Το 2004 ο Πέτρος Θέμελης ολοκλήρωσε την εικοσάχρονη θητεία του ως καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης συμπληρώνοντας ταυτοχρόνως 43 χρόνια ευδόκιμης θητείας στην αρχαιογνωσία, στη διαχείριση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Aπόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (1959), ξεκινά την καριέρα του στην Αρχαιολογία πατώντας σε γερά φιλολογικά θεμέλια.
Το 1963 διορίζεται, ύστερα από γραπτό διαγωνισμό, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπου υπηρέτησε για 21 χρόνια, ως το 1984, αρχικά ως επιμελητής αρχαιοτήτων και στη συνέχεια ως έφορος και διευθυντής μουσείων.
Με υποτροφία του γερμανικού κράτους, εκπονεί στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1976) τη διδακτορική του διατριβή, που πραγματεύεται τα ταφικά μνημεία της πρώιμης εποχής του σιδήρου και των αρχαϊκών χρόνων.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες, με προέχουσες εκείνες στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας, στο Επιτάλιο της Ηλείας, στο Κάλλιο της Φωκίδας και στην Ερέτρια. Δούλεψε για τις επανεκιέσεις στο Μουσείο Βραυρώνας και το Μουσείο Δελφών με την ανασυγκρότηση του μνημείου του Δαόχου και την εγκαινίαση της αίθουσας των χρυσελεφάντινων ευρημάτων από την Ιερά Οδό (1978). Κατά το πέρασμά του από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η Σέμνη Καρούζου διεγείρει το ενδιαφέρον του για την πλαστική, στην οποία αφιέρωσε πολλές μελέτες στη συνέχεια.
Tο 1984 εκλέγεται αναπληρωτής καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Kρήτης και το 1987 καθηγητής.
Μαζί με τους συναδέλφους του Θανάση Καλπαξή και Νίκο Σταμπολίδη, καθηγητές Κλασικής Αρχαιολογίας, εργάζεται μεθοδικά για την έναρξη συστηματικής πανεπιστημιακής ανασκαφής οργανικά ενταγμένης στο πρόγραμμα αρχαιολογικών σπουδών, μια και η ανασκαφή είναι για την εκπαίδευση των αρχαιολόγων ό,τι είναι το εργαστήριο για τους φοιτητές/τριες των επιστημών της ζωής.
Από το 1985 μέχρι το 2002 διευθύνει την ανασκαφή στον Tομέα I της αρχαίας Eλεύθερνας.
Η σκαπάνη του αποκαλύπτει μία από τις κεντρικές συνοικίες της πόλης, η οποία περιλαμβάνει δύο συγκροτήματα θερμών της ρωμαϊκής περιόδου, δύο αστικές επαύλεις μεγάλων διαστάσεων, ένα δημόσιο οικοδόμημα και ένα λατρευτικό κτίσμα το οποίο διαδέχτηκε η επισκοπική βασιλική του Εύφρατα στο πρώτο μισό του 5ου αι. μ.Χ.
Τα κινητά ευρήματα μαρτυρούν την οικονομική δύναμη και την ευημερία της αρχαίας Ελεύθερνας μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα και είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την περίοδο από τον 3ο αι. π.Χ έως και τον 7ο αι. μ.Χ. για την ιστορία της Κρήτης.
Στα σκάμματα της Ελεύθερνας μυεί τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του στην έρευνα πεδίου, προσφέροντας υλικό και γνώση για να αγαπήσουν την ανασκαφή αλλά και να την απομαγεύσουν. Μέσα από τη διδασκαλία του στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Σχολής συστήνει την αρχαία κληρονομιά της Ελλάδας και διευρύνει τους ερμηνευτικούς ορίζοντες των φοιτητικών ακροατηρίων. Χαρισματικός και αθόρυβος καπετάνιος, καθοδηγεί τους νέους αρχαιολόγους που αντιμετώπιζαν τις φουρτούνες της επιστήμης και της καριέρας σε ήρεμα λιμάνια.
Η πρώτη εκλεγμένη πρυτανική Αρχή του Πανεπιστημίου Κρήτης (1987-1989) με πρύτανη τον Δημήτρη Μαρκή τον έχει μέλος της και πρόεδρο της Επιτροπής Ερευνών. Η θητεία του ως αντιπρύτανη τον καταγράφει ως οραματιστή και ταυτόχρονα προσγειωμένο στην πραγματικότητα της πανεπιστημιακής διοίκησης, του ακαδημαϊκού γίγνεσθαι και της ελληνικής πραγματικότητας.
Από το 1986 ανοίγεται σε δεύτερο μέτωπο συστηματικής ανασκαφής, όταν η Εν Αθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία, με γραμματέα της τον ακαδημαϊκό Γεώργιο Μυλωνά, μετά τον θάνατο του Aναστάσιου Oρλάνδου, του αναθέτει τη διεύθυνση των ανασκαφών στην αρχαία Mεσσήνη.
Με την άοκνη δουλειά του διαμορφώνει έναν πρότυπο αρχαιολογικό χώρο αξιοποιώντας μεθόδους διαχείρισης που στηρίζονται στην τριπλή αειφορία: περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική. «Τα μνημεία δεν στερεώνονται – αναστηλώνονται – αναδεικνύονται για να μείνουν κενά κελύφη περιχαρακωμένα απρόσιτα στους πολίτες, αλλά ανοιχτά στο διεθνές κοινό με λειτουργίες και χρήσεις ανάλογες με αυτές που είχαν στο παρελθόν.
Πρέπει να βιώσουν μαζί μας μια δεύτερη, ει δυνατόν αιώνια ζωή στο παρόν» θα γράψει.
Η εργογραφία του μετρά δεκαπέντε μονογραφίες και περισσότερες από διακόσιες πενήντα επιστημονικές πραγματείες σχετικές με θέματα αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, τοπογραφίας, εικονογραφίας, λατρείας και ταφικών εθίμων, καθώς και πολυάριθμες εκθέσεις ανασκαφών.
Το δημοσιευμένο έργο του χαρακτηρίζεται από χρονολογικό βάθος και θεματικό εύρος.
Ο Πέτρος Θέμελης άφησε πίσω του έναν από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα, την αρχαία Μεσσήνη, και έναν εξίσου σημαντικό στην Κρήτη και μια πολύτιμη παρακαταθήκη στο τρίπτυχο ανασκαφή – αναστήλωση – διαχείριση στην παγκόσμια αρχαιολογία.
Για το έργο αυτό, που συνεχίστηκε έως τον θάνατό του, τιμήθηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και προκρίθηκε στη βραχεία λίστα των τιμώμενων αρχαιολόγων από το Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Φόρουμ της Σαγκάης το 2019.
Ηταν ένας από τους λίγους επιστήμονες στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού και του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα που ανταποκρίθηκε ταιριαστά στο πρότυπο του Ηomo universalis εξαιτίας της εξαίρετης φιλολογικής του κατάρτισης, της πολύπλευρης ερευνητικής, διδακτικής και διοικητικής του ενασχόλησης με την Αρχαιολογία και της πηγαίας φροντίδας του για την οργανική σύνδεση της αρχαιολογικής επιστήμης με τη δημόσια σφαίρα, τη δημόσια Αρχαιολογία.
Με τις έρευνές του αναζητούσε τον άνθρωπο και αναψηλαφούσε την ανθρώπινη συνθήκη και δημιουργία.
Το πρωτότυπο συγγραφικό του έργο τον καθιέρωσε, ήδη από τη δημοσίευση της διατριβής του από τον εκδοτικό οίκο Zabern Verlag στο Mainz το 1976, στην παγκόσμια αρχαιολογική ελίτ, ενώ τα κείμενα και οι επιφυλλίδες του στον Τύπο και οι πολυσχιδείς δράσεις στο σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι – είτε πρόκειται για τα ακρόπρωρα είτε για εικαστικές παρεμβάσεις και συναυλίες στην αρχαία Μεσσήνη – τον έκαναν ιδιαίτερα προσιτό και αγαπητό στο μεγάλο κοινό.
Αξίζει, ωστόσο, έναν χρόνο μετά την απώλειά του, να μιλήσουμε και για το τραύμα. Το 2023, 19 χρόνια μετά την αφυπηρέτησή του, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης τού απονέμει τον τίτλο του ομότιμου καθηγητήγια τη συνολική προσφορά του στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην προστασία της αρχαίας κληρονομιάς της Ελλάδας.
Η υψηλού συμβολισμού πράξη επούλωσε, με καθυστέρηση σχεδόν δύο δεκαετιών, αλλά ευτυχώς ενόσω εκείνος ακόμα ήταν εν ζωή, το τραύμα.
Ενα τραύμα της πανεπιστημιακής κοινότητας και όχι του καθηγητή Θέμελη. Ο χρόνος και ο χρονισμός της απονομής του τίτλου ήταν τρανό παράδειγμα των παθών της ακαδημαϊκής ζωής και της κουλτούρας εκείνης που, αξιοποιώντας πρόσκαιρους συσχετισμούς δυνάμεων, αγνοεί επιδεικτικά τους αρίστους της.
Η απώλεια του Πέτρου Θέμελη είναι ακόμα νωπή, αλλά το αποτύπωμά του στην επιστήμη και στα γράμματα της Ελλάδας και στην παγκόσμια Αρχαιολογία θα τεκμηριωθεί σε βάθος χρόνου. Με το παράδειγμά του, πρωτίστως παράδειγμα ζωής, ο δάσκαλος δίδαξε ότι σημασία δεν έχει με τι καταπιάνεσαι, αρκεί αυτό να το αγαπήσεις με πάθος και ιερή αφοσίωση.
«Στην καλογραμμένη και πλούσια σε εικόνες ανασκαφική σου δημοσίευση μένουν αναπόφευκτα έξω το άγουρο ξύπνημα και η μόνιμη νοσταλγία του ύπνου που δεν χόρτασες, η πρωινή υγρασία που σου περόνιαζε τα κόκαλα, η αναμονή της χαραυγής και της θέρμης του ήλιου που ξεμυτούσε απ’ το διάσελο ανάμεσα στην Ιθώμη και την Εύα, ως μέγιστη ευχαρίστηση που αγγίζει την πλάτη και ξαπλώνεται σταδιακά σε όλο σου το σώμα.
Δεν καταγράφεται στις ημερολογιακές σου σημειώσεις ο καυτός ήλιος που σου έκαιγε το πρόσωπο και ζωγράφιζε πανάδες στα χέρια σου, οι ξαφνικές αυγουστιάτικες μπόρες, ο ανεμοστρόβιλος που ξεσήκωνε συχνά τα χαρτιά σου, το σύννεφο από ψαρόνια που προσγειώθηκε δίπλα σου, οι γκρίζες πέτρες που συνθέτουν τα κτίσματα, η σκόνη που κάθεται στο ξεβαμμένο πουκάμισο και εισχωρεί στο δέρμα, οι φουσκάλες στα δάχτυλα, ο ήχος του κασμά που ψάχνει το χώμα και του νερού που ρέει στον αγωγό κάτω από το στάδιο.
Απουσιάζει το θρόισμα των φύλλων, η μυρωδιά του χώματος, η απόλαυση του κρύου νερού που σβήνει τη δίψα, η χαρά του λουσίματος, του ζεστού μεσημεριανού φαγητού, της σιέστας, της απογευματινής κουβέντας με τους συνεργάτες σου μπροστά στα ευρήματα της μέρας και τα χιλιάδες θραύσματα αγγείων που πιάνεις στα χέρια σου και είναι μελανά, ερυθρά, σκέτα ή με χαράγματα και παραστάσεις.
Ολο το πλέγμα βιωμάτων του ανασκαφικού παρόντος μένει αναπόφευκτα έξω από το κείμενο που περιγράφει την επαφή σου με το παρελθόν. Απουσιάζει η συγκίνηση της πρώτης επαφής με το εύρημα…
Τα βιώματα βεβαίως δεν φωτογραφίζονται, όμως αποτυπώνονται ανεξίτηλα μέσα σου και μετέχουν έμμεσα στην προσπάθεια ανασύνθεσης του παρελθόντος και στην αναζήτηση των ανθρώπων δημιουργών».
Η Νένα Γαλανίδου είναι καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης