Πολιτικό χάος στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει προκαλέσει η απομάκρυνση του ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), Κρίστιαν Λίντνερ,από τον κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία, που άνοιξε τον δρόμο για πρόωρες εκλογές, λίγες ώρες μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Διαφωνίες γύρω από την οικονομική πολιτική της Γερμανίας που βρίσκεται σε κρίση φέρνουν την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού. Πώς θα επηρεάσει την τύχη του Σολτς και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Η κατάρρευση της κυβέρνησης δημιουργεί αβεβαιότητα για το μέλλον της Γερμανίας, με την αντιπολίτευση να ζητά άμεση ψήφο εμπιστοσύνης και τη διεξαγωγή εκλογών τον Ιανουάριο, ενώ ο Σολτς, το επόμενο διάστημα αναμένεται να ηγηθεί μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα.
Η αποπομπή του Λίντνερ προέκυψε λόγω διαφωνιών σχετικά με την οικονομική πολιτική, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε παρατεταμένες εντάσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού.
Ο Λίντνερ και το FDP επέμεναν ότι η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να τηρήσει τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων. Αντίθετα, οι εταίροι του συνασπισμού ζητούσαν αύξηση των κοινωνικών δαπανών και τόνωση της γερμανικής βιομηχανίας με «ενέσεις» χρηματοδότησης.
«Πολύ συχνά, ο υπουργός Λίντνερ μπλόκαρε νόμους», ανέφερε ο Σολτς σε δήλωσή του και πρόσθεσε: «Πολύ συχνά επιδόθηκε σε μικροκομματικές πολιτικές τακτικές. Πολύ συχνά προέβη σε κινήσεις που οδήγησαν στο να χάσει την εμπιστοσύνη μου».
Ο Σολτς ανέφερε ότι ζήτησε από τον Λίντερ να χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, για να επιτρέψει περισσότερη βοήθεια στην Ουκρανία, αλλά ο Λίντνερ αρνήθηκε, λέγοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα «παραβίαζε τον όρκο μου». Ο Λίντερ επέκρινε επίσης τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο Σολτς την οικονομική αδυναμία της Γερμανίας.
«Ο Ολαφ Σολτς έχει αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσει την ανάγκη για νέα οικονομική αφύπνιση στη χώρα μας», ανέφερε, προσθέτοντας: «Έχει υποτιμήσει εδώ και καιρό τις οικονομικές ανησυχίες των πολιτών μας».
Ο Λίντνερ από την πλευρά του είχε δηλώσει: «Ο Όλαφ Σολτς εδώ και καιρό αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την ανάγκη για μια νέα οικονομική αφύπνιση στη χώρα μας. Έχει υποβαθμίσει τις οικονομικές ανησυχίες των πολιτών μας».
Το CDU έχει υιοθετήσει σκληρότερη στάση στο μεταναστευτικό και υποστηρίζει αυξημένη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.
Κεντρικό σημείο διαφωνίας στον συνασπισμό ήταν ο προϋπολογισμός του 2025, με έλλειμμα τουλάχιστον 2,4 δισ. ευρώ, καθώς και τα μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας. Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν μετά την παρουσίαση από τον Λίντνερ πολιτικής πρότασης για φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως μειώσεις φόρων και περιορισμό των κλιματικών πολιτικών, θέσεις που έρχονται σε αντίθεση με τους εταίρους του συνασπισμού.
Η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική σταθερότητα και τις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς εταίρους της. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Ο ρόλος της “βουτιάς” στα ποσοστά του FDP και οι πρόωρες εκλογές
Το FDP, το μικρότερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, καταγράφει πλέον μόλις 4% στις δημοσκοπήσεις, κάτω από το όριο εισόδου στο γερμανικό κοινοβούλιο. Αυτό οδήγησε την ηγεσία του να εξετάζει την αποχώρηση από τον συνασπισμό για να διασφαλίσει το πολιτικό της μέλλον, σημειώνει το POLITICO.
Με την αποπομπή του Λίντνερ, ο Σολτς φαίνεται να προλαβαίνει το FDP, επιδιώκοντας να ελέγξει την κατάσταση πριν από πιθανή αποχώρηση του κόμματος.
Η απομάκρυνση του Λίντνερ ενδέχεται να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν αυτή τη στιγμή προβάδισμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
Ο Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνησή του στις 15 Ιανουαρίου, ένα απαραίτητο βήμα για τη διεξαγωγή εκλογών έως τα τέλη Μαρτίου, ωστόσο η αντιπολίτευση δεν στηρίζει το χρονοδιάγραμμά του και τον καλεί να ζητήσει άμεσα ψήφο εμπιστοσύνης.
Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) Φρίντριχ Μερτς, κάλεσε τον καγκελάριο να ζητήσει άμεσα ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag επισπεύδοντας και την διεξαγωγή εκλογών, απορρίπτοντας το χρονοδιάγραμμα που παρουσίασε χθες, Τετάρτη, το βράδυ ο Όλαφ Σολτς για κυβέρνηση μειοψηφίας έως το τέλος του έτους, ψήφο εμπιστοσύνης στις 15 Ιανουαρίου και εκλογές έως το τέλος Μαρτίου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίστηκαν για την αποφυγή πολιτικής αστάθειας, ο καγκελάριος ελέγχει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των εξελίξεων. Η αντιπολίτευση μπορεί να τον απομακρύνει νωρίτερα μόνο εάν εξασφαλίσει πλειοψηφία για έναν συγκεκριμένο εναλλακτικό καγκελάριο, κάτι που είναι δύσκολο με την τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση.
Μετά την αποχώρηση των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), σε συνεργασία με τους Πράσινους, θα συνεχίσουν να κυβερνούν ως κυβέρνηση μειοψηφίας, σύμφωνα με το Reuters. Χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα χρειαστεί να αναζητούν υποστήριξη κατά περίπτωση από άλλα κόμματα για την ψήφιση νομοσχεδίων.
Ο Σολτς δήλωσε ότι θα ζητήσει από τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς, να στηρίξει τα επείγοντα, αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα, τονίζοντας ότι η οικονομική κρίση της Γερμανίας δεν επιτρέπει καθυστερήσεις μέχρι τις εκλογές.
Η συνεργασία με την αντιπολίτευση θα είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων και τη διασφάλιση της σταθερότητας μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών.
Οι τέσσερις υπουργοί του FDP στην κυβέρνηση – εκτός του Λίντνερ, οι υπουργοί Δικαιοσύνης, Μεταφορών και Παιδείας – δεν χρειάζεται απαραίτητα να αντικατασταθούν. Ωστόσο, η θέση του Υπουργού Οικονομικών κατονομάζεται στο Σύνταγμα, γεγονός που σημαίνει ότι ο Σολτς πρέπει να προβεί σε νέο διορισμό.
Μεταξύ των πιθανών υποψηφίων είναι ο στενός του σύμβουλος, Βόλφγκανγκ Σμιτ, ο οποίος έχει την ευθύνη της Καγκελαρίας, ή ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, που θα μπορούσε να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο παράλληλα με τα καθήκοντά του ως Υπουργός Οικονομίας και Αντικαγκελάριος.
Ο ίδιος ο Σολτς, με την εμπειρία του ως πρώην υπουργός Οικονομικών, θα μπορούσε επίσης να αναλάβει τη θέση παράλληλα με την καγκελαρία.
Ο Φρίντριχ Μερτς, που εδώ και καιρό ζητά πρόωρες εκλογές, ισχυρίζεται πως η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς έχει χάσει την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις. Βρίσκεται όμως σε δίλημμα: αν αρνηθεί να στηρίξει τον προϋπολογισμό, αυτό θα μπορούσε να βλάψει θέματα που ο ίδιος υποστηρίζει, όπως η ενίσχυση της Ουκρανίας.
Από την άλλη πλευρά, με το CDU να προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις έναντι των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, ίσως να διστάζει να δώσει στον Σολτς μια πολιτική «νίκη» λίγο πριν τις εκλογές.
Στη δήλωσή του το πρωί της Δευτέρας, άλλωστε σημείωσε ο Μερτς: «Ο κυβερνητικός συνασπισμός απέτυχε (…) Το τέλος της χθεσινής νύχτας σήμανε και το τέλος του “φωτεινού σηματοδότη” και επομένως και το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου και δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης τον Ιανουάριο».
Η δήλωση αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την έκτακτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία αποφάσισε ομόφωνα ότι ο καγκελάριος πρέπει να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης ήδη την επόμενη εβδομάδα. Αν αποτύχει να εξασφαλίσει την ψήφο της πλειοψηφίας, έχει 21 ημέρες για να διαλύσει το κοινοβούλιο.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ αναμένεται να ασκήσει έντονη πίεση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με ανάλυση του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου (IW) πουθ επικαλείται το POLITICO, ένας νέος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία 180 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραμπ.
Πολλοί στη Γερμανία ήλπιζαν ότι η νίκη του Τραμπ θα ανάγκαζε τον κυβερνητικό συνασπισμό να παραμείνει ενωμένος, φοβούμενοι ότι ο νέος πρόεδρος θα δυσκολέψει την οικονομία της χώρας. Ωστόσο, ούτε η απειλή του Τραμπ δεν ήταν αρκετή για να παραμερίσουν τα διχασμένα κόμματα τις διαφορές τους.
«Αυτό το βράδυ αισθάνεται λάθος και όχι σωστό», δήλωσε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας των Πρασίνων. «Πραγματικά τραγικό σε μια μέρα σαν αυτή, όταν η Γερμανία πρέπει να δείξει ενότητα και ικανότητα δράσης στην Ευρώπη».