Κατά κανόνα, τους διάσημους ανθρώπους τους γνωρίζεις καλύτερα μέσα από προσωπική επαφή μαζί τους. Η δημόσια εικόνα τους είναι πιο λουστραρισμένη, πιο «λεία», με πιο στρογγυλεμένες τις γωνίες της, κρύβει τις ρωγμές και τα ραγίσματά τους. Ο Γιάννης Μπουτάρης που πέθανε προχθές, έσπαγε αυτόν τον κανόνα. Η δημόσια εικόνα του ήταν διάφανη, τη «μοίρασε» απλόχερα ο ίδιος ως παράδειγμα, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και προς αποφυγή, έβγαλε στο φως τα σκοτάδια του, καλλιέργησε την εξωστρέφεια, κάτι που δεν συνάδει με τα εθνικά χούγια μας. Γι’ αυτό και παρέμενε ξεχωριστός, ανέντακτος όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και με έναν υπαρξιακό τρόπο. Ετσι, μέσα από μία προσωπική επαφή του, μπορεί να μάθαινες κάτι περισσότερο, μια λεπτομέρεια, αλλά η ουσία αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου περιφερόταν εκεί έξω ελεύθερη.
Θα μπορούσε κάποιος με μία μόνο λέξη να χαρακτηρίσει τον Γιάννη Μπουτάρη; Νομίζω πως ναι. Είναι η λέξη ελεύθερος. Που, στην περίπτωσή του όμως, θέλει μεγάλη ανάλυση καθώς περιγράφει μια συνεχή κατάκτηση, προσπάθεια που συνεχιζόταν ακόμη και όταν αυτός ο άνθρωπος σου έδινε την εντύπωση ότι είχε κατακτήσει τα πάντα. Εκείνος όμως είχε τον δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται τις «κορυφές», να μην τις αντιμετωπίζει ως «σημεία», αλλά ως αφετηρίες νέων δρόμων. Φαίνεται στο πώς έκανε τη διαδικασία της αμπελουργίας και της οινοποιίας οδηγό ζωής, στην ίδρυση του Αρκτούρου (before it was cool), στον τρόπο με τον οποίον μιλούσε για το πρόβλημα του αλκοολισμού και τον Γολγοθά της απεξάρτησης.
Ανθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, ένας ρεμπέτης μεγαλοαστός. Οραματιστής αλλά συγχρόνως και πολύ γήινος, αναζητούσε τις άμεσες και χωρίς λοξοδρομήσεις λύσεις. Προοδευτικός, σαν κάποιος που ερχόταν από το μέλλον, ταυτόχρονα όμως και με πίστη στην παράδοση και τα μεγάλα διδάγματά της. Κοσμοπολίτης αλλά με βαθιά αγάπη για τον τόπο του. Αναπάντεχος, ανατρεπτικός, εικονοκλάστης, άμεσος, ειλικρινής, με ιδιαίτερη αντίληψη του χιούμορ, ευγενικός, αλλά και με τις εκρήξεις του, είχε ένα μοναδικό ταλέντο να μη γίνεται γραφικός ακόμη και όταν τρολάριζε ο ίδιος τον εαυτό του. Σαν να πίστευε ότι αν σβήσεις ο ίδιος την τιμή σου (όχι από ταπεινότητα αλλά από αυτοπεποίθηση) ουδείς μπορεί να σε υποτιμήσει. Οι αντιφάσεις του όμως, αντί να τον διαιρούν, τον πολλαπλασίαζαν.
Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης κατάφερε να βγάλει πολύ γρήγορα την πόλη από τη βαλκανική της εσωστρέφεια, προσπάθησε να τη συμφιλιώσει με το ιστορικό παρελθόν της θίγοντας τον τρόπο που φέρθηκαν οι συμπατριώτες του στους Θεσσαλονικείς Εβραίους και τόλμησε να τα βάλει με τα κλισέ της, όπως για παράδειγμα την τσίκνα που γεμίζει τους δρόμους από τις υπαίθριες ψησταριές την παραμονή των Χριστουγέννων.
Την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος (31 Ιανουαρίου) το 2018, ο Γιάννης Μπουτάρης, με μία συγκλονιστική ομιλία, έξυσε τη σκουριά από την ιστορική μνήμη των Θεσσαλονικιών και, μεταξύ άλλων, ανέφερε την ιστορία της Μπουένα Σαρφατή: «…Κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1945 βγήκε από το σπίτι της. Εβραία, τριάντα ετών, Σαλονικιά πάππο προς πάππο, είχε μόλις γυρίσει στη Θεσσαλονίκη έχοντας διαφύγει στο βουνό, πολεμώντας αρχικά με τον ΕΔΕΣ, μετά με το ΕΑΜ και, τελικά, δραπετεύοντας στην Παλαιστίνη. Ο αδελφός της, η αδελφή της, η εκατοντάχρονη γιαγιά της και οι θείες της δεν είχαν την ίδια τύχη. Από το βαγόνι του τρένου που τους μετέφερε στο Αουσβιτς – Μπιρκενάου είδαν για τελευταία φορά την πόλη που αποκαλούσαν «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» μία ανοιξιάτικη μέρα του 1943 […] Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής προσέφερε τα αγαπημένα της στραγάλια ήταν ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της; Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της πόλης μας, ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει…».