Λίγες ώρες απομένουν μέχρι τις αμερικανικές εκλογές σε μια αναμέτρηση που παρακολουθεί στενά ολόκληρος ο πλανήτης.
Η προεδρική κούρσα είναι αμφίρροπη σε μια διαδικασία περίπλοκη που δεν είναι εύκολα κατανοητή. Ενόψει των αμερικανικών εκλογών το BBC δημοσίευσε οδηγό εξηγώντας τι ακριβώς συμβαίνει… απλά!
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Οι εκλογές του 2024 διεξάγονται στις 5 Νοεμβρίου 2024. Ενόψει των εκλογών, δεκάδες εκατομμύρια ψηφοφόροι έχουν λάβει μέρος στην ψηφοφορία σε όλες τις ΗΠΑ.
Ο νικητής θα υπηρετήσει για τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο και η θητεία του ξεκινά τον Ιανουάριο του 2025. Στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, ο Αμερικανός πρόεδρος εκπροσωπεί τη χώρα με μεγάλη ελευθερία. Στο εσωτερικό μπορεί να ψηφίζει μόνος του ορισμένους νόμους, αλλά ως επί το πλείστον πρέπει να συνεργάζεται με το Κογκρέσο για την έγκριση της νομοθεσίας.
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εκπροσωπεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, κερδίζοντας την υποστήριξη του κόμματος με τεράστιο προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του. Ο Τραμπ επέλεξε τον γερουσιαστή του Οχάιο Τζέι Ντι Βανς ως υποψήφιο αντιπρόεδρο.
Η Καμάλα Χάρις, νυν αντιπρόεδρος, είναι η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος. Συμμετείχε στην κούρσα μετά την αποχώρηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν και κανένας άλλος Δημοκρατικός δεν στάθηκε απέναντί της. Υποψήφιος για τη θέση του αντιπροέδρου είναι ο κυβερνήτης της Μινεσότα Τιμ Γουόλτς.
Υπάρχουν επίσης και κάποιοι ανεξάρτητοι υποψήφιοι που θέτουν υποψηφιότητα για την προεδρία. Ένας από τους πιο γνωστούς ήταν ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, αλλά ανέστειλε την εκστρατεία του τον Αύγουστο και υποστήριξε τον Τραμπ.
Οι Δημοκρατικοί είναι το φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα, γνωστό για την υποστήριξη των πολιτικών δικαιωμάτων, ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας και μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Στις εκλογές του 2024, τα θέματα που ανέδειξε η Χάρις περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής και την υποστήριξη των δικαιωμάτων στην άμβλωση.
Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι το συντηρητικό πολιτικό κόμμα. Έχουν ταχθεί υπέρ της μείωσης των φόρων, της συρρίκνωσης του μεγέθους της κυβέρνησης και των δικαιωμάτων στην οπλοκατοχή.
Τα θέματα για τα οποία έχει κάνει προεκλογική εκστρατεία ο Τραμπ περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης και τον τερματισμό του πληθωρισμού για να «ξανακάνει την Αμερική προσιτή».
Νικητής δεν είναι το πρόσωπο που λαμβάνει συνολικά τις περισσότερες ψήφους. Αντ΄αυτού και οι δύο υποψήφιοι αγωνίζονται να κερδίσουν τις εκλογικές μάχες που διεξάγονται στις 50 πολιτείες.
Ουσιαστικά, οι πολίτες δεν ψηφίζουν άμεσα για πρόεδρο. Αυτό το κάνουν οι εκλέκτορες. Οι εκπρόσωποι κάθε Πολιτείας στο Εκλεκτορικό Κολέγιο είναι όσοι και οι εκπρόσωποι που έχει στο Κογκρέσο.
Συνολικά, υπάρχουν 538 προς διεκδίκηση και νικητής είναι ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει 270 ή περισσότερους ψήφους.
Οι περισσότερες πολιτείες τείνουν σε μεγάλο βαθμό προς το ένα ή το άλλο κόμμα, οπότε το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε περίπου επτά πολιτείες ή τις swing states.
Είναι δυνατόν ένας υποψήφιος να κερδίσει τις περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο – όπως έκανε η Χίλαρι Κλίντον το 2016 – αλλά να ηττηθεί.
Πώς γίνεται ένας υποψήφιος να κερδίσει τις περισσότερους ψήφους αλλά να χάσει τις αμερικανικές εκλογές;
Ένας υποψήφιος μπορεί να γίνει πρόεδρος κερδίζοντας έναν αριθμό αμφίρροπων ψηφοφοριών, παρότι έχει λιγότερες ψήφους στο σύνολο της χώρας.
Το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη Χίλαρι Κλίντον αφού συγκέντρωσε σχεδόν τρία εκατομμύρια λιγότερες ψήφους, καθώς ήταν εκείνος που συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους εκλογικού σώματος και επομένως τα κλειδιά για τον Λευκό Οίκο.
Ο Ντέιβιντ Σμιθ, αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Μελετών των ΗΠΑ, εξηγεί ότι ο βασικός παράγοντας είναι το πού κερδίζονται οι ψήφοι. Ο Ρεπουμπλικανός κέρδισε τότε τις εκλογικές ψήφους σε Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν. «Ο Τραμπ κέρδισε αυτές τις πολιτείες με πολύ μικρή διαφορά όσον αφορά τη λαϊκή ψήφο, αλλά απέδωσαν κρίσιμους αριθμούς στο εκλογικό σώμα – το αντίστροφο αποτέλεσμα αυτού που είδαμε για την Κλίντον στην Καλιφόρνια και τη Νέα Υόρκη» είπε ο καθηγητής.
Αν η Κλίντον είχε καταφέρει να ανατρέψει τις μικρές απώλειες σε αυτές τις τρεις πολιτείες, θα είχε 278 εκλογικές ψήφους -κερδίζοντας.
Ο Δρ Σμιθ λέει ότι οι διαφορές μεταξύ της λαϊκής ψήφου και του εκλογικού σώματος έχουν γίνει πιο συνηθισμένες στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις.
Το 2000, ο Τζορτζ Μπους νίκησε τον Αλ Γκορ, παρόλο που ο υποψήφιος των Δημοκρατικών κέρδισε τις λαϊκές ψήφους με διαφορά μεγαλύτερη από μισό εκατομμύριο.
Μόνο τρεις άλλοι πρόεδροι έχουν εκλεγεί χωρίς να κερδίσουν τη λαϊκή ψήφο, όλοι τους τον 19ο αιώνα.
Οι περισσότερες πολιτείες ψηφίζουν σταθερά το ίδιο κόμμα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προεδρικοί υποψήφιοι στοχεύουν σε συγκεκριμένες «swing states», όπου η ψήφος μπορεί να είναι αμφίρροπη, αντί να προσπαθούν να κερδίσουν τους ψηφοφόρους σε ολόκληρη τη χώρα.
Το 2024, οι κορυφαίες πολιτείες μάχης είναι η Αριζόνα, η Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, η Νεβάδα, η Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν.
Δικαίωμα ψήφου έχουν οι περισσότεροι πολίτες των ΗΠΑ ηλικίας 18 ετών και άνω.
Κάθε πολιτεία έχει τη δική της διαδικασία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους και τη δική της προθεσμία. Οι πολίτες των ΗΠΑ που ζουν στο εξωτερικό μπορούν να εγγραφούν και να ζητήσουν επιστολική ψήφο.
Όλη η προσοχή θα είναι στραμμένη στο ποιος θα κερδίσει την προεδρία, αλλά οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν επίσης νέα μέλη του Κογκρέσου – όπου ψηφίζονται οι νόμοι – όταν συμπληρώσουν τα ψηφοδέλτιά τους.
Το Κογκρέσο αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου και οι 435 έδρες είναι προς εκλογή, και τη Γερουσία, όπου διεκδικούν 34 έδρες.
Οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν επί του παρόντος τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία δρομολογεί τα σχέδια δαπανών. Οι Δημοκρατικοί είναι επικεφαλής της Γερουσίας, η οποία ψηφίζει για βασικούς διορισμούς στην κυβέρνηση.
Αυτά τα δύο σώματα ψηφίζουν νόμους και μπορούν να λειτουργήσουν ως έλεγχος στα σχέδια του Λευκού Οίκου, εάν το κόμμα που ελέγχει ένα από τα δύο σώματα διαφωνεί με τον πρόεδρο.
Συνήθως ο νικητής ανακηρύσσεται τη νύχτα των εκλογών, αλλά το 2020 χρειάστηκαν μερικές ημέρες για να καταμετρηθούν όλες οι ψήφοι.
Η περίοδος μετά τις εκλογές είναι γνωστή ως μεταβατική περίοδος, εάν υπάρξει αλλαγή προέδρου.
Αυτό δίνει χρόνο στη νέα κυβέρνηση να διορίσει υπουργούς και να κάνει σχέδια για τη νέα θητεία.
Ο πρόεδρος ορκίζεται επισήμως τον Ιανουάριο στην τελετή ορκωμοσίας, η οποία πραγματοποιείται στα σκαλιά του Καπιτωλίου στην Ουάσινγκτον.