Χρήση πυρηνικής βόμβας έγινε για πρώτη φορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 16 Ιουλίου 1945, όταν πραγματοποίησαν την πρώτη δοκιμαστική ρίψη στην έρημο του Νέου Μεξικού. Αυτή η δοκιμή με πυρηνικά οδήγησε στη ρίψη ατομικής βόμβας σε δύο πόλεις της Ιαπωνίας με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, αντίστοιχα.

Έκτοτε, τουλάχιστον άλλες 7 μεγάλες χώρες έχουν κάνει δοκιμές και των δικών τους πυρηνικών όπλων, που είχαν ως συνέπεια την απελευθέρωση ακτινοβολίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μέχρι σήμερα, έχουν δοκιμαστεί συνολικά περίπου 2.056 πυρηνικά όπλα. Οι ΗΠΑ έχουν πραγματοποιήσει 1.030 δοκιμές, η Ρωσία 715, η Γαλλία 210, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Κίνα από 45 έκαστη, η Βόρεια Κορέα 6, η Ινδία 3 και το Πακιστάν 2. Ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να ανέλθει σε συνολικά 2.057 αν συμπεριληφθεί στη λίστα και το περιστατικό γνωστό ως «Vela incident» τον Σεπτέμβριο του 1979, όταν μία διπλή λάμψη φωτός ανιχνεύθηκε από αμερικανικό δορυφόρο στον Ινδικό Ωκεανό.

Αν και οι πυρηνικές δοκιμές έπαψαν να είναι τόσο συχνές από τη δεκαετία του 1990, οι επιπτώσεις τους είναι μακροχρόνιες και τα υπολείμματά τους παραμένουν στην ατμοσφαιρα έως σήμερα. Πριν από το 1963 γίνονταν τακτικά πυρηνικές δοκιμές, καθώς πολλές χώρες επεδίωκαν να εδραιώσουν τη θέση τους ως παγκόσμιες δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η συχνότητα των δοκιμών τους σημείωσε ραγδαία αύξηση, με το έτος του 1962 να κατέχει το ρεκόρ για τις περισσότερες δοκιμές μέσα σε έναν χρόνο -συνολικά 178- με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση να ευθύνονται για το 97% αυτών.

Η Κρίση πυραύλων της Κούβας και η εποχή της αποπυρηνικοποίησης

Η Κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 -μία αντιπαράθεση διάρκειας 13 ημερών μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης λόγω των σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων που αναπτύχθηκαν στο νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής- είναι μία από τις πιο εκρηκτικές στιγμές της ψυχροπολεμικής έντασης, προκάλεσε παγκόσμιες διαμαρτυρίες κατά της χρήσης πυρηνικών.

Οι κοινωνικές αντιδράσεις και ανησυχίες εντάθηκαν όταν μελέτη του 1961 έδειξε ότι τη δεκαετία του 1960 τα δόντια παιδιών στο Σεντ Λούις περιείχαν 50% υψηλότερα επίπεδα του καρκινογόνου ραδιενεργού στροντίου-90 σε σχέση με τη δεκαετία του 1950, λόγω της έκθεσης σε ραδιολογική ακτινοβολία.

Η μελέτη αυτή προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία και έγινε η αφορμή για την σύσταση και υπογραφή της Συνθήκης Περιορισμού Πυρηνικών Δοκιμών το 1963, η οποία απαγόρευε τις πυρηνικές δοκιμές τόσο σε ατμόσφαιρα και διάστημα, όσο και κάτω από το νερό. Το ίδιο έτος, και ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια πυρηνικών δοκιμών, συνολικά 108 χώρες υπέγραψαν τη συνθήκη και μπήκαν σε μια νέα εποχή σταδιακής αποπυρηνικοποίησης.

Στην πράξη όμως αυτό δεν τηρήθηκε, διότι εκατοντάδες πυρηνικές βόμβες συνέχισαν να δοκιμάζονται υπόγεια, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική κατακραυγή των πολιτών που αντιδρούσαν ως προς τη χρήση τους. Όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά στο «παιχνίδι» των πυρηνικών δοκιμών μπήκαν επίσης και χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα.

Το 1996, προτάθηκε η υπογραφή της Συνθήκης για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), η οποία υπογράφηκε από 187 χώρες, εν συνεχεία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και διαθέτει σύστημα παρακολούθησης για την ανίχνευση πυρηνικών δοκιμών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η πιο πρόσφατη πυρηνική δοκιμή πραγματοποιήθηκε το 2017 από τη Βόρεια Κορέα και προκάλεσε ανησυχία, ιδιαίτερα στη Νότια Κορέα, η οποία εξέφρασε την πιθανότητα ανάπτυξης δικού της πυρηνικού προγράμματος. Αν χώρες όπως η Νότια Κορέα αποφασίσουν να δοκιμάσουν πυρηνικά όπλα, αυτό ενδέχεται να προκαλέσει μια νέα σειρά πυρηνικών δοκιμών και από άλλες χώρες.

Οι επιπτώσεις των πυρηνικών δοκιμών είναι πολυδιάστατες και αποδεικνύονται επιζήμιες τόσο για την υγεία ζώων και ανθρώπων όσο και για το περιβάλλον. Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι δοκιμές αυτές έχουν προκαλέσει χιλιάδες καρκίνους και θανάτους στις ΗΠΑ και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία πολιτών που ζούσαν ή δραστηριοποιούνταν κοντά σε χώρους δοκιμών.

Στην πραγματικότητα, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα παγκόσμιας κλίμακας είναι εκείνα που «συνθέτουν» την ιστορία της χρήσης και της δοκιμής πυρηνικών, τα οποία κατ’ επέκτασιν πλήττουν ακριβώς τους ίδιους τομείς, αφενός με την πρόκληση γεωπολιτικών εντάσεων και ρήξης σχέσεων μεταξύ κρατών, αφετέρου με την πρόκληση ανεπανόρθωτων βλαβών στην υγεία, την κοινωνία και το περιβάλλον.

Για αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η επανέναρξη των πυρηνικών δοκιμών θα αποτελούσε πρόκληση, θέτοντας σε κίνδυνο τις προοπτικές για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.