Η αναταραχή που κυριαρχεί στη διεθνή αγορά του καφέ, μία από τις μεγαλύτερες αγορές στον πλανήτη μαζί με τα φάρμακα, τα όπλα και τα ναρκωτικά, προοιωνίζει αύξηση διεθνών τιμών 10% – 15%, αλλά και ελλείψεις, λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας σε βασικές χώρες παραγωγής, όπως είναι η Βραζιλία και το Βιετνάμ. Ήδη από τις αρχές του 2024 η διεθνής τιμή του καφέ έχει αυξηθεί κατά 14,6%. Το θέμα ενδιαφέρει και τη Θεσσαλονίκη, η οποία επαξίως τις τελευταίες δεκαετίες φέρει τους τίτλους της «καφεδομάνας» και της «φραπεδούπολης». Καθόλου τυχαία στους χάρτες της πόλης που είχε τυπώσει το 2003 το τότε Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, ενόψει της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είχε πραγματοποιηθεί στο Πόρτο Καρράς, αλλά ονομαζόταν Θεσσαλονίκης, καθώς στην πόλη πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με πολύ εισαγόμενο κόσμο από την Ευρώπη, τα σημεία των καφέ σημαδεύονταν με τη φωτογραφία από ένα ποτήρι φραπέ και όχι με το κλασικό φλυτζάνι αχνιστού καφέ, που υπάρχει στους αντίστοιχους χάρτες πόλεων σε όλο τον κόσμο. Επίσης καθόλου τυχαία, στη Θεσσαλονίκη πωλείται ο ακριβότερος ίσως καφές της Ελλάδας, που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις -αν δεν ξεπερνάει- τα πέντε ευρώ, στις πιο δημοφιλείς περιοχές του κέντρου της πόλης. Άλλωστε στην αγορά της απόλαυσης του καφέ η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην πρωτοπορία. Ας μη ξεχνάμε ότι ο κρύος στιγμιαίος καφές, το αγαπητό… φραπεδάκι, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1957 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, εφευρέθηκε δηλαδή σε αυτά εδώ τα χώματα. Στα καφέ του κέντρου της πόλης εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1990 οι σόμπες – μανιτάρια, ώστε πολλοί -ανάμεσα τους μέχρι σήμερα οι θεριακλήδες καπνιστές- να πίνουν το καφεδάκι τους σε εξωτερικούς χώρους ακόμη και τα Χριστούγεννα. Στα καφέ της πλατείας Αριστοτέλους πρωτοβγήκαν σε πλατείες οι… καναπέδες και στην Αλεξάνδρου Σβώλου οι… κούνιες, ενώ σε γωνιές του κέντρου της πόλης αναβιώνει τα τελευταία χρόνια η ιδιότητα -και μαζί ο μύθος- της… καφετζούς. Άλλωστε ο δήμος Θεσσαλονίκης είναι πρώτος στην Ελλάδα στην αναλογία κατοίκων ανά άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος, οι περισσότερες εκ των οποίων αφορούν τα καφέ.
Κρίση στην εστίαση
Στην ουσία μια διεθνής κρίση στην αγορά του καφέ θα δοκιμάσει στη Θεσσαλονίκη ολόκληρο τον κλάδο της εστίασης, που αναπτύσσεται πέριξ της… καφεποσίας. Διότι το συγκεκριμένο αφέψημα δεν μπορεί να αντικατασταθεί στην Ελλάδα από οτιδήποτε άλλο. Παράλληλα αποτελεί αφορμή για μακρού χρόνου συναντήσεις φίλων στα στέκια, που παράλληλα με τον καφέ παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για να καλλιεργηθεί η κοινωνικότητα των ανθρώπων. Ήδη ακούγονται γκρίνιες για τις ακριβές τιμές των διαφόρων τύπων καφέ που προσφέρονται στην πόλη και θα ενταθούν εάν υπάρξει αισθητή αύξησή τους. Από την άλλη, το αντεπιχείρημα των καταστημάτων εστίασης που τους προσφέρουν είναι ο μακρύς χρόνος που κρατάνε αυτές οι κοινωνικές ή επαγγελματικές συναντήσεις, αφού έχοντας παραγγείλει ένα καφεδάκι κάποιος μπορεί να καθίσει στο τραπεζάκι -δηλαδή στις καρέκλες, αφού οι άνθρωποι δεν κάθονται στα τραπέζια, όπως επέμεινε ο Γιάννης Γκιωνάκης στον απολαυστικό ρόλο του Μπρίλη στην περίφημη ταινία «Κίτρινα γάντια»- δύο ώρες ή και περισσότερο.
Βέβαια οι Έλληνες -και οι Θεσσαλονικείς- δεν πίνουν καφέ μόνο εκτός σπιτιού. Όσο κι αν έχει αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που προσφέρουν καφέ με τις μεθόδους του delivery και του take away, δηλαδή στο σπίτι ή στο γραφείο από τη μια και στο χέρι ή αν προτιμάτε στο… πόδι από την άλλη, οι περισσότεροι εξακολουθούν να απολαμβάνουν τον πρώτο καφέ της ημέρας στο σπίτι τους, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει και με τον τελευταίο, τον απογευματινό ή βραδινό καφέ. Αυτό σημαίνει ότι πρόβλημα από τις προσεχείς ανατιμήσεις στον καφέ θα αντιμετωπίσουν και όσοι κάνουν προμήθειες από τα ράφια των σούπερ μάρκετ, όπου ήδη τα τελευταία δύο χρόνια οι τιμές έχουν απογειωθεί.
Ανθεί το λαθρεμπόριο
Η σημασία της αγοράς του καφέ για την ελληνική οικονομία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από το 2017, όταν η τότε κυβέρνηση επέβαλε στον καφέ Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, όπως συμβαίνει με τα τσιγάρα, το αλκοόλ και τα καύσιμα, στα δημόσια ταμεία εισρέουν 140 εκατ. ευρώ ετησίως. Δηλαδή σε 7,5 χρόνια το ελληνικό Δημόσιο έχει εισπράξει γύρω στο ένα δισ. ευρώ, μια πολύ καλή… μπάζα στην πλάτη μιας συνήθειας που για πολλούς φτάνει στα όρια της εξάρτησης ή της λατρείας. Υπάρχουν, όμως, και τα… περίεργα, όπως σε κάθε υπερφορολογημένη αγορά. Διότι οι ετήσιες ανάγκες της εγχώριας αγοράς καφέ υπολογίζονται σε 40.000 τόνους, ποσότητα σχετικά σταθερή τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η χώρα μας το 2023 υποδέχθηκε πάνω από 30 εκατομμύρια τουρίστες, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από χώρες που καταναλώνουν πολύ καφέ και άρα η κατανάλωση αυξάνει αισθητά, η ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς έναντι του 2022 ήταν σε επίπεδο όγκου μόλις 1,6%. Όπως εξηγούν αυτοί που βρίσκονται στο χώρο αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει εκτεταμένη διακίνηση λαθραίου καφέ, που αγγίζει το 10% – 15% της συνολικής αγοράς, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο τόσο για τα δημόσια οικονομικά, όσο και για τον υγιή ανταγωνισμό, που νοθεύεται σε μεγάλο βαθμό.