Η Ευρώπη θα πρέπει να ενοποιήσει την αμυντική της βιομηχανία και να δημιουργήσει ταμείο ύψους 200-300 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση κοινών αμυντικών προμηθειών εκτιμά στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Γκούντραμ Βολφ, καθηγητής Οικονομικών στο Université libre de Bruxelles (ULB) και ανώτερος συνεργάτης του Bruegel, όπου ήταν διευθυντής μεταξύ 2013 και 2022 ενόψει της σύστασης της επόμενης Κομισιόν, η οποία θα έχει για πρώτη φορά επίτροπο Αμυνας.

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει η ΕΕ για να ενισχύσει την αμυντική της παραγωγή;

Η ενίσχυση της αμυντικής παραγωγής είναι η κυριότερη πρόκληση για την ΕΕ αυτή τη στιγμή, αλλά είναι σημαντική. Η ΕΕ πρέπει να αυξήσει την παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού και αυτό σημαίνει μετατόπιση από την παραγωγή μικρών ποσοτήτων όπλων προς μαζική παραγωγή, σημαίνει εκβιομηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας. Σε όλα τα βασικά οπλικά συστήματα, πυροβολικό, άρματα μάχης, οβίδες, αεροσκάφη, αεράμυνα και φυσικά drones, οι τρέχουσες ποσότητες παραγωγής μας είναι εξαιρετικά χαμηλές. Για να υπάρξει ενίσχυση αφενός χρειάζονται πόροι από τους προϋπολογισμούς και σωστή ποσότητα παραγγελιών και αφετέρου να γίνεται η παραγωγή σε σχετικά μικρό χρόνο. Οι πολιτικοί λένε δεν μπορούμε να αυξήσουμε τις παραγγελίες διότι οι εταιρείες δεν μπορούν να παράγουν περισσότερο. Οι εταιρείες λένε ότι μπορούμε αρκεί να υπάρχει σταθερότητα στις παραγγελίες. Χρειάζεται μακροπρόθεσμη αξιοπιστία των αμυντικών δαπανών και η παραγωγή θα ακολουθήσει.

Υπάρχει ήδη αύξηση των εθνικών αμυντικών δαπανών. Αρκεί για να τονώσει την παραγωγή ή χρειάζονται κονδύλια σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Συνολικά το 2015 οι αμυντικές δαπάνες ήταν 1,3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Σήμερα είναι  κάπου 0,7% υψηλότερες, στο 2% του ΑΕΠ.  Η αύξηση ήταν άκρως απαραίτητη, διότι στο επίπεδο του 1,3% δεν υπήρχε περιθώριο για τη δημιουργία νέων ικανοτήτων, οι δαπάνες για εξοπλισμό αντιστοιχούσαν μόλις σε 0,3% του ΑΕΠ. Τώρα υπάρχει ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων και της παραγωγικής ικανότητας. Δεν είναι αμελητέα, αλλά δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε όχι μόνο περισσότερα κονδύλια, αλλά και μακροπρόθεσμη βεβαιότητα. Εδώ υπάρχει πρόβλημα. Ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός του αμυντικού προϋπολογισμού της Γερμανίας, για παράδειγμα, αυξήθηκε πάνω από 2% χάρη στο εφάπαξ ταμείο των 100 δισ. ευρώ. Οταν αυτό τελειώσει, είναι εντελώς αβέβαιο αν η Γερμανία θα βρει τους πόρους για να διατηρήσει τις αμυντικές της δαπάνες πάνω από 2%. Στον τακτικό γερμανικό προϋπολογισμό αντιστοιχούν στο 1,2% του ΑΕΠ, που σημαίνει καμία δαπάνη για νέο εξοπλισμό. Η έλλειψη της μακροπρόθεσμης βεβαιότητας καθιστά δύσκολο για τις εταιρείες να ενισχύσουν την εκβιομηχάνιση της παραγωγής τους.

Είναι πολιτικό ζήτημα και όταν βλέπουμε φιλορωσικά κόμματα να κερδίζουν 20% – 30% στις δημοσκοπήσεις υπάρχει αντίκτυπος στην αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη.

Πέρα όμως από την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών – μελών, τι θα μπορούσε να γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Τι μπορεί να κάνει ο πρώτος επίτροπος Αμυνας;

Η ΕΕ μπορεί να παίξει μια σειρά ρόλων. Πρώτον, στην ενοποίηση της αμυντικής αγοράς, που είναι σημαντική για να υπάρξουν οικονομίες κλίμακας ή, να το πω διαφορετικά, βιομηχανική παραγωγή. Σήμερα οι χώρες παράγουν τις δικές τους οβίδες για παράδειγμα, βάσει των δικών τους προτύπων. Αν συνεχίσουν έτσι οι παραγόμενες ποσότητες θα παραμείνουν μικρές, η αγορά κατακερματισμένη, μη αποτελεσματική στρατιωτικά και από άποψη ασφάλειας, και ακριβή. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να γκρεμίσουμε τα εμπόδια για την ενοποίηση της αγοράς, να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες λειτουργούν πανευρωπαϊκά και δεν υπάρχει τοπικός βιομηχανικός προστατευτισμός, αλλά μια αναδυόμενη ενοποιημένη αγορά για αύξηση της οικονομίας κλίμακας και μείωση του κόστους. Ο επίτροπος Αμυνας πρέπει να κάνει προστάσεις και το πρόβλημα είναι ότι οι ευρωπαϊκές Συνθήκες δίνουν στα κράτη – μέλη το δικαίωμα να συνεχίσουν να έχουν κατακερματισμένη προσέγγιση. Θα πρέπει να τους πείσει ότι δεν είναι λογική προσέγγιση. Δεύτερον, η ΕΕ μπορεί να παίξει ρόλο σε από κοινού έκδοση χρέους και με αυτό να χρηματοδοτήσει κοινές προμήθειες. Ενα ταμείο, παρόμοιο με το NGEU, 200-300 δισ. ευρώ από το οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι αγορές σημαντικών εξοπλισμών, όπως για την αεράμυνα, που είναι επενδύσεις έντασης κεφαλαίου, έχει νόημα ώστε να υπάρχει ένα ευρωπαϊκό συνεκτικό σύστημα αεράμυνας.

Το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει. Είναι η στρατιωτική διοίκηση. Εδώ δεν μιλάμε για το στρατιωτικό σκέλος, μιλάμε για την παροχή πόρων ώστε να αγοραστεί εξοπλισμός στις σωστές ποσότητες. Εχουμε τεράστιες ανεπάρκειες ειδικά στην αεράμυνα. Το ζήτημα είναι τα κονδύλια και η αγορά των αναγκαίων εξοπλισμών, οι οποίοι ενσωματώνονται σε εθνικές αμυντικές δομές, που συντονίζονται από το ΝΑΤΟ. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει επίσης η συζήτηση για το αν θα αγοράζουμε μόνο από την Ευρώπη. Είναι μια απόφαση για τον επίτροπο. Θεωρώ ότι πρέπει να κινηθούμε κάπως προς την ευρωπαϊκή προτίμηση αλλά θα ήταν λάθος να πούμε ότι όλα πρέπει να αγοράζονται από την Ευρώπη. Ωστόσο αν θέλουμε να αναπτύξουμε την αμυντική βιομηχανία και να επωφεληθούμε από την αύξηση της παραγωγικότητας και την καινοτομία, θα πρέπει να αναπτύξουμε εγχώρια βιομηχανία. Η Κομισιόν μπορεί επίσης να παίξει ρόλο στην ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας, κάτι που ξεκίνησε να μελετά το 2022 και έχει εντοπίσει τι χρειάζεται να γίνει.

Πώς όμως θα μπορούσαν κράτη – μέλη με μικρότερη παραγωγή να τη διατηρήσουν;

Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Η παραγωγή στη βάση τοπικού προστατευτισμού δεν διασφαλίζει οικονομική ούτε αμυντική αποτελεσματικότητα.

Θα μετακινηθεί η παραγωγή προς μεγάλες χώρες, τη Γερμανία και τη Γαλλία;

Επί της αρχής η παραγωγή πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια της αγοράς. Η μαζική παραγωγή έντασης εργασίας δεν θα γίνει στη Γερμανία και τη Γαλλία όπου οι αμοιβές είναι υψηλότερες. Θα μετακινηθεί σε χώρες με χαμηλούς μισθούς. Θα επωφεληθούν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Εχουν τις ικανότητες και πιο προσιτούς μισθούς. Δεν είναι έκπληξη ότι η Rheinmetall αυξάνει την παραγωγή της στην Ουκρανία και την Ουγγαρία, λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των χωρών αυτών.