Η αλλαγή που συντελείται στον προοδευτικό χώρο δεν είναι πρωτόγνωρη στα πρόσφατα ελληνικά χρονικά: το 2012, οι διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου είχαν αποτελέσει σημείο καμπής για τον ελληνικό δικομματισμό, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υποκαθιστά το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, ως βασικό προοδευτικό πόλο.

Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κάποιος ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο 2012 – το 2024 η αλλαγή δεν είναι απότομη, αλλά σταδιακή, σαν ασανσέρ που δεν ανεβαίνει αμέσως από το ισόγειο στο ρετιρέ, αλλά σταματάει στους ενδιάμεσους ορόφους.

Τους μήνες που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδομείται σε ζωντανή μετάδοση, σε έναν εσωκομματικό πόλεμο που θα σημάνει το τέλος του κόμματος (τουλάχιστον όπως το ξέρουμε), το ΠΑΣΟΚ έχει κερδίσει de facto τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς καν να έχει προηγηθεί εκλογική αναμέτρηση.

Την περασμένη Τετάρτη και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχρισε τον Νίκο Ανδρουλάκη αντίπαλό του, θέτοντας το μεταξύ τους δίλημμα ως το κυρίαρχο για τις επόμενες εθνικές κάλπες.

Στο ΠΑΣΟΚ βλέπουν μπροστά τους τη μεγαλύτερη ευκαιρία που έχει υπάρξει για την παράταξη την τελευταία δεκαπενταετία.

Η διαφορά με το 2021, τουλάχιστον για τον Νίκο Ανδρουλάκη, είναι πολύ καθαρή: ο ίδιος κουβαλάει πλέον εμπειρία έξι εκλογικών αναμετρήσεων σε εσωκομματικό και εθνικό επίπεδο, καθώς και κοινοβουλευτική παρουσία απέναντι στον Μητσοτάκη που δεν είναι αμελητέα όταν στη σημερινή ΝΔ έχουν κυβερνητική εμπειρία πέντε ετών.

Βασικό πλεονέκτημα αυτής της περιόδου, στην οποία σχεδιάζεται η «πράσινη» αντεπίθεση, είναι πως το ΠΑΣΟΚ δεν μοιάζει πλέον να μοιράζεται τον προοδευτικό χώρο με τον ΣΥΡΙΖΑ – οι δημοσκοπήσεις, με τελευταία αυτή της Metron Analysis για το Mega, παρουσιάζουν ένα σκηνικό κατάρρευσης για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η Κουμουνδούρου μετριέται σε μονοψήφια ποσοστά, την ώρα που η πλώρη της Χαριλάου Τρικούπη έχει ξεπεράσει το ποσοστό των ευρωεκλογών και στην πρόθεση ψήφου έχει πατήσει το 15%, με εκτιμήσεις που δείχνουν πως μέχρι τα Χριστούγεννα μπορεί να έχει αγγίξει και το 20%.

Ο Ανδρουλάκης περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο φιλοδοξεί να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας στις επόμενες εθνικές εκλογές – και αυτός περνάει μέσα από το ύφος και την τακτική που θα ακολουθήσει απέναντι στη ΝΔ, την οποία προσδιόρισε ως βασικό αντίπαλο.

«Δημιουργική, σοβαρή, αξιόπιστη αντιπολίτευση, προσφέροντας ένα εναλλακτικό σχέδιο προοδευτικής πολιτικής» είναι το σύνθημα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, που αναγνωρίζει την θεσμική διάσταση της θέσης του και στοχεύει πλέον εμφανώς και στο κεντρώο ακροατήριο ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ – με την ανάδειξη θεμάτων που τους απασχολούν, αλλά και υπενθυμίζοντας τις θέσεις της πιο δεξιάς πτέρυγας του κόμματος.

Βασικός στόχος, σε κάθε περίπτωση, είναι να μη χαθεί το μομέντουμ που έχει δημιουργηθεί. Γι’ αυτό και πριν από το οργανωτικό συνέδριο, που δεδομένα θα φέρει και εσωκομματικές τριβές, την άνοιξη του 2025 θα λάβει χώρα ένα προγραμματικό, που θα προσδιορίσει της λεπτομέρειες της πρότασης με την οποία το ΠΑΣΟΚ θα διεκδικήσει τη πρωτιά.

Την ώρα που στο ΠΑΣΟΚ έχουν «κλείσει» τις εκκρεμότητες εντός του κόμματος, στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με το πιο υπαρξιακό δίλημμα της τελευταίας δεκαετίας.

Κι αυτό γιατί το κόμμα καλείται γι’ άλλη μια φορά να επανεφεύρει τον εαυτό του, με την εκλογή νέας ηγεσίας – την ώρα που δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς του ούτε με τον πρώην, αλλά ούτε και με τον τέως πρόεδρο.

Η προεκλογική καμπάνια των υποψηφίων έχει ξεκινήσει, ωστόσο η σκιά της κόντρας της Κουμουνδούρου και του Στέφανου Κασσελάκη, καθώς και τα απόνερα του αποκλεισμού του από τη διαδικασία, επί της ουσίας προαναγγέλλει την επόμενη διάσπαση – αν τελικά και το συνέδριο κλείσει την πόρτα στον Κασσελάκη και δεν είναι καν υποψήφιος, τα φώτα θα πέσουν στον στενό κύκλο των υποστηρικτών του.

Αν τελικά κερδίσει το συνέδριο (δηλαδή καταφέρει να πάρει την πλειοψηφία του και να ανατρέψει την απόφαση της ΚΕ) τότε και η επανεκλογή του είναι μια πιθανότητα στο τραπέζι – τι θα συμβεί τότε με τα σημαίνοντα στελέχη της πλειοψηφίας που πρωτοστάτησαν στα πειθαρχικά μέτρα εναντίον του;

Οσα έχουν ειπωθεί δημόσια μέχρι τώρα δείχνουν πως κάτι τέτοιο δεν το διανοούνται ούτε ως ιδέα.

Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη, φαίνεται πως, τουλάχιστον για την ώρα, δεν έχει διάθεση να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, επιλέγοντας να παρεμβαίνει ως πρώην πρωθυπουργός και για την κατεύθυνση του προοδευτικού χώρου – βάζοντας, δηλαδή, στο τραπέζι τη σημασία του διαλόγου και της συνεννόησης των δυνάμεων, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως «η πρόσθεση δεν αρκεί» και πως ενδεχομένως σε κάποιον επόμενο χρόνο θα χρειαστεί κάποιο νέο «πολιτικό υποκείμενο» για να εκφράσει την «κοινωνική αντιπολίτευση».

Αυτή η άποψη, που έχει θιασώτες και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγει μια προεκλογική κουβέντα, με την πλευρά του Παύλου Πολάκη και του Στέφανου Κασσελάκη, που τάσσονται υπέρ ενός αυτόνομου ΣΥΡΙΖΑ, να πιέζουν την κομματική πλειοψηφία που έχει αναφορές στον πρώην πρωθυπουργό για απαντήσεις που αφορούν το μέλλον του κόμματος.

Ολα αυτά δείχνουν μόνο έναν δρόμο για τον ΣΥΡΙΖΑ: με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάποιο μέρος των ψηφοφόρων του θα ψάξει αναπόφευκτα για άλλη πολιτική στέγη. Θα την αναζητήσει σε κάποιο άλλο κόμμα του ευρύτερου χώρου;

Ηδη δύο εξ αυτών έχουν προκύψει από δικές του διασπάσεις. Αν, πάντως, τη βρει στο ΠΑΣΟΚ, τότε και μαθηματικά θα επιβεβαιωθεί η αντιστρόφως ανάλογη πορεία των δύο πλευρών. Κι ας μη μοιάζει σε ταχύτητα με αυτή του 2012.