«Συζητήσαμε όλες τις πτυχές των σχέσεών μας με ειλικρινή και εποικοδομητική προσέγγιση. Πραγματοποιήσαμε επίσης διαβουλεύσεις με αμοιβαία εμπιστοσύνη σε ορισμένα από τα θέματα στα οποία υπάρχουν διαφορές απόψεων μεταξύ των χωρών μας»: με αυτή την ανάρτηση ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φιντάν ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στην Αθήνα, αλλά και περιέγραψε την ουσία της, σε πλήρη διάσταση με τα όσα η ελληνική πλευρά υποστηρίζει, πλην όμως σε απόλυτη εναρμόνιση με τα όσα δείχνει η νέα, πρωτοφανής πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο.
Ηταν μια επίσκεψη – σταθμός του ελληνοτουρκικού διαλόγου που, αν και η ακριβής πορεία του εξακολουθεί να παραμένει επτασφράγιστα μυστική, έχει καταστεί σαφές ότι έρχεται πλέον η ώρα του «βαθέος διαλόγου» για την ουσία του ελληνοτουρκικού προβλήματος, η οποία, για όποιον δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του (και τους άλλους), παραμένει αναλλοίωτη: η Αγκυρα αμφισβητεί τα ελληνικά σύνορα, όμως η Ελλάδα βρίσκεται σε διάλογο με την Τουρκία με την πολλαπλή αυτή αμφισβήτηση όχι απλώς ανοικτή, αλλά διαρκώς ενεργή και τα δείγματά της όλο και πιο επιθετικά.
Η ίδια η επίσκεψη άλλωστε αποτελεί κραυγαλέο δείγμα: οργανώθηκε στον άμεσο απόηχο γεγονότων που σε άλλες περιόδους όχι απλώς θα είχαν καταστήσει κάθε τέτοιο διάλογο απολύτως απαγορευτικό, μα και θα είχαν προκαλέσει σεισμό στην ελληνική πολιτική με όποια κυβέρνηση θα είχε την ευθύνη να μην ξέρει πού, πώς και αν θα σταθεί.
Και ορθώς: όταν η Τουρκία απαιτεί να ληφθεί η άδειά της για πόντιση καλωδίου όχι μόνον μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά, πλέον, μεταξύ ακόμα και της Χίου και της Λέσβου, τότε πώς είναι νοητό να διεξάγεται διάλογος; Και «απαιτεί» σημαίνει ότι φτάνει να απειλεί στρατιωτικά, όπως συνέβη πριν από λίγες εβδομάδες γύρω από την Κάρπαθο και την Κάσο όταν τουρκική αρμάδα απαγόρευσε με ultimatum σε ερευνητικό σκάφος να κινηθεί πέραν των έξι μιλίων, σχηματίζοντας τείχος μάχης στα όριά τους, ενδεχομένως δε ενίοτε, σύμφωνα με πληροφορίες, εντός αυτών. Και, βέβαια, και διπλωματικά: κατά την Τουρκία, η Ελλάδα κάνει πλέον έρευνες εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Οταν λοιπόν έχουν μόλις προηγηθεί τέτοιου είδους αδιανόητα γεγονότα, πώς είναι δυνατόν να συνεχίζει να εξελίσσεται ένας διάλογος και, μάλιστα, σαν αυτά να μη συνέβησαν ποτέ; Οταν είναι νοητά συμβάντα όπως όλα τα παραπάνω, που έχουν ήδη γίνει καθεστώς, η έννοια «κυριαρχία» δεν αναμένει πλέον κανέναν διάλογο για να συρρικνωθεί: αυτό έχει ήδη συμβεί de facto, έχει καταστεί συνθήκη, και προδήλως, αφού διεξάγεται, το μόνο που έχει να κάνει πια ο διάλογος είναι να βρει τη «βέλτιστη» μέθοδο και για τη μετεξέλιξη της νέας πραγματικότητας σε de jure. Μιας πραγματικότητας δίπλα στην οποία γεγονότα όπως τα όσα συνέβησαν το 1996 στα Ιμια δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ωχριούν. Και αυτό παρά την έντασή τους – ή, καλύτερα, ακριβώς εξ αυτής: γιατί, τουλάχιστον τότε υπήρξε κάποια, θλιβερή έστω, αντίδραση. Σήμερα, σε ακραίες προκλήσεις, αντί αντιδράσεως, υπάρχουν χαμόγελα και μυστικός διάλογος, που καλείται να νομιμοποιήσει, μεταξύ πολλών, και τον ήδη διά των όπλων απαιτούμενο ναυτικό αποκλεισμό κατοικημένων ελληνικών νησιών.
Ως άλλοθι η κυβέρνηση επικαλείται τα λεγόμενα «ήρεμα νερά». Ομως τι σημαίνουν; Οταν αποδέχεται κανείς τα πάντα, τότε ναι, τα νερά θα παραμείνουν δήθεν «ήρεμα». Αλλά με τι κόστος; Και βέβαια όλα αυτά απάδουν παντελώς προς τα λεγόμενα του υπουργού Εξωτερικών Γεραπετρίτη, ο οποίος αγωνιά τώρα να πείσει ότι δεν υπάρχουν συζητήσεις για ζητήματα κυριαρχίας, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και ο Πρωθυπουργός Μητσοτάκης έχουν μιλήσει ξεκάθαρα για υποχωρήσεις – η πορεία του διαλόγου και τα λεγόμενα των Τούρκων τον διαψεύδουν πλήρως, όμως, το κυριότερο, τον διαψεύδει εκκωφαντικά και δραματικά καθημερινά πλέον η πραγματικότητα στο ίδιο το Αιγαίο. Προφανώς ο υπουργός – και όχι μόνο – θεωρεί ότι απευθύνεται σε ανθρώπους ακραία μειωμένης αντίληψης, ανίκανους να αντιληφθούν την κραυγαλέα, απολύτως αγεφύρωτη απόκλιση, το χάος μεταξύ των λόγων του και της πραγματικότητας, καθώς η Ελλάδα ήδη υποχωρεί διαρκώς, καθολικά, εμπράκτως και ατάκτως.