Η κατάληψη της Αλβανίας από τη φασιστική Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939, υποχρέωσε το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού να αναθεωρήσει το στρατηγικό σχεδιασμό του, ώστε να είναι δυνατή η αντιμετώπιση, πέραν της Βουλγαρίας, και της Ιταλίας.
Σύμφωνα με το νέο πολεμικό σχεδιασμό, ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση θα αναχαιτιζόταν από το Δ’ και το Ε’ Σώμα Στρατού, που έδρευαν στην Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορούσε την αντιμετώπιση του ιταλικού κινδύνου, η ανεξάρτητη ενισχυμένη VIII Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα θα ενεργούσε στην περιοχή της Ηπείρου, ενώ το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) με έδρα την Κοζάνη (στον εν λόγω σχηματισμό υπάγονταν το Β’ και το Γ’ Σώμα Στρατού, με έδρα τη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα) θα υπερασπιζόταν την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Ενδιαμέσως, στην οροσειρά της Πίνδου, θα ανέπτυσσε επιχειρησιακή δράση, υπό το ΤΣΔΜ, το Απόσπασμα Πίνδου, που έδρευε στο Επταχώρι.
Η εν λόγω αναθεώρηση του ελληνικού στρατηγικού σχεδιασμού αποδείχθηκε μια κίνηση σοφή, καθώς από τις αρχές του 1940 η Ιταλία άρχισε να παραβιάζει συστηματικά την εδαφική κυριαρχία της χώρας μας και να επιχειρεί να πλήξει το κύρος της.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση την ιταλική προκλητικότητα, που κορυφώθηκε με τον τορπιλισμό της «Έλλης» στο λιμένα της Τήνου, το Δεκαπενταύγουστο του 1940.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ο Γκράτσι επέδωσε το ιταμό τελεσίγραφό του στον Ιωάννη Μεταξά και ξεκίνησε η ιταλική επίθεση κατά των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην ελληνοαλβανική μεθόριο, η χώρα μας, παρά τη διπλωματική απομόνωσή της, αποφάσισε να προασπίσει με όλα τα διαθέσιμα μέσα την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητά της.
Η αμυντική τοποθεσία που επιλέχθηκε για την αναχαίτιση της ιταλικής επίθεσης ήταν η γραμμή Πίνδου – Ελαίας – Καλαμά, η οποία βρίσκεται εντός της ελληνικής επικράτειας, σε απόσταση 5-20 χιλιομέτρων από την ελληνοαλβανική μεθόριο.
Η εν λόγω γραμμή άμυνας εκκινεί από το Ιόνιο πέλαγος, ακολουθεί την υδάτινη γραμμή του ποταμού Καλαμά έως τις πηγές του, στην περιοχή της Ελαίας, και καταλήγει στον ορεινό όγκο της Πίνδου, στο Γράμμο.
Υπεύθυνο για την υπεράσπιση της Πίνδου ήταν το θρυλικό Απόσπασμα Πίνδου, που τελούσε υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Το Απόσπασμα, συνολικής δύναμης περίπου 2.000 ανδρών, συνίστατο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού, ένα λόχο προκαλύψεως, έναν ουλαμό Ιππικού, ένα λόχο Ημιονηγών, μία διμοιρία Διαβιβάσεων, μία ορειβατική πυροβολαρχία των 75 χιλ. και έναν ουλαμό Πυροβολικού των 65 χιλ.
Ο Δαβάκης και οι άνδρες του θα επιχειρούσαν να αποτρέψουν τη διείσδυση των ιταλικών δυνάμεων στις ορεινές διαβάσεις της Πίνδου που οδηγούσαν εκ δυσμών προς ανατολάς και να λειτουργήσουν ως σύνδεσμος μεταξύ των ελληνικών τμημάτων που ενεργούσαν στην Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία.
Απέναντι στο Απόσπασμα Πίνδου του Δαβάκη βρέθηκε η 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», συνολικής δύναμης περίπου 10.800 ανδρών.
Οι άνδρες της «Τζούλια» είχαν λάβει εντολή να κινηθούν διαμέσου των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου προς το Μέτσοβο και να αποκόψουν την οδό διαφυγής των ελληνικών τμημάτων της Ηπείρου προς ανατολάς.
Η ιταλική επίθεση στην περιοχή της Πίνδου εκδηλώθηκε στις 5:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στον κεντρικό τομέα της αμυντικής τοποθεσίας αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν τις απογευματινές ώρες στη γραμμή Πάτωμα – Μούκα – Επάνω Αρένα, ενώ εκείνα που βρίσκονταν στον αριστερό και το δεξιό τομέα κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους.
Τις δύο επόμενες ημέρες, και κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες, η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα, γεγονός που υποχρέωσε το Απόσπασμα Πίνδου να συμπτυχθεί στη γραμμή Σαμαρίνα – Κούτσουρο – Τσούκα.
Το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο έδωσε τότε εντολή στην Ι Μεραρχία να ενισχύσει την αμυντική προσπάθεια του Αποσπάσματος Πίνδου.
Η εν λόγω μεραρχία, αφού προωθήθηκε στο Επταχώρι και ανασυγκρότησε τα αμυνόμενα τμήματα, εξαπέλυσε την 1η Νοεμβρίου αντεπίθεση κατά του αριστερού πλευρού της «Τζούλια», με σκοπό την ανακατάληψη των απολεσθέντων εδαφών.
Η επιθετική αυτή ενέργεια ήταν περιορισμένης κλίμακας, αλλά κατάφερε να σταθεροποιήσει τη γραμμή του μετώπου και να αναπτερώσει το ηθικό των ελλήνων στρατιωτών.
Την επομένη οι αλπινιστές της «Τζούλια», χωρίς να λάβουν μέτρα για την κάλυψη του αριστερού τους πλευρού, συνέχισαν την επιθετική κίνησή τους προς νότον και κατέλαβαν τα χωριά Σαμαρίνα και Δίστρατο.
Έτσι, όταν η Ι Μεραρχία κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι και το χωριό Φούρκα, στις 2 και τις 3 Νοεμβρίου, αποκόπηκαν τα ιταλικά τμήματα που είχαν προελάσει προς νότον.
Εξάλλου, το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου η προωθηθείσα Ταξιαρχία Ιππικού ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα.
Η Ι Μεραρχία, ενισχυθείσα πλέον και από τη Μεραρχία Ιππικού, συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερη ορμή την επίθεσή της από τις 4 έως τις 6 Νοεμβρίου.
Η «Τζούλια» περιήλθε σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση ενόσω υποχωρούσε, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της κινδύνευε να αποκοπεί στο Δίστρατο.
Η επέμβαση της 47ης Μεραρχίας «Μπάρι» ήταν εκείνη που επέτρεψε τη διαφυγή των υπολειμμάτων της «Τζούλια» διαμέσου των διαβάσεων του Σμόλικα.
Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί υποχώρησαν προς την κατεύθυνση της Κόνιτσας, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν να προελαύνουν έως τις 13 Νοεμβρίου, όταν και ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της αμυντικής γραμμής στην Πίνδο, από το Σμόλικα έως το Γράμμο.
Η επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων στη Μάχη της Πίνδου, με την πολύτιμη και συγκινητική συνδρομή των κατοίκων της περιοχής (μεταφορά πυρομαχικών, τροφίμων και λοιπών εφοδίων στην πρώτη γραμμή του μετώπου), ήταν καθοριστική για την έκβαση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, καθώς αποσόβησε τον κίνδυνο διαχωρισμού των ελληνικών δυνάμεων που πολεμούσαν στην Ήπειρο από εκείνες που ενεργούσαν στη Δυτική Μακεδονία.
Πέραν τούτου, η συντριβή επίλεκτων μονάδων του Ιταλικού Στρατού αφενός εξύψωσε το φρόνημα των ελλήνων στρατιωτών και αφετέρου επέφερε ένα ισχυρό πλήγμα στο ηθικό του αντιπάλου.
Βεβαίως, το τίμημα που κλήθηκαν να καταβάλουν οι ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος στη Μάχη της Πίνδου ήταν βαρύτατο από την άποψη των απωλειών (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι αξιωματικοί και οπλίτες).
Στην περιοχή της Ηπείρου, την υπεράσπιση του πατρίου εδάφους είχε αναλάβει η καταλλήλως ενισχυμένη VIII Μεραρχία, που τελούσε υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.
Η VIII Μεραρχία του Κατσιμήτρου, συνολικής δυνάμεως 35.000 ανδρών, είχε λάβει εντολή να αναχαιτίσει την ιταλική προέλαση στην περιοχή Ελαίας – Καλαμά, στη γραμμή του ποταμού Αράχθου, ώστε να αποτραπεί η διείσδυση του αντιπάλου προς την Αιτωλοακαρνανία.
Ο υποστράτηγος είχε κατανείμει προς τούτο τις δυνάμεις του σε τρεις κύριους τομείς: Νεγράδων, Καλαμά και Θεσπρωτίας.
Απέναντι στις ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή της Ηπείρου είχε αναπτυχθεί το 25ο Σώμα Στρατού Τσαμουριάς, συνολικής δυνάμεως 42.000 ανδρών, υπό το στρατηγό Κάρλο Ρόσι.
Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, οι ιταλικές δυνάμεις θα προέβαιναν εντός των πρώτων τεσσάρων ημερών στην κατάληψη του κόμβου Ελαίας, θα ακολουθούσε δε προέλαση προς τα Ιωάννινα, την Ηγουμενίτσα και την Πρέβεζα, με την υποστήριξη ισχυρών αεροπορικών δυνάμεων.
Στον τομέα Νεγράδων θα ανέπτυσσε επιχειρησιακή δράση η 23η Μεραρχία «Φεράρα», ενισχυμένη με άρματα μάχης της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κενταύρων».
Στον τομέα Καλαμά θα ενεργούσε η 51η Μεραρχία «Σιένα», στο δε τομέα Θεσπρωτίας η Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες Πεζικού και Πυροβολικού.
Οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την επίθεσή τους σε ολόκληρο το μέτωπο της Ηπείρου στις 5:30 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου.
Βάσει του αμυντικού σχεδίου που είχε εκπονήσει η ελληνική στρατιωτική διοίκηση, τα τμήματα προκαλύψεως προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και ακολούθως άρχισαν να συμπτύσσονται προς τις καθορισμένες θέσεις, επιβραδύνοντας την προέλαση του εχθρού.
Η εν λόγω σύμπτυξη διήρκεσε δύο ημέρες, μέχρι να εγκατασταθούν τα τμήματα προκαλύψεως στην κύρια αμυντική τοποθεσία Καλαμάς – Ελαία – Γκραμπάλα – Ύψωμα Κλέφτης.
Στις 9:00 της 2ας Νοεμβρίου άρχισε η κύρια επίθεση των Ιταλών κατά της τοποθεσίας Ελαίας – Καλαμά.
Αφού προηγήθηκαν, έως το μεσημέρι, αεροπορικοί βομβαρδισμοί και βολές πυροβολικού, οι άνδρες της Μεραρχίας «Φεράρα» επιτέθηκαν στην τοποθεσία Ελαία.
Η επίθεση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα, ενώ τα εύστοχα πυρά του ελληνικού Πυροβολικού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στις τάξεις της ιταλικής μεραρχίας.
Στις 3 Νοεμβρίου έλαβαν χώρα νέες αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών, κυρίως στον τομέα Νεγράδων.
Στις 16:00 οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση κατά του λόφου Καλπακίου, με άρματα μάχης πλαισιωμένα από μοτοσικλετιστές.
Τα ελληνικά τμήματα προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και κατάφεραν, με τη βοήθεια του Πυροβολικού και των αντιαρματικών κωλυμάτων, να αποκρούσουν την επίθεση των ιταλικών τεθωρακισμένων.
Στις 4 Νοεμβρίου, προετοιμάζοντας μια νέα επίθεση την επομένη, οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και βολές πυροβολικού καθ’ όλο το μήκος του μετώπου.
Πράγματι, στις 14:30 της 5ης Νοεμβρίου δυνάμεις του ιταλικού Πεζικού και άρματα μάχης εξαπέλυσαν επίθεση μεγάλης κλίμακας, με την υποστήριξη της Αεροπορίας και του Πυροβολικού.
Τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν και πάλι να απωθήσουν τους Ιταλούς και να τους προκαλέσουν σοβαρές απώλειες.
Οι Ιταλοί συνέχισαν να επιτίθενται επί ματαίω κατά της Ελαίας έως τις 8 Νοεμβρίου.
Από τις 9 Νοεμβρίου και μετά άρχισαν να συμπτύσσονται και να περιέρχονται σε κατάσταση άμυνας.
Η VIII Μεραρχία του Κατσιμήτρου κατάφερε, με σκληρό αγώνα και σημαντικές απώλειες, να συγκρατήσει τις επίλεκτες ιταλικές μεραρχίες προ της τοποθεσίας Ελαίας – Καλαμά και να τις υποχρεώσει να αναστείλουν τις επιθετικές επιχειρήσεις τους.
*Οι φωτογραφίες (στην πλειονότητά τους) και τα σχεδιαγράμματα (στο σύνολό τους) που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Γενικού Επιτελείου Στρατού (army.gr).