Σαν σήμερα, πριν από 112 χρόνια, στις 26 Οκτωβρίου 1912, η Θεσσαλονίκη έπαψε να αποτελεί πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό, με τον ελληνικό στρατό να εισέρχεται θριαμβευτής. Για την ακρίβεια το έγγραφο παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τον Τούρκο διοικητή υπεγράφη τις πρώτες πρωινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου, αλλά κατόπιν συνεννοήσεως ως ημερομηνία ανεγράφη η 26η του μηνός, ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου. Λεπτομέρεια άνευ ουσίας. Το σημαντικό είναι ότι εκείνη την ημέρα, 22 αιώνες και 27 χρόνια από την ίδρυσή της, η πολυεθνική και κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη δεν ήταν, πλέον, μέρος κάποιου κραταιού βασιλείου, ούτε μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, αλλά του νέου ελληνικού κράτους, η δημιουργία του οποίου ξεκίνησε με την Επανάσταση του 1821 και στη βασική του μορφή ολοκληρώθηκε με τους βαλκανικούς αγώνες. Δεν ήταν συμβασιλεύουσα της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά… συμπρωτεύουσα των Αθηνών. Έκτοτε η μοίρα της πόλης συνδέθηκε απόλυτα με την πορεία της Ελλάδας, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μόνο που στο αναπτυξιακό πεδίο η χώρα μας δεν είναι μία, είναι πολλές. Ή μάλλον τη διατρέχουν πολλές ταχύτητες και η Θεσσαλονίκη δεν βαδίζει σίγουρα ούτε στην πρώτη, ούτε στην πιο γρήγορα από αυτές.
Σήμερα η Ελλάδα είναι μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, αλλά και μέλος όλων των Ευρωατλαντικών θεσμών τα τελευταία 80 χρόνια, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διαφέρει, όμως, από τις υπόλοιπες του αναπτυγμένου κόσμου, ως προς την κατανομή της ανάπτυξης, αλλά και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Είναι μία χώρα -και μία οικονομία- συγκεντρωτική, δηλαδή Αθηνοκεντρική, ενώ οι περιφερειακές ανισότητες είναι τεράστιες. Ως αποτέλεσμα, ο μισός πληθυσμός της χώρας κατοικεί στην Αττική, κάτι που εξ’ ορισμού δυσκολεύει κάθε προσπάθεια θεσμικής εξισορρόπησης, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει η πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο.
Στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο η οικονομική ισχύς της Θεσσαλονίκης βαίνει μειούμενη και συνακόλουθα η επιρροή της συρρικνώνεται. Αν και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η πόλη γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, αξιοποιώντας τόσο τη γεωγραφία, που την προίκισε με ένα στρατηγικής σημασίας λιμάνι, όσο και την ιστορία, καθώς παρά τις πολιτικές δυσκολίες οι γειτονικοί λαοί την επισκέπτονταν κατά προτεραιότητα. Αλλά και σύγχρονα έως πρωτοποριακά για την εποχή εργαλεία, όπως ήταν το πανεπιστήμιο, η Διεθνής Έκθεση και η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, που αναπτύχθηκε ως αντίβαρο του αποκλεισμού τους από τα εθνικά κέντρα λήψης των αποφάσεων και τα προγράμματα κρατικών προμηθειών. Το σχήμα δούλεψε αποδοτικά μέχρι και τη δεκαετία του 1980, αλλά ατόνισε στη συνέχεια λόγω των διεθνών και εγχώριων εξελίξεων. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε, τα σύνορα χαμήλωσαν, όπου δεν ισοπεδώθηκαν, οι προστατευτισμοί ακυρώθηκαν και η παγκοσμιοποίηση επέβαλε τους δικούς της νόμους και κανόνες.
Επίσης, η πρόοδος της τεχνολογίας ακύρωσε εν πολλοίς τον στρατηγικό ρόλο των Εκθέσεων στην προώθηση της επιχειρηματικότητας και η ΔΕΘ δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να εξελιχθεί σε περιφερειακό παίκτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη που, λόγω της εγγύτητας και της ευκολίας στην πρόσβαση, έγινε ξαφνικά προνομιακός χώρος για την προώθηση των ελληνικών οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων. Ταυτόχρονα η Ελλάδα γέμισε πανεπιστήμια με το παραφρασμένο σύνθημα «κάθε πόλη και σχολή, κάθε χωριό και τμήμα», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η θελκτικότητα της Θεσσαλονίκης ως πανεπιστημιούπολης. Το μόνο από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Θεσσαλονίκης που έμεινε σχετικά αλώβητο από την κοσμογονία της δεκαετίας του 1990 είναι το λιμάνι, καθώς αποτελεί φυσικό μονοπώλιο λόγω της στρατηγικής του γεωγραφικής θέσης. Αλλά κι εδώ οι εξελίξεις δεν είναι όσο θετικές, θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι. Η καθυστέρηση στην επέκταση και στον εκσυγχρονισμό του -τόσο από τις διοικήσεις του δημοσίου μέχρι το 2018, όσο και από τον ιδιώτη τα τελευταία εξίμισι χρόνια- υπονομεύουν τις αναπτυξιακές του δυνατότητες και περιορίζουν την εμβέλειά του στα φορτία που δεν έχουν άλλη διέξοδο. Γι’ αυτό το 80% των φορτίων που διακινούνται, φτάνουν ή αναχωρούν από τη Θεσσαλονίκη υποχρεωτικά, επειδή είτε δεν έχουν άλλη διέξοδο, είτε η όποια άλλη διέξοδος είναι τελείως ασύμφορη.
Εάν σε όλα αυτά συνυπολογίσει κανείς και τις οικονομικές περιπέτειες των τελευταίων 15 ετών, που ακολούθησαν την ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας και επέτειναν την «αιμορραγία» των καλύτερων μυαλών της, αρχικά προς την Αθήνα και εν συνεχεία προς το εξωτερικό, αντιλαμβάνεται τους λόγους που η Θεσσαλονίκη μπορεί με ασφάλεια να χαρακτηριστεί σήμερα οικονομικά και κοινωνικά υποβαθμισμένη. Το πιο απαισιόδοξο είναι ότι ενώ οι διαρκείς διεθνείς ανακατατάξεις τα τελευταία χρόνια αναδιαμορφώνουν το σκηνικό στην ευρύτερη περιοχή και δημιουργούν νέα δεδομένα και ευκαιρίες -για παράδειγμα ο ενεργειακός… οργασμός στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο- η πόλη αδυνατεί να παρακολουθήσει συντεταγμένα τις εξελίξεις. Απλά βλέπει τα… τρένα να περνούν. Ίσως επειδή σε αυτή τη φάση στερείται στην ουσία φυσικής πολιτικής, επιχειρηματικής και πνευματικής ηγεσίας μεγάλου εκτοπίσματος. Τι απομένει; Οι προσωπικές προσπάθειες που πάντα θα υπάρχουν και πάντα θα αποδίδουν, έστω και κάτω από τα… ραντάρ. Έτσι στην παρούσα συγκυρία δραστηριοποιούνται από τη Θεσσαλονίκη σημαντικές καινοτόμες εταιρείες, είτε startups, είτε μεγαλύτερες, που έχουν τον τρόπο τους να ξεπερνούν τις εγγενείς δυσκολίες και -κυρίως- προσφέρουν σύγχρονα επαγγελματικά περιβάλλοντα στους νεότερους ανθρώπους. Από κοντά και κάποιες ξένες επενδύσεις που «τρέχουν» αξιοποιώντας κυρίως τους χαμηλότερους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες μισθούς του επιστημονικού δυναμικού. Ακόμη, ενδιαφέρον έχει η σχετικώς οργανωμένη από αρκετές πλευρές προσπάθεια του τελευταίου διαστήματος να αυξήσει η Θεσσαλονίκη την αναγνωρισιμότητά της και επομένως την επισκεψιμότητά της. Ο τουρισμός ταιριάζει στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που έχουν τα μνημεία και τα ερείπια της Θεσσαλονίκης, τα οποία έζησαν τους προηγούμενους αιώνες ημέρες δόξας. Βέβαια η υστέρηση είναι μεγάλη, αλλά προφανώς για να υπάρξει προοπτική χρειάζεται να γίνει μια κάποια αρχή.
Ως αντίβαρο στην υστέρηση το πολιτικό προσωπικό της Θεσσαλονίκης «σπρώχνει» τις προοπτικές παρακάτω. Τελευταία το 2030 παίζει πολύ ως ημερομηνία κατά την οποία η Θεσσαλονίκη θα έχει αλλάξει, θα έχει γίνει μια άλλη πόλη. Επειδή κάποια σημαντικά έργα, όπως για παράδειγμα οι αναπλάσεις, το σιδηροδρομικό δίκτυο και η αναβάθμιση του λιμανιού, θα έχουν ολοκληρωθεί. Και κάποια άλλα, όπως το μετρό και το αεροδρόμιο «Μακεδονία» θα έχουν ωριμάσει και άρα θα υπεραποδίδουν. Όλα αυτά ισχύουν, αλλά στο ερώτημα εάν είναι αρκετά, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε καταφατική, ούτε απόλυτη. Διότι η οικονομική ανάπτυξη μιας πόλης και της ευρύτερης περιοχής της προϋποθέτει ασφαλώς δημόσιες υποδομές και αναβαθμισμένο αστικό χώρο, αλλά εξίσου ασφαλώς ο χρόνος συνιστά καθοριστικό παράγοντα. Και η Θεσσαλονίκη του νεοελληνικού κράτους υποχρεώθηκε από την αρχή και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παίζει… καθυστέρηση.