Η μεταπολεμική ποιήτρια, που γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1932, δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τη βαθιά απελπισία της από τις απανωτές απορρίψεις τόσο των εκδοτών όσο και του αντικείμενου του πόθου της. Λόγος γίνεται για τη Σύλβια Πλαθ.

Φρόντισε να θυμηθεί τα παιδιά, αφήνοντας γάλα και ψωμί για τα δύο νήπια ώστε να τα βρουν όταν ξυπνήσουν. Γέμισε τις χαραμάδες των θυρών και των παραθύρων με πανιά και πετσέτες. Μετά άνοιξε το γκάζι.

Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1963, μια Δευτέρα, μια νοσοκόμα βρήκε την ποιήτρια Σύλβια Πλαθ στο διαμέρισμά της στην Fitzroy Road στο Λονδίνο, μια διεύθυνση όπου κάποτε είχε ζήσει ο ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς.

Ήταν «ξαπλωμένη στο πάτωμα της κουζίνας με το κεφάλι της ακουμπισμένο στον φούρνο», σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα St Pancras Chronicle.

Η Σύλβια Πλαθ είχε αυτοκτονήσει. Ήταν 30 ετών.

Επειδή ο θάνατος ήταν αυτοκτονία, η οικογένεια της Σύλβια Πλαθ δεν τον διαφήμισε ιδιαίτερα, δήλωσε ο εκδότης Πίτερ Κ. Στέινμπεργκ, μαζί με τη συγγραφέα Κάρεν Κούκιλ, του βιβλίου «The Letters of Sylvia Plath».

Και παρόλο που ήταν μια δημοσιευμένη ποιήτρια που είχε λάβει καλές κριτικές και είχε αποφασιστικά βρει το δρόμο της σε έναν λογοτεχνικό κόσμο που κυριαρχούνταν από άνδρες, ο Τύπος δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία.

Υπήρξαν, ωστόσο, κάποιες οκτάστιχες ανακοινώσεις θανάτου με μικροσκοπικά γράμματα στις εφημερίδες The Boston Globe και The Boston Herald. Για να τις βρει ένας προσεκτικός αναγνώστης, έπρεπε να ψάξει κάτω από το «Χ», για το επίθετο της Πλαθ από τον γάμο της με τον Τεντ Χιουζ.

Η εφημερίδα της γενέτειρας της Πλαθ, The Townsman of Wellesley, ανέφερε ψευδώς ότι πέθανε από «πνευμονία λόγω ιού».

Επισήμανε τη λογοτεχνική της καριέρα, «ως ποιήτρια και συγγραφέα» αλλά δεν ανέφερε την ποιητική της συλλογή, «The Colossus», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960 με θετικές κριτικές στον βρετανικό Τύπο, ούτε ανέφερε ότι ποιήματά της είχαν τυπωθεί σε περιοδικά κύρους όπως το New Yorker.

Το ρεπορτάζ της St. Pancras Chronicle ήταν πιο ικανοποιητικό και πιο αληθινό.

«Τραγικός θάνατος νεαρής συγγραφέως», έγραφε ο τίτλος, πριν υποτάξει τη φήμη της σε εκείνη του συζύγου της.

«Βρέθηκε με το κεφάλι της στον φούρνο αερίου στην κουζίνα του σπιτιού τους στην Fitzroy-road, N.W. 1, την περασμένη εβδομάδα η 30χρονη συγγραφέας κυρία Σύλβια Πλαθ Χιουζ, σύζυγος ενός από τους πιο γνωστούς σύγχρονους ποιητές της Βρετανίας, του Τεντ Χιουζ», ανέφερε το άρθρο.

Συνεχίζει λέγοντας ότι ο γιατρός της είχε κανονίσει να την δει ψυχίατρος, «αλλά το γράμμα παραδόθηκε σε λάθος διεύθυνση».

Κατέληγε με την ετυμηγορία του ιατροδικαστή ότι η Πλαθ πέθανε από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, «ότι αυτοκτόνησε».

Εκείνη τη στιγμή, ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Σύλβια Πλαθ μπορεί να ήθελε αυτό το τέλος. Είχε αποξενωθεί από τον Χιουζ αφού ανακάλυψε ότι είχε σχέση με μια άλλη γυναίκα, την Άσια Γουέβιλ.

Στις 28 Δεκεμβρίου 1962, λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό της, ο Άλφρεντ Α. Κνοπφ, που είχε εκδώσει την ποίησή της, είχε απορρίψει το μυθιστόρημά της «Ο Γυάλινος Κώδων». Η Τζούντιθ Τζόουνς, η εκδότρια που έστειλε στην Πλαθ μια ακόμη ειδοποίηση απόρριψης, δεν προσπάθησε ούτε καν να την απαλύνει.

«Για να είμαστε ειλικρινείς μαζί σας, δεν αισθανθήκαμε ότι είχατε καταφέρει να χρησιμοποιήσετε το υλικό σας με επιτυχία και μυθιστορηματικό τρόπο», έγραφε η Τζόουνς, στην οποία αποδίδεται η διάσωση του ημερολογίου της Άννας Φρανκ από το σωρό των απορριμμάτων και η ανακάλυψη της μαγείρισσας-τηλεπερσόνας Τζούλια Τσάιλντ.

Η Τζόουνς δήλωσε ότι βρήκε τη στάση που εκφράζεται στο πρώτο μισό του «Γυάλινου Κώδωνα», για τις περιπέτειες της νεαρής ηρωίδας ως ασκούμενης σε περιοδικό στη Νέα Υόρκη, «απολύτως φυσιολογική» και ότι της άρεσε αρκετά.

Όσο για το δεύτερο μισό, η Τζόουνς έγραψε: «Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη ως αναγνώστρια να δεχτώ την έκταση της ασθένειάς της και την απόπειρα αυτοκτονίας».

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Όλη μέρα πρέπει να τρέχω, εκατό φορές, να τον φιλήσω στο γραφείο του ή στο μπάνιο του, να μυρίσω τη μυρωδιά του ψωμιού και των σταφυλιών και να φιλήσω τα απολαυστικά του μέρη»

Ο εκδοτικός οίκος Harper & Row συμφώνησε με την εκτίμηση της Τζόουνς. Σε μια επιστολή που απευθυνόταν στην «κυρία Τεντ Χιουζ», ο εκδότης αυτός έγραψε, λίγο πιο φιλικά, ότι το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ήταν «καθηλωτικό, μια φρέσκια και φωτεινή αναπαράσταση της συνάντησης ενός κοριτσιού με τη μεγάλη πόλη – καθολική και ατομική».

Αλλά πρόσθεσε: «Με την κατάρρευσή της, ωστόσο, η ιστορία για μας παύει να είναι μυθιστόρημα και γίνεται περισσότερο μια καθημερινή ιστορία».

Καθώς αντιμετώπιζε την απόρριψη των εκδοτών και του συζύγου της, η Πλαθ πέρασε τους τελευταίους μήνες της γράφοντας τα ποιήματα που θα εξασφάλιζαν τη λογοτεχνική της φήμη.

Έξι ημέρες μετά τον θάνατό της, ο φίλος της, ο κριτικός λογοτεχνίας Αλ Άλβαρεζ προέβλεψε στην εφημερίδα The Observer ότι τα ποιήματα αυτά, πολλά από τα οποία δημοσιεύτηκαν αργότερα στην πιο γνωστή συλλογή της, «Άριελ», θα την καθιέρωναν ως «την πιο προικισμένη γυναίκα ποιήτρια της εποχής μας».

Έτσι, η Πλαθ βρήκε το λογοτεχνικό της δικαίωμα στον θάνατο.

Η δημόσια γοητεία που ασκεί ο θάνατός της έχει αιωρηθεί πάνω από την οικογένειά της. Η μία από τις δύο κόρες του αδερφού της, του Γουόρεν Πλαθ, θυμάται την έκπληξη που ένιωθαν εκείνη και η αδελφή της όταν το όνομα της θείας τους εμφανιζόταν, για παράδειγμα, σε ένα απόσπασμα της σειράς «The Simpsons».

Χειρότερα ήταν όταν ο γιος της Πλαθ, ο Νίκολας, βιολόγος αλιείας στην Αλάσκα, κρεμάστηκε το 2009, στα 47 του χρόνια. Ο θάνατός του έγινε πρωτοσέλιδο ακριβώς επειδή η μητέρα του ήταν η Σύλβια Πλαθ.

Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη στις 27 Οκτωβρίου 1932. Ο πατέρας της, Ότο Εμίλ Πλαθ, γερμανικής καταγωγής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, πέθανε όταν εκείνη ήταν 8 ετών και η μητέρα της, Αουρέλια Πλαθ, τα έβγαζε πέρα διδάσκοντας σε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα γραμματειακής υποστήριξης.

Οι βιογράφοι έχουν συνδέσει τις κρίσεις κατάθλιψης της Πλαθ με το παιδικό τραύμα της απώλειας του πατέρα της, καθώς και με τη δική της τελειομανία και την ασφυκτική φύση της μητέρας της.

Ως φοιτήτρια στο Smith College, η Πλαθ κέρδισε μια «θέση φιλοξενούμενου συντάκτη» στο περιοδικό Mademoiselle στη Νέα Υόρκη το 1953, μια εμπειρία που αποτέλεσε τη βάση για τον «Γυάλινο Κώδωνα».

Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, έπαθε νευρικό κλονισμό μετά την απόρριψή της από ένα μάθημα συγγραφής στο Χάρβαρντ. Έκανε θεραπεία με ηλεκτροσόκ και στη συνέχεια κατάπιε το μεγαλύτερο μέρος ενός μπουκαλιού με υπνωτικά χάπια.

Γνώρισε τον Βρετανό Τεντ Χιουζ, μελλοντικό βραβευμένο ποιητή, σε ένα πάρτι το 1956, ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge με υποτροφία Fulbright.

Περιγράφοντας τη συνάντηση στο ημερολόγιό της, έγραψε «εκείνο το μεγάλο, σκοτεινό, αγόρι, ο κούκλος». Τη φίλησε «με πάταγο στο στόμα» και της έβγαλε την κορδέλα και τα σκουλαρίκια της – «χα, θα τα κρατήσω, γαύγισε» αυτός πριν αυτή τον δαγκώσει στο μάγουλο. «Τέτοια βία… αντιλαμβάνομαι γιατί οι γυναίκες ξαπλώνουν με τους καλλιτέχνες», έγραψε.

Σε άλλο σημείο έγραψε: «Ωραίος έρωτας σήμερα, πρωί και απόγευμα, όλα καυτά και σκληρά και υπέροχα».

Η ίδια εξομολογήθηκε: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Όλη μέρα πρέπει να τρέχω, εκατό φορές, να τον φιλήσω στο γραφείο του ή στο μπάνιο του, να μυρίσω τη μυρωδιά του ψωμιού και των σταφυλιών και να φιλήσω τα απολαυστικά του μέρη».

Η Πλαθ ήταν αποφασισμένη να βγάλει τα προς το ζην ως συγγραφέας και ανησυχούσε για την εξάρτησή της από τον Χιουζ. Ωστόσο, κάποιες σημειώσεις της την έκαναν περισσότερο νοικοκυρά της δεκαετίας του 1950 παρά το φεμινιστικό είδωλο που έγινε.

Έγραφε: «Κάντε τον ευτυχισμένο, μαγειρέψτε, παίξτε, διαβάστε… μην τον κατηγορείτε ποτέ ή γκρινιάζετε -αφήστε τον να τρέξει, να θερίσει- και δοξάστε στον προσωρινό ήλιο της αδίστακτης δύναμής του».

Και πρόσθεσε: «Θεέ μου, θα μου άρεσε να μαγειρεύω και να φτιάχνω ένα σπίτι και να εκτοξεύω τη δύναμη στα όνειρα ενός άντρα».

Η Πλαθ είχε μια τάση για πολύ σοβαρή κατάθλιψη και σε όλη της τη ζωή «ακροβατούσε» μεταξύ μανιακού αμερικανικού χαμόγελου και της οργής για το μίσος του εαυτού της.

Ήταν μετά τον χωρισμό τους, το φθινόπωρο του 1962, που η Πλαθ -παθιασμένη, πυρετώδης, εθισμένη στα υπνωτικά χάπια και γράφοντας τα ξημερώματα ενώ τα παιδιά της κοιμόντουσαν- παρήγαγε ποιήματα όπως το «Lady Lazarus» και το «Daddy» που βοήθησαν να γίνει η «Άριελ» υπόδειγμα εξομολογητικής ποίησης.

Ο «Γυάλινος Κώδων» δεν εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1971. Είχε δημοσιευτεί στην Αγγλία έναν μήνα πριν από τον θάνατο της Πλαθ, με το ψευδώνυμο Victoria Lucas, από φόβο ότι οι ομοιότητές του με την πραγματική ζωή θα οδηγούσαν σε αγωγές για συκοφαντική δυσφήμιση.

Το 1982 της απονεμήθηκε μεταθανάτια το βραβείο Πούλιτζερ.

Το «Lady Lazarus» έχει αναφερθεί τόσο συχνά που έχει γίνει ένα είδος επιτάφιου για την Πλαθ.

«Το να πεθαίνεις

είναι τέχνη, όπως όλα τα άλλα.

Εγώ τα καταφέρνω άριστα.

Το κάνω για να νιώσω πως είναι η κόλαση.

Το κάνω για να νιώσω κάτι αληθινό.

Θα μπορούσατε να πείτε πως έχω χάρισμα.»

Η Γκλόρια Στάινεμ, η Αμερικανίδα ακτιβίστρια και δημοσιογράφος, η οποία φοίτησε ένα χρόνο μετά τη Σύλβια Πλαθ στο Smith College, δημοσίευσε το ραδιοφωνικό έργο της Πλαθ στο BBC, με τίτλο «Τρεις Γυναίκες», σε μια πρώιμη έκδοση του μελλοντικού περιοδικού της Ms. – «πιθανώς ένας από τους λόγους που την απασχόλησε ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος», δήλωσε η Κάρεν Κούκιλ, αναπληρώτρια επιμελήτρια ειδικών συλλογών στο Smith.

Το «Ο Γυάλινος Κώδων» αναγεννήθηκε από τις στάχτες της απόρριψης και έγινε το αιώνια αγαπημένο βιβλίο των μαθητών λυκείου. Το 1971 πέρασε 24 εβδομάδες στη λίστα των best-seller των New York Times και είχε πουλήσει σχεδόν τρία εκατομμύρια αντίτυπα σε χαρτόδετη μορφή μέχρι την 25η επέτειο της έκδοσής του το 1996.

«Θέλω να πιστεύω ότι με κάποιο τρόπο βοήθησε στο άνοιγμα και τη νομιμοποίηση της γυναικείας αντίδρασης», δήλωσε η Γκέιλ Κρόουθερ, συγγραφέας του βιβλίου «The Haunted Reader and Sylvia Plath».

Η Πλαθ όρισε με λέξεις αυτή την αντίδραση σε άλλο σημείο στο «Lady Lazarus».

«Από τη στάχτη

αναδύομαι με τα κόκκινα μου μαλλιά

και καταβροχθίζω τους άντρες σαν τον αέρα.»

*Πηγή: Grace