Μέχρι πριν από 20 χρόνια περίπου την ημέρα του Αγίου Πνεύματος -συνήθως μια Δευτέρα του Ιουνίου 50 ημέρες μετά την Ανάσταση και το Πάσχα- τα εμπορικά καταστήματα στη Θεσσαλονίκη ήταν ανοιχτά. Τόσο η αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ κλπ.), όσο και τα τρόφιμα λειτουργούσαν κανονικά, ενώ κλειστά παρέμεναν το δημόσιο, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συναφή. Κατά κάποιο τρόπο η γιορτή του Αγίου Πνεύματος ξεκαθάριζε τα πράγματα. Μετά ήρθε η πολιτική. Εν προκειμένω η νομαρχία Θεσσαλονίκης με εκλεγμένο νομάρχη έκλεισε εκείνη την ημέρα το σύνολο των εμπορικών δραστηριοτήτων.
Καλοκαίρι ήταν, ένα τριήμερο στη Χαλκιδική, στην Πιερία, στη Θάσο ή ακόμη και… ξάπλα στο σπίτι θεωρήθηκε πολύ καλή και ανέξοδη παροχή προς τους εμπόρους και τους εμποροϋπαλλήλους, αφού εκ της φύσεώς της η αγορά έχει τα δυσκολότερα ωράρια. Ακολούθησε η συνήθεια της… καλοπέρασης. Όλοι οι εμπλεκόμενοι -κυρίως ο εμπορικός κόσμος- συναίνεσαν και εξακολουθούν να συναινούν, ώστε η ημέρα του Αγίου Πνεύματος να είναι αργία στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο που άλλαξε είναι η Νομαρχία, που έδωσε τη θέση της στην Περιφέρεια, η οποία είναι, πλέον, η αρμόδια αρχή που εκδίδει την τελική απόφαση, ώστε η αργία να καθίσταται υποχρεωτική. Έτσι οι μεμονωμένοι έμποροι δεν πιέζονται τη συγκεκριμένη ημέρα από τα πολυκαταστήματα, τα εμπορικά κέντρα και τις μεγάλες ελληνικές και ξένες αλυσίδες, που επίσης παραμένουν με τα ρολά κατεβασμένα. Αντιθέτως, οι Θεσσαλονικείς μαγαζάτορες και το προσωπικό τους είχαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν και λόγω της υψηλής ζέστης, να κάνουν τα μπάνια και την εκδρομή τους.
Με αυτά τα δεδομένα στην αργία της περασμένης Δευτέρας ξένοι επισκέπτες στη Θεσσαλονίκη τριγύριζαν στο κέντρο της πόλης, στην Τσιμισκή, στην Αγίας Σοφίας, στην Ερμού, στην Αριστοτέλους, στη Βενιζέλου, στην Ίωνος Δραγούμη, στη Φράγκων -άλλωστε σε όλους αυτούς τους δρόμους και τους μικρότερους υπάρχουν, πλέον, καταλύματα. Κοιτούσαν βιτρίνες, αλλά ακόμη και εάν ήθελαν δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν. Βέβαια, στην Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα του ευρύτερου ελληνικού -και πιο τουριστικού- νότου, τα πράγματα ήταν και αυτή τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος διαφορετικά. Η αγορά παρέμεινε ανοιχτή και εξυπηρετούσε τόσο τους ντόπιους, όσο και τους επισκέπτες. Φυσικά ο τουρισμός που υπάρχει στην Αθήνα είναι πολύ περισσότερος από της Θεσσαλονίκης, αλλά και ποιοτικότερος, με την έννοια ότι οι επισκέπτες της πρωτεύουσας είναι σε σημαντικό βαθμό υψηλού οικονομικού επιπέδου.
Αυτή είναι η βασική δικαιολογία των εμπόρων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι κατ’ επανάληψη και με κάθε ευκαιρία δηλώνουν διατεθειμένοι να κρατήσουν ανοιχτές τις επιχειρήσεις τους πέραν των συμβατικών ημερών και ωραρίων μόνο εφόσον είναι σίγουροι ότι η αγορά θα έχει κόσμο και τα μαγαζιά τους δουλειά. Μια δικλείδα ασφαλείας εντελώς ασυνήθιστη για επιχειρήσεις, οι οποίες προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους (υποτίθεται ότι) σχεδιάζουν, επενδύουν και περιμένουν αποτελέσματα όχι απαραιτήτως βραχυπρόθεσμα, αλλά μεσοπρόθεσμα.
Μια λογική που προφανώς δεν καλύπτει την μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα του εμπορίου της Θεσσαλονίκης, που δείχνει να περιορίζεται στο σχήμα επιλέγω κλάδο, αγοράζω προϊόντα, διαμορφώνω μια καλή βιτρίνα, κοστολογώ συνυπολογίζοντας το κέρδος και πουλάω, με βασικό πλεονέκτημα περισσότερο το σημείο, ειδικά εάν πρόκειται για πέρασμα, παρά την τακτική πελατεία και τις ανάγκες της, που υπάρχει βέβαια κι αυτή, αλλά για να… βρίσκεται. Πρόκειται για κλασική εμπορική συνταγή, που ενώ λειτουργεί μέχρι ενός σημείου, δεν ενσωματώνει σχεδόν τίποτα από τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στον τρόπο της ζωής. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη είναι σαφές ότι το… κλασικό εμπόριο δεν λαμβάνει υπόψιν του ούτε καν την αύξηση της επισκεψιμότητας, που σε κανονικές συνθήκες πρέπει να αποτελεί στόχο πρωτίστως για τους εμπόρους. Διότι ο όγκος του προσφερόμενου εμπορίου έχει αυξηθεί περισσότερο από τον πληθυσμό και την οικονομική δυνατότητα των ντόπιων.
Επίσης, η απολύτως κλασική, κατά κάποιον τρόπο στεγνή, προσέγγιση της εμπορικής διαδικασίας στη Θεσσαλονίκη δεν λαμβάνει υπόψιν της ούτε την αλλαγή του τρόπου ζωής και εργασίας, με τα συνεχή ωράρια να επικρατούν. Ούτε, όμως, και τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, καθώς η πάλαι ποτέ φτωχομάνα, που αναπτύχθηκε δυναμικά μέχρι τη δεκαετία του 2000, γνωρίζει τις τελευταίες δεκαετίες έντονη κάμψη. Σε κάθε περίπτωση το στεγασμένο εμπόριο της πόλης παραμένει παραδοσιακό και… ακίνητο. Όχι μόνο δεν εκσυγχρονίζεται σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας του, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις κάνει βήματα πίσω. Διότι η αγορά της Θεσσαλονίκης αποτελεί πλεονέκτημα για τον κοσμοπολιτισμό και την εξωστρέφεια της πόλης, που χρόνια προσπαθεί -και σε αυτή τη φάση με περισσότερη ένταση και επαγγελματισμό- να καταστεί τουριστικός προορισμός. Σε αυτή την κατεύθυνση ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή του εμπορίου μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά, προς όφελος όλων.
Μόνο που οι… αυτοματισμοί ανήκουν στο παρελθόν, όπως και οι καλές ιδέες, που από μόνες τους δεν λειτουργούν. Χρειάζεται σύστημα, υπομονή, επιμονή, αυτό που στην υγιή επιχειρηματική ορολογία ονομάζουμε επένδυση. Όσο πιο γρήγορα γίνει αντιληπτή ως αναγκαία αυτή η συνθήκη, τόσο καλύτερες θα είναι οι προοπτικές για το τοπικό εμπόριο. Το οποίο ναι μεν έχει συρρικνωθεί από τους μεγάλους -στο ιστορικό κέντρο λιγότερο από 15% του τζίρου κάνουν τα μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα- αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την κρίσιμη εκείνη μάζα που προσφέρει διεξόδους επιβίωσης και ανάπτυξης.