά, όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, ο μπαμπάς μου βρήκε έναν υπολογιστή στον κάδο ανακύκλωσης και έκανα τα μαθήματά μου από εκεί”, μας λέει. “Βέβαια στην εποχή του Covid, έκανα τις εργασίες από το κινητό, αλλά όταν μας έκοβαν το ρεύμα δεν μπορούσα να παρακολουθήσω ούτε καν τα εργαστήρια που ήταν υποχρεωτικά”.

Μέχρι και σήμερα απορεί με τα αποθέματα δύναμης που έκρυβε μέσα του, τα οποία τον βοήθησαν να τελειώσει επιτυχώς τις σπουδές του και πλέον να δηλώνει περήφανα απόφοιτος και πτυχιούχος.

“Η εκπαίδευση μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή”

Σε αυτό το δύσκολο ταξίδι είχε πιστό συνοδοιπόρο την οικογένειά του, που τον στήριξε με όσες δυνάμεις διέθετε.

Από τον πατέρα του, που πουλούσε σκόρδα και καρπούζια στη λαϊκή, “για να ζήσουμε τίμια και με αξιοπρέπεια”, μέχρι τον παππού του, που έκανε το πρώτο βήμα και τον έγραψε στο σχολείο. Πλέον δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά ο Γιώργος τον έχει βαθιά μες στην καρδιά και όποτε μιλάει γι’ αυτόν βουρκώνει. “Σε αυτούς τα χρωστάω όλα” λέει συγκινημένος.

Όπως συγκινημένος θα αισθανόταν σίγουρα και ο παππούς του, αν έβλεπε τις αδιάκοπες προσπάθειες που καταβάλλει καθημερινά ο Γιώργος, για να μπορέσουν όλα τα παιδιά του καταυλισμού να πάνε σχολείο και να τους δοθεί η ευκαιρία να ζήσουν μια ζωή με αξιοπρέπεια και λιγότερα εμπόδια.

“Θέλω η κοινότητά μου να δώσει προτεραιότητα στην εκπαίδευση, γιατί αυτή είναι το κλειδί για τους κινητοποιήσει ως ανθρώπους και να αλλάξει όλη τους τη ζωή. Θέλω να βλέπω τα παιδιά Ρομά να φοιτούν στα σχολεία, και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.. Γιατί να είναι ένας Γιώργος το παράδειγμα σε μια κοινότητα; Όλα τα παιδιά μπορούν.

Να σκεφτούν όλα τα παιδιά Ρομά, ότι ακόμα κι αν μας θεωρούν ξένους και εγκληματίες, εμείς μπορούμε να ανατρέψουμε αυτή την προκατάληψη”.

Ο Γιώργος σήμερα είναι 28 ετών. Συμμετέχει ενεργά στον Σύλλογο “Νέοι Ορίζοντες Ελλήνων Ρομά”, διοργανώνει εκπαιδευτικές δράσεις εντός και εκτός καταυλισμού, βοηθά άνδρες και γυναίκες της κοινότητάς του να βρουν δουλειά και περιστασιακά εκτελεί και χρέη λογιστή.

Είναι λάτρης της μετεωρολογίας και της αστρονομίας και στον ελεύθερό του χρόνο φροντίζει να συγκεντρώνει εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τους πλανήτες και τα φυσικά φαινόμενα. Του αρέσει η μουσική και οι παλιές ελληνικές σειρές, όπως το “Παρά Πέντε” και η “Ντόλτσε Βίτα”.

Επόμενος στόχος του είναι ένα μεταπτυχιακό στο ΕΚΠΑ με αντικείμενο την προαγωγή υγείας στις ευάλωτες ομάδες.

Η ιστορία του Γιώργου θα έπρεπε να μην έχει καμία αξία και η πρόσβαση ενός ανθρώπου σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, ανεξαρτήτως χρώματος, καταγωγής και οικονομικής κατάστασης, να θεωρείται αυτονόητη.

Προς το παρόν, όμως, και αφού απέχουμε πολύ από αυτό, η ιστορία του γράφεται ως καθρέφτης μιας δυναμικής που υπάρχει σε κάθε καταυλισμό. Δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Χιλιάδες παιδιά Ρομά στη χώρα μας δίνουν τον προσωπικό τους αγώνα να σπουδάσουν και να φτιάξουν τη ζωή τους. Όμως οι ιστορίες τους δεν εμφανίζονται στη δημόσια σφαίρα, καθώς φαίνεται να μην ταιριάζουν με το κυρίαρχο αφήγημα, που θέλει τους Ρομά καθόλα παραβατικούς και κατ’ επιλογή αποκλεισμένους.

Ο Γιώργος -και ο κάθε Γιώργος- δεν χρειάζεται χειροκροτήματα για την επιτυχία του.  Χρειάζεται μία Πολιτεία σύμμαχο, που θα εργαστεί εντατικά και σε βάθος χρόνων για την εξάλειψη των ανισοτήτων και την πραγματική ένταξη των Ρομά.

Μία Πολιτεία που δεν θα επαινεί τις εξαιρέσεις, αλλά θα τις κάνει κανόνα.