Τρεις κομβικής σημασίας ενστάσεις προς την Τουρκία, οι οποίες άπτονται των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εμπεριέχει, σύμφωνα με πληροφορίες, το προσχέδιο της έκθεσης για τη διεύρυνση, που παρουσιάζεται σήμερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πέρα από το περιεχόμενο, ιδιαίτερη σημασία έχει και ο χρονισμός της επισήμανσης των συγκεκριμένων ενστάσεων, καθώς συμπίπτει με την κινητικότητα που καταγράφεται τις τελευταίες βδομάδες στο Κυπριακό, με κορυφαία εξέλιξη την πρόσκληση που έλαβε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης για μια συνάντηση με τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, η οποία προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί σήμερα. Με βάση τα κύρια σημεία που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο της έκθεσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκεί πιέσεις στην Αγκυρα όσον αφορά τη στάση της στο Κυπριακό, την επιλογή της να υπάρχουν αναφορές εντός των σχολικών βιβλίων στη «Γαλάζια Πατρίδα» και την έλλειψη προόδου αναφορικά με το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, το οποίο παραμένει σε εκκρεμότητα.

Στο κομμάτι που αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – με την επίσκεψη Φιντάν στην Αθήνα να επίκειται στις 8 Νοεμβρίου – από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζεται ιδιαίτερη ανησυχία για τις αναφορές στη «Γαλάζια Πατρίδα» που εμπεριέχουν τα σχολικά βιβλία, ενώ τονίζεται πως δεν έχουν υπάρξει βήματα προόδου στο ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Παράλληλα, ως σημαντική αξιολογείται η αναφορά της έκθεσης και στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Απριλίου του 2024 με την οποία υπογραμμιζόταν πως η εποικοδομητική δέσμευση της Τουρκίας θα συνέβαλλε στην προώθηση των διαφόρων τομέων συνεργασίας. Οπως έγινε γνωστό, στο προσχέδιο σημειώνεται επίσης η βελτίωση που παρατηρήθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2023. Ως προς τις θετικές παρατηρήσεις του προσχεδίου, ειδική μνεία γίνεται στο γεγονός ότι από πλευράς Τουρκίας ατόνησε σε συχνότητα η εμπρηστική ρητορική, ενώ επισημαίνεται ότι στο πεδίο η Αγκυρα δεν λαμβάνει μέρος σε μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες γεώτρησης στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε πραγματοποιεί πτήσεις στο Αιγαίο πάνω από ελληνικά νησιά.

Για το Κυπριακό, το ζήτημα που βρίσκεται επί του παρόντος στην κορυφή του διπλωματικού ενδιαφέροντος, με βάση το προσχέδιο της έκθεσης η Κομισιόν αναμένεται να ζητήσει σήμερα από την Τουρκία να παρέχει ενεργή υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις με στόχο μια δίκαιη, συνολική και βιώσιμη διευθέτησή του, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ και το κεκτημένο. Οπως ρητά αναφέρεται στο προσχέδιο, από την Τουρκία ζητείται «να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της στις συνομιλίες διευθέτησης του Κυπριακού». Ταυτόχρονα, από την Κομισιόν επισημαίνεται πως η Αγκυρα εξακολουθεί να υποστηρίζει μια «λύση δύο κρατών», θέση η οποία είναι αντίθετη με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στο προσχέδιο της έκθεσης, είναι «υψίστης σημασίας» να δεσμευτεί η Τουρκία στο να συμβάλει ενεργά σε μια «δίκαιη, συνολική και βιώσιμη διευθέτηση του Κυπριακού, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, στη βάση μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας».

Σημειώνεται δε πως οι συγκεκριμένες υποδείξεις απευθύνονται στην Αγκυρα σε μια χρονική στιγμή που, πέραν της σημερινής κρίσιμης συνάντησης στον Λευκό Οίκο, στον ορίζοντα υπάρχει και η διευρυμένη άτυπη συνάντηση που ανέλαβε να οριστικοποιήσει ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, με τη συμμετοχή των 3 εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) και την προσθήκη του ειδικού απεσταλμένου που θα ορίσει η ΕΕ προσεχώς, προς το τέλος Νοεμβρίου.

Εκτός από τις ενστάσεις προς την Τουρκία, στο προσχέδιο της έκθεσης για τη διεύρυνση περιλαμβάνονται θέσεις της Κομισιόν που αφορούν την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Αναφορικά με την Αλβανία, τονίζεται η σημασία της προώθησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και η ελευθερία των ΜΜΕ, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας καθώς και τα δικαιώματα των μειονοτήτων ενώ, όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, σημειώνεται πως οι διμερείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, «πρέπει να εφαρμοστούν καλή τη πίστη» και από τις δύο χώρες.