Στις αμερικανικές εκλογές των ΗΠΑ οι δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι συχνά περιορισμένης σημασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη δομή του εκλογικού συστήματος της χώρας.

Τα πραγματικά όρια και οι δυνατότητες μιας έρευνας εκλογικής συμπεριφοράς στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Αναλύει ο Άγγελος Σεριάτος.

Θυμίζουμε πως στις ΗΠΑ, αντί να εκλέγεται με άμεση λαϊκή ψηφοφορία, ο πρόεδρος επιλέγεται έμμεσα μέσω του Σώματος των Εκλεκτόρων. Αυτό σημαίνει πως είναι πιθανό ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους από το κοινό να μην είναι ο νικητής.

Συγκεκριμένα, όταν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες ψηφίζουν τα πρόσωπα που απαρτίζουν το Σώμα Εκλεκτόρων. Το Σώμα Εκλεκτόρων συνεδριάζει μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές και είναι εκείνο που επιτελεί αυτό το έργο. Ο αριθμός των εκλεκτόρων από κάθε πολιτεία αντιστοιχεί περίπου στο μέγεθος του πληθυσμού της. Κάθε πολιτεία λαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερους εκλέκτορες όσο και νομοθέτες στο αμερικανικό Κογκρέσο. Η πολιτεία με τους περισσότερους εκλέκτορες, είναι η Καλιφόρνια (55), με το σύνολο των εκλεκτόρων να είναι 538. Κάθε εκλέκτορας αντιπροσωπεύει μία εκλογική ψήφο και ένας υποψήφιος πρέπει να κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων – 270 ή περισσότερες – για να κερδίσει την προεδρία.

Ωστόσο, αν ένας υποψήφιος κερδίσει το 50,1% των ψήφων σε μια πολιτεία, του απονέμονται όλες οι αντίστοιχες εκλογικές ψήφοι. Μόνο σε δύο πολιτείες, στο Μέιν και τη Νεμπράσκα, οι ψήφοι των εκλογικών σωμάτων διαιρούνται σύμφωνα με το ποσοστό των ψήφων που λαμβάνει κάθε υποψήφιος.

Θυμίζουμε σχετικά:

Το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε σχεδόν τρία εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά κέρδισε την προεδρία επειδή το σώμα εκλεκτόρων του έδωσε την πλειοψηφία.

Το 2000, ο Τζορτζ Μπους κέρδισε με 271 εκλογικές ψήφους, αν και ο Δημοκρατικός υποψήφιος Αλ Γκορ κέρδισε την ψήφο του λαού κατά περισσότερο από μισό εκατομμύριο. Οι John Quincy Adams, Rutherford B Hayes και Benjamin Harrison, έχουν επίσης κερδίσει χωρίς να λάβουν την απόλυτη πλειοψηφία από τις ψήφους του λαού.

Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις, περίπου δέκα πολιτείες αναμένεται να παίξουν καθοριστικό ρόλο φέτος. Με βάση τις πρόσφατες τάσεις, υπάρχουν επτά πολιτείες που θα κρίνουν εν πολλοίς το αποτέλεσμα: Νεβάδα, Αριζόνα, Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια, Βόρεια Καρολίνα και Τζόρτζια.

Το 2016, οι εθνικές δημοσκοπήσεις προέβλεψαν σωστά τη νίκη της Χίλαρι Κλίντον με λαϊκή ψήφο, ωστόσο δεν κατάφεραν να προβλέψουν τις νίκες του Σώματος των Εκλεκτόρων του Τραμπ στις κρίσιμες πολιτείες. Η υποτίμηση του αναποφάσιστου κοινού, έπαιξε κρίσιμο ρόλο.

Οι δε δημοσκοπήσεις του 2020 ήταν οι λιγότερο ακριβείς των τελευταίων 40 χρόνων, καθώς προέβλεπαν μεγαλύτερη νίκη του Μπάιντεν. Οι νίκες του Μπάιντεν στις πολιτείες της Αριζόνα, της Τζόρτζια, του Μίσιγκαν, της Νεβάδας, της Πενσυλβάνια και του Ουισκόνσιν, έκαναν τη διαφορά. Λάθη αυτού του μεγέθους αυξάνουν φυσικά τον σκεπτικισμό του κοινού για τις δημοσκοπήσεις, ειδικά μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι είναι ήδη επιφυλακτικοί ως προς το να απαντήσουν.

Εκτιμάται, πως στις φετινές εκλογές, οι οπαδοί του Τραμπ αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό να πάρουν θέση. Σε κάθε περίπτωση, από το 2022 και μετά οι περισσότερες εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν αλλάξει τις μεθόδους τους, βελτιώνοντας τις τεχνικές δειγματοληψίας και τη διατύπωση των ερωτήσεων, και εστιάζοντας περισσότερο στα καίρια ζητήματα πολιτικής. Πρακτικά, οι δημοσκοπήσεις αποτελούν – ειδικά για τις ΗΠΑ – μια “φωτογραφία” της στιγμής.

Το Magazine επικοινώνησε με τον Άγγελο Σεριάτο, Επικεφαλής Ερευνών της Prorata για να μας αναλύσει ενδελεχώς το φαινόμενο.

Το κρίσιμο 18% του συνόλου που ψηφίζει στις 7 αμφίρροπες πολιτείες

Όπως αναλύει ο Άγγελος Σεριάτος, Επικεφαλής Ερευνών της Prorata:

Σύμφωνα με το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται από ένα σώμα, το οποίο απαρτίζεται από 538 εκλέκτορες όλων των πολιτειών της χώρας, σύμφωνα με το πληθυσμιακό τους μέγεθος. Έτσι, οι Αμερικανοί πολίτες σε λίγες μέρες δεν θα ψηφίσουν για πρόεδρο, αλλά για εκλέκτορες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα εκλέξουν με απλή πλειοψηφία (270) τον επόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Ωστόσο, για την εκλογή των εκλεκτόρων ανά πολιτεία εφαρμόζεται (σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις) ένα απολύτως πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο σημαίνει ότι αν η μια πλευρά λάβει το 50% + 1 ψήφο σε μια πολιτεία, θα αποσπάσει και το σύνολο των εκλεκτόρων της, είτε αυτοί είναι 2, είτε 54. Έτσι, για παράδειγμα, αν στο Texas των 40 εκλεκτόρων, οι Ρεπουμπλικάνοι συγκεντρώσουν το 51% και οι Δημοκρατικοί το 49% της ψήφου, τότε οι πρώτοι θα έχουν στο πλευρό τους όλους τους εκλέκτορες της πολιτείας, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν θα έχουν κανέναν. Συνεπώς, το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ επιτρέπει την εκλογή προέδρου χωρίς την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας των ψήφων, όπως συνέβη για παράδειγμα το 2016.

Πρακτικά, η σταθερή εκλογική παράδοση των διάφορων περιοχών της χώρας μας επιτρέπει να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποια πλευρά θα «κόψει» πρώτη το νήμα στις περισσότερες πολιτείες, δημιουργώντας έτσι μια περίπου βέβαιη αριθμητική βάση εκλεκτόρων με την οποία εισέρχεται το κάθε κόμμα στην εκλογική κούρσα. Ειδικότερα, σε αυτή την αναμέτρηση, η έκβαση της μάχης σε επτά από τις 51 πολιτείες (Pennsylvania, Georgia, North Carolina, Michigan, Wisconsin, Arizona, and Nevada) θεωρείται με επιστημονικούς όρους απολύτως αμφίρροπη. Οι Ρεπουμπλικάνοι ξεκινούν με μια σχεδόν δεδομένη βάση 235 εκλεκτόρων, ενώ οι Δημοκρατικοί με μια αντίστοιχη 210 εκλεκτόρων, τοποθετώντας στον πυρήνα του ανταγωνισμού τους εναπομείναντες 93 που προέρχονται από τις παραπάνω επτά πολιτείες των 62 εκατομμυρίων κατοίκων, με στόχο τη συμπλήρωση του αναγκαίου αριθμού εκλεκτόρων (270). Πόσο εύκολη είναι, ωστόσο, η πρόβλεψη του νικητή σε επτά πολιτείες, ο πληθυσμός των οποίων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις περίπου όσο και της Ελλάδας; Και φυσικά, είναι εν τέλει οι πολιτικές έρευνες ανίχνευσης της κοινής γνώμης εργαλεία πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως έχει ευρέως εμπεδωθεί;

Αυτό που μπορεί με βεβαιότητα να κάνει μια πολιτική μέτρηση της κοινής γνώμης είναι να αποτυπώσει τους πολιτικούς συσχετισμούς μιας συγκεκριμένης περιόδου. Οι δημοσκοπήσεις, ούτε μπορούν να προβλέψουν εκλογικά αποτελέσματα, ούτε θα πρέπει να προβάλλονται ως εργαλεία που μπορούν να το πράξουν, και μάλιστα με ακρίβεια δεκαδικού. Γιατί πέρα από τους εγγενείς, δομικούς περιορισμούς της επιστήμης, όπως το συστηματικό και το τυχαίο σφάλμα μιας δειγματοληψίας, των οποίων επιχειρείται η αντιμετώπιση με σταθμίσεις, πολλαπλές μετρήσεις και άλλες περίπλοκες για το ευρύ κοινό τεχνικές, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που πρακτικά απαγορεύουν – τουλάχιστον με επιστημονικό τρόπο – να αντιμετωπίζονται οι πολιτικές έρευνες ως προβλεπτικά εργαλεία, όπως εσφαλμένα έχει ευρέως εμπεδωθεί.

Για παράδειγμα, πέρα από τους δομικούς δειγματοληπτικούς περιορισμούς, μεταξύ ενός πραγματικού εκλογικού αποτελέσματος και μιας προεκλογικής έρευνας διερεύνησης της πρόθεσης ψήφου απλώνεται ένας κρίσιμος γκρίζος χώρος αβεβαιότητας που σχετίζεται με τους εκλογείς και ο οποίος εκτείνεται πολύ πέρα από την λεγόμενη ζώνη των αναποφάσιστων. Αρκεί να κατανοήσουμε πχ. πως μια μέτρηση της πρόθεσης ψήφου αφορά στην αποτύπωση μιας δηλωθείσας και μόνο πρόθεσης εκλογικής προτίμησης (και όχι την ίδια την πράξη της ψήφου, η οποία για μια σειρά από λόγους μπορεί εν τέλει να διαφοροποιηθεί κατά την εκλογική διαδικασία) σε μια απολύτως φανταστική κάλπη από ένα δείγμα που επίσης κατά δήλωση του και μόνο προτίθεται να προσέλθει στην κάλπη, ανεξαρτήτως αν πράγματι εν τέλει το πράξει.

Η αβεβαιότητα φυσικά δεν περιορίζεται στα παραπάνω αλλά αφορά και έναν εξαιρετικά ευμεγέθη όγκο εκλογέων, ο οποίος δεν γνωρίζει τι θα ψηφίσει έως και την τελευταία στιγμή, και οποιαδήποτε εκτίμηση της τελικής τους συμπεριφοράς δεν αποτελεί παρά μια μάλλον εξαιρετικά επισφαλή υπόθεση εργασίας. Συνεπώς, τα τελευταία χρόνια έχουν καλλιεργηθεί προσδοκίες που δεν ανταποκρίνονται στις επιστημονικές δυνατότητες των εξαιρετικά πολύτιμων εργαλείων που αφορούν στη μέτρηση της κοινής γνώμης. Αν λοιπόν κανείς αντισταθεί σε επιστημονικά παράλογες προσδοκίες ως προς το τι μπορεί να κάνει μια δημοσκόπηση, τότε θα μεταβληθεί και η οπτική του απέναντι σε αυτό το εξαιρετικά χρήσιμο επιστημονικό εργαλείο για την κατανόηση και εκτίμηση (άλλα όχι πρόβλεψη) της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση, θα βοηθούσε να αναλογιστούμε τις πολλαπλάσιες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν φορείς διενέργειας δημοσκοπήσεων σε χώρες, όπως οι ΗΠΑ, όπου για την εκτίμηση του τελικού νικητή δεν αρκεί η γενικότερη καταγραφή της πιθανής εκλογικής συμπεριφοράς του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού αλλά ενός πολύ μικρότερου, το οποίο εν προκειμένω αποτελεί περίπου του 18% του συνόλου που ψηφίζει στις 7 αμφίρροπες πολιτείες. Και φυσικά, από κοινού με τους εγγενείς και άλλους περιορισμούς μιας δειγματοληπτικής έρευνας, ορισμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις φαίνεται πως δεν λειτούργησαν τα προηγούμενα χρόνια, ούτε στις ΗΠΑ ούτε και αλλού, υπερεκτιμώντας ή υποεκτιμώντας για παράδειγμα την τελική συμμετοχή κρίσιμων δημογραφικών κατηγοριών στις εκλογές ή χρησιμοποιώντας μικρά δείγματα σε πολιτείες – κλειδιά, αυξάνοντας το περιθώριο σφάλματος στις καθοριστικότερες για την εκτίμηση του αποτελέσματος περιοχές της χώρας. Παράλληλα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι κρίσιμες (και διαφορετικές κάθε φορά) μερίδες του πληθυσμού συστηματικά δεν συμμετέχουν σε έρευνες, αναπαράγοντας το φαινόμενο του «κρυφού ψηφοφόρου», σφάλμα για την αντιμετώπιση του οποίου εφαρμόζεται πλέον συνδυασμός σύνθετων μεθόδων.

Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με την συνεχή προσπάθεια για βελτίωση των εργαλείων ανίχνευσης της κοινής γνώμης στο πεδίο της εκλογικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να γίνει σαφές το εξής φαινομενικά – αλλά όχι και επιστημονικά – παράδοξο: παρά την απολύτως κρίσιμη πολιτική πληροφορία του ποιος υποψήφιος θα λάβει εν τέλει το 51%-52% και ποιος υποψήφιος το 48%-49% των εκλεκτόρων, οποιαδήποτε προεκλογική δημοσκόπηση παρουσίαζε μια εικόνα εντός των παραπάνω ορίων, είτε με την Kamala Harris είτε με τον Donald Trump ως νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, θα έχει εξίσου και απολύτως αποτυπώσει το προεκλογικό κλίμα στην παραδοσιακά σπουδαιότερη εκλογική διαδικασία παγκοσμίως. Και τούτη η – δύσκολη – παραδοχή αποτελεί το πρώτο βήμα για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του πολυτιμότερου εργαλείου που έχουμε στη διάθεση μας για να αφουγκραστούμε την κοινή γνώμη.