Νέο βιβλίο με τις εξομολογήσεις του «Ξανθού» για τον Σωκράτη Κόκκαλη, τον Παύλο Γιαννακόπουλο, το υβρεολόγιο ενός… θεοσεβούμενου και τα σακάκια – Τα γούρια που είχε πριν από τους αγώνες, ο ξεχωριστός ρόλος που είχε στη ζωή του η σύζυγός του, Γιούλα και η πιο πικρή ήττα της καριέρας του στο Final Four του Τελ Αβίβ από την Μπανταλόνα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

«Τη σχέση μου με τον Κόκκαλη τη χάλασα εγώ, όχι εκείνος. Παίζαμε στη Μαδρίτη με τη Ρεάλ για τα playoffs του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Είχαμε νικήσει εύκολα στον πρώτο αγώνα και είχαμε χάσει στον δεύτερο στη Μαδρίτη. Πριν από τον τρίτο αγώνα ήρθε στο ξενοδοχείο με τον δημοσιογράφο Κώστα Βερνίκο, τον οποίο θεωρούσα… μαυρόγατα!
Μαζί τους ήταν κι ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Γιώργος Μαζιάς, από τον οποίο είχαμε ζητήσει να μας βρει και να μας φέρει τις βιντεοκασέτες ενός αγώνα Μπαρτσελόνα – Ρεάλ για να δούμε κάποια συστήματα των αντιπάλων μας». Η συνέχεια, γνωρίζοντας κάποιος τον Ιωαννίδη, ήταν η αναμενόμενη: «Με το που είδα τον Βερνίκο τρελάθηκα! Μα είναι δυνατόν, λέω, να μου φέρει τη μαύρη γάτα; Πετάω κάτω τις βιντεοκασέτες και εξανίσταμαι! Δεν ξέρω αν ο πρόεδρος το έκανε επίτηδες για να μου χαλάσει τον ψυχισμό, επειδή ήξερε ότι δεν γούσταρα να βλέπω τον Βερνίκο, ή συνέβη κατά λάθος. Ηξερε όμως ότι αυτό θα με πείραζε, όπως κι έγινε».
Στη συνέχεια επισημαίνει ότι υπήρχαν διάφορες αιτίες και κάποια περιστατικά στα ενδότερα της ομάδας, όπως και άνθρωποι που έβαζαν λόγια γι’ αυτόν στον πρόεδρο, τους οποίους δεν κατονομάζει. «Εφυγα όρθιος όμως. Ορθιος και καμαρωτός, νικώντας στις 19 Μαΐου του 1996 με 73-38 τον Παναθηναϊκό. Είχα πολλούς λόγους να θέλω να επιδιώξω έναν μεγάλο θρίαμβο. Συν τοις άλλοις, είχα τσαντιστεί διότι στον τέταρτο τελικό οι οπαδοί του Παναθηναϊκού έβριζαν χυδαία τη Γιούλα και γι’ αυτό είπα στη συνέντευξη Τύπου ότι της αφιερώνω τον τίτλο». Παρά, πάντως, τα όσα είχαν γίνει μεταξύ αυτού και του Κόκκαλη, «δεν του κράτησα ποτέ κακία…».
Το όχι στα 300.000.000 του Γιαννακόπουλου
Ενα ιδιαίτερο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στα μεγάλα «όχι» του Γιάννη Ιωαννίδη απέναντι σε τεράστιες προσφορές που δέχτηκε στην πορεία της προπονητικής του καριέρας, προτάσσοντας τις αρχές του.
«Δεν λειτούργησα ποτέ τυχοδιωκτικά ή με γνώμονα ποιος μου δίνει τα περισσότερα χρήματα», αναφέρει ο κόουτς επισημαίνοντας: «Οταν στη συζήτηση μπαίνει η λέξη “λεφτά” πρέπει να έχεις αρχές για να διαχειριστείς τις καταστάσεις. Και γι’ αυτόν τον λόγο είπα πολλά “όχι”. Ταυτίστηκα κυρίως με δύο ομάδες στην καριέρα μου, τον Aρη και τον Ολυμπιακό. Δεν μπορούσα να πάω στο απέναντι στρατόπεδο. Στη ζωή μου δεν πουλήθηκα ποτέ, ούτε ως προπονητής ούτε ως παίkτης».
Ηταν κάτι που κατάλαβε πολύ καλά ο αείμνηστος Παύλος Γιαννακόπουλος που προσπάθησε δύο φορές να φέρει τον «Ξανθό» στον Παναθηναϊκό. Την πρώτη, το 1991, οι δύο άνδρες μίλησαν και συναντήθηκαν αρκετές φορές αλλά δεν τα βρήκαν, ενώ μετά ο Ιωαννίδης υπέγραψε στον Ολυμπιακό, αλλά τη δεύτερη, έξι χρόνια μετά έλειπε στην Αμερική, οπότε την πρόταση άκουσε η γυναίκα της ζωής του, η Γιούλα.
«Ο νομικός σύμβουλος του Παναθηναϊκού, ο Τάκης Μπαλτάκος, τηλεφώνησε στη Γιούλα, που ήταν μόνη της στην Ελλάδα. Πήγε μάλιστα μαζί με τη δική του σύζυγο στο σπίτι μας που τότε ήταν στο Φάληρο και η Γιούλα τους έκανε το τραπέζι».
Μετά το δείπνο ο Μπαλτάκος ξεδιπλώνει τα χαρτιά του και τα εκατομμύρια αρχίζουν να πετάνε με ρυθμό πολυβόλου, ενώ η σύζυγος του Ιωαννίδη ακούει: «Πες στον Γιάννη ότι ο Γιαννακόπουλος του δίνει όσα λεφτά θέλει. Εκτός από τον μισθό που θα συμφωνήσει, θα πάρει και δώρο 300 εκατομμύρια δραχμές να τα κάνει ο,τι θέλει. Κι εσύ πες μας τι δώρο θέλεις να σου κάνουμε».
Η Γιούλα Ιωαννίδη, που νομίζει ότι της κάνει πλάκα ο Μπαλτάκος, απαντάει διπλωματικά ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε γιατί ο,τι ήθελε της το είχε πάρει ο σύζυγός της.
«Ωραία, πες μας αν κάποιος συγγενής σου έχει ανάγκη και θα τον τακτοποιήσουμε», λέει ο νομικός σύμβουλος του Τριφυλλιού.
«Η Γιούλα, που δεν τον πολυπίστεψε, του είπε ότι μια ξαδέρφη της ήθελε να παντρευτεί και είχε ανάγκη από ένα διαμέρισμα.
“Θα της το πάρει ο Παναθηναϊκός” της λέει ο Μπαλτάκος.
“Και ο αδερφός μου θέλει μια BMW”.
“Γι’ αυτό θα σας δώσουμε 300 εκατομμύρια έξτρα”, της λέει ο Μπαλτάκος. “Να πάρει η ξαδέρφη το διαμέρισμα και ο αδερφός σου το τελευταίο μοντέλο της BMW”.
Εκαναν και λογαριασμό και πάλι περίσσευαν 120 εκατομμύρια δραχμές».
Οταν την επόμενη μέρα ο Ιωαννίδης τηλεφωνεί στη γυναίκα του, αυτή τον ενημερώνει για το γεύμα με τον Μπαλτάκο και του λέει ότι τον θέλουν στον Παναθηναϊκό. «Χάσιμο χρόνου, της απαντάω ορθά κοφτά. Της έβαλα και τις φωνές που τον είχε καλέσει σπίτι μας. Αρχισε να μου λέει τι έδινε ο Γιαννακόπουλος και η απάντησή μου έμεινε ίδια μέχρι το τέλος: “Χάσιμο χρόνου”».
Τα γούρια και τα μπινελίκια!
Τα λόγια για τη γυναίκα της ζωής του είναι αρκούντως τρυφερά με τον δικό του τρόπο. «Αν δεν είχα τη Γιούλα, μπορεί να ήμουν επαίτης. Για όσα έχει περάσει δίπλα μου δικαιούται ειδική εύφημο μνεία και παράσημα. Με τις γυναίκες προτού τη γνωρίσω είχα κάνει μεγάλες τρέλες. Αρκεί να πω ότι εκείνη με είχε πρωτοδεί Φεβρουάριο και εγώ την είδα τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου».
Η Γιούλα τού χάρισε την κόρη τους, ήταν πάντα δίπλα του στα εύκολα και κυρίως στα δύσκολα, αλλά ούτε αυτή μπόρεσε να κάνει κάτι για τις προλήψεις και τα γούρια του.
«Κάθε χρόνο, προτού αρχίσει η σεζόν, ετοίμαζα την εμφάνισή μου. Δεν φορούσα το ίδιο σακάκι όπως πίστευαν όλοι. Είχα όμως πολλά ίδια σακάκια. Εβαζα λοιπόν σε τάξη τα ρούχα μου και τακτοποιούσα ακριβώς τι θα φορούσα τη μέρα του αγώνα. Τα παλιά σακάκια, πάντως, δεν τα έχω. Αυτό που συνήθιζα να φοράω τους καλοκαιρινούς μήνες το χάρισα σε έναν φίλαθλο μετά από μια νίκη επί του Παναθηναϊκού. Το χειμωνιάτικο, το καρό, που φορούσα στους αγώνες του Αρη το χάρισα στο Μουσείο Μπάσκετ της ΧΑΝΘ. Επίσης θέσπισα κάποιους κανόνες για συγκεκριμένους λόγους. Μετά τα μεσάνυχτα παραμονές του αγώνα δεν έδινα τον αναπτήρα μου για να ανάψει κάποιος άλλος τσιγάρο».
Με τη συζυγό του Γιούλα και την κόρη τους
Οταν κάποια στιγμή η ΕΡΤ στέλνει στα τάιμ άουτ κάμερα και μικρόφωνο ο Γιάννης Ιωαννίδης «φορτώνει» με αυτή την κίνηση, αφού «άκουγαν όλοι τι έλεγα και ήταν σαν να έκανα δωρεάν φροντιστήριο σε όλους τους αντίπαλους προπονητές. Ζήτησα από την ΕΡΤ να μη βάζουν μικρόφωνα και δεν το δέχτηκαν».
Ο δαιμόνιος κόουτς τότε σκέφτεται ότι μόνο με εκκλησιαστική παρέμβαση μπορεί να το σταματήσει και πράττει τα δέοντα: «Παίζουμε ένα ματς με τον Παναθηναϊκό, κάνω αλλαγή τον Μισούνοφ που είχε υποπέσει σε δύο απανωτά λάθη και μόλις έρχεται στον πάγκο για τάιμ άουτ, τον αρχίζω στα μπινελίκια. Είχε μικρόφωνο δίπλα και τα κατέγραφε όλα».
Δύο μέρες μετά επικοινωνούν μαζί του από την Εκκλησία της Ελλάδος και όταν τον παρακαλούν να μη βρίζει αυτός του λέει ότι δεν βρίζει δημόσια, επειδή το γήπεδο είναι το σπίτι του και στο σπίτι του βρίζει όσο θέλει, αλλά η ΕΡΤ φταίει που τις μεταφέρει παντού. Η Εκκλησία ανέλαβε από εκεί και πέρα την υπόθεση και τα μικρόφωνα με τις κάμερες έφυγαν από τους πάγκους.
Το μπουκάλι στον Σιγάλα
Μέσα από τις σελίδες του «Γεννημένος νικητής» ο εκλιπών λέει τη δική του αλήθεια για τις σχέσεις που είχε με τους παίκτες του και τη συμπεριφορά του απέναντί τους, η οποία σχολιάστηκε πάρα πολλές φορές.
«Δεν θεωρώ ότι φερόμουν σκληρά στους παίκτες μου. Μου λένε ότι πέταξα ένα μπουκάλι στον Γιώργο Σιγάλα. Δεν του το πέταξα, απλώς το χτύπησα με το χέρι μου. Τον δικό μου τον παίκτη απαγορευόταν να τον πειράξει οποιοσδήποτε. Ελεγαν ότι είμαι σκληρός. Αν ο παίκτης μου έκανε αυτά που του ζητούσα δεν ήμουν σκληρός. Είναι αλήθεια όμως ότι έκανα σκληρή προπόνηση. Οταν ήμασταν παρέα με τον Παναγιώτη Φασούλα στον Ολυμπιακό τον είχαν ρωτήσει αν προτιμάει μία ώρα στην κόλαση ή δύο ώρες με τον Ιωαννίδη και είχε απαντήσει: “Δύο ώρες στην κόλαση”».
Το καλοκαίρι του 1992 ο Ιωαννίδης δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον τότε πρόεδρο του Αρη Θεόφιλο Μητρούδη «που μου ανακοίνωσε την απόφασή του να διώξει τον Γκάλη από τον Αρη. Με ρώτησε λοιπόν αν ήταν η σωστή απόφαση. Η αλήθεια είναι ότι σοκαρίστηκα. Αλλά στην ουσία δεν ήθελε να με ρωτήσει, αφού είχε ήδη αποφασίσει. Ημουν σίγουρος ότι επειδή έπρεπε να διαλέξει ποιον από τους δύο θα κρατούσε, θα αποφάσιζε να διώξει τον Γιαννάκη. Δεν τον πίστεψα και νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Οταν μετά από λίγο ανακοινώθηκε ότι έδιωξε τον Γκάλη του τηλεφώνησα και του είπα: “Είσαι μαλάκας. Ποιος σε έβαλε να το κάνεις; Αν μου έλεγες ότι τους διώχνεις και τους δύο, θα το καταλάβαινα».
Την περίοδο της αυτοκρατορίας του Αρη, πάντως, «ζούσαμε σαν ροκ σταρ». «Δεν έχει ξαναγίνει τέτοιο πράγμα. Οταν γιορτάζαμε τις μεγάλες ευρωπαϊκές νίκες στο “Ακρόαμα”, το μαγαζί όπου γίνονταν τα μεγάλα γλέντια τα βράδια της Πέμπτης δεν πήγαινα πάντα. Οταν πηγαίναμε με τη Γιούλα, την έβαζα πάντα μπροστά για να βγούμε από το μαγαζί που ήταν στενό και χωρούσε 50 άτομα αλλά έμπαιναν πεντακόσια. Και την έβαζα μπροστά γιατί όταν έβγαινα από το μαγαζί οι γυναίκες μου έβαζαν χέρι! Γυρίζαμε στο σπίτι και άδειαζα τις τσέπες από το σακάκι μου. Και έπεφταν δεκάδες σημειώματα με ονόματα γυναικών και τα τηλέφωνά τους. Σκέτη παράνοια».
Ο Ιωαννίδης ταξίδεψε τουλάχιστον δύο φορές στην Αμερική, αφού είχε συναναστραφεί τον Πατ Ράιλι, που είχε έρθει στην Ελλάδα, και τον Μάικ Φρατέλο, αμφότερους εξαιρετικούς προπονητές, αλλά τον δεύτερο τον έστειλε με τον τρόπο του.
«Αυτόν τον τρέλανα εντελώς. Επειδή ήταν φανατικός με το pick n’ roll του είπα μια μέρα ότι “με τον τρόπο που το παίζεις δεν έχεις όφελος, διότι εδώ οι ομάδες δεν αλλάζουν στα σκριν. Μέχρι τότε όλοι οι προπονητές δίδασκαν επτά τρόπους για να παίζεται το pick n’ roll κι εγώ λάνσαρα έναν όγδοο! Πραγματικά κάθισε και το σκέφτηκε και μετά από μια-δυο μέρες μου είπε ότι είναι πολύ σωστό και θα το εφαρμόσει».
Σε μια χώρα όπου όλα στο NBA κινούνται γύρω από τους παίκτες, ο κόουτς έζησε ένα περιστατικό που του έκανε φοβερή εντύπωση; «Εχουμε πάει με τον “Ολλανδό” στο Σικάγο για να δούμε ένα ματς των Μπουλς και όπως κατεβαίνουμε στο λόμπι του ξενοδοχείου, βλέπουμε μπροστά μας τον Μάτζικ Τζόνσον. “Πάω να του μιλήσω”, μου λέει ο “Ολλανδός”.
“Σιγά μη μας μιλήσει ολόκληρος Μάτζικ”, του λέω. Δυο λεπτά αργότερα ο Μάτζικ ήρθε, με χαιρέτησε, ήταν εξαιρετικά εγκάρδιος και βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες, μία μάλιστα την έχω ακόμη στο σαλόνι του σπιτιού μου».
Υπήρχαν όμως και άλλα «αναμνηστικά» τα οποία δεν κράτησε, αφού του τα εκτόξευαν οι αντίπαλοι οπαδοί στα εκτός έδρας παιχνίδια, ειδικά όταν ήταν προπονητής του Ολυμπιακού.
«Οταν νικήσαμε τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ στο ντέρμπι του πρώτου γύρου, πήγα προς τα αποδυτήρια και 20.000 άνθρωποι με έβριζαν και μου πέταγαν ό,τι είχαν πάνω τους. Εσκαγαν δίπλα μου τα κέρματα και οι αναπτήρες κι εγώ γέλαγα, τους έλεγα “σας αγαπώ” και τους έστελνα φιλιά».
Η ήττα της ζωής του
Εκτός από τις μεγάλες νίκες υπάρχουν και οι ήττες με τις οποίες ποτέ δεν τα πήγε καλά ο Ιωαννίδης, που στο βιβλίο του ξεχώρισε αυτή που τον πλήγωσε πιο πολύ στη μυθική διαδρομή του.
«Δεν το κρύβω ότι μια ήττα με τρέλανε περισσότερο απ’ όλες τις άλλες. Στον τελικό του Final Four του Τελ Αβίβ με τον Ολυμπιακό το 1994. Αυτή ήταν η χειρότερη ήττα της καριέρας μου. Δεν ξέρω πόσες φορές έχασα στη διάρκειά της, όπως δεν ξέρω και πόσες νίκησα, που ήταν απείρως περισσότερες, αλλά τώρα πια, με απόσταση από όλα αυτά, μπορώ να πω ότι εκείνη η ήττα ήταν η χειρότερη απ’ όλες. Ποτέ δεν μου άρεσε να υποτιμώ έναν αντίπαλο, τον οποιονδήποτε αντίπαλο, αλλά την Μπανταλόνα ΕΠΡΕΠΕ να τη νικήσουμε. Τελικά χάσαμε από το σουτ του Κόρνι Τόμπσον, που δεν είχε ξαναβάλει τρίποντο στη ζωή του. Δεν τον πρόλαβε ο Τάρλατς στην άμυνα και το μπουμπούνισε».
Ειδήσεις σήμερα:
Η διήγηση της Σίρλεϊ Μακ Λέιν για τη νύχτα που η Μέριλιν Μονρόε έκανε σεξ και με τα δύο αδέρφια Κένεντι
Σε κόκκινο συναγερμό λόγω καταιγίδας η Βαρκελώνη – Πλημμύρισε το κεντρικό αεροδρόμιο, έκλεισαν αυτοκινητόδρομοι, δείτε βίντεο
Τρίζει ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Γερμανία – Ο Σολτς προσπαθεί να τα… βρει με τους Ελεύθερους Δημοκράτες και τους Πράσινους

Content snippet: CookieBar