Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 5 Οκτωβρίου 1912 σημαίνοντας την έναρξη των επιχειρήσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Έπειτα από την ολοκλήρωση της επιστράτευσης, ο ελληνικός στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα, στη Στρατιά Θεσσαλίας υπό τη διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου και στη Στρατιά Ηπείρου υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη. Στις 6 Οκτωβρίου η Στρατιά Θεσσαλίας πέτυχε στην Ελασσόνα την πρώτη νίκη των ελληνικών όπλων.
Οι οθωμανικές δυνάμεις αναδιπλώθηκαν τότε στα στενά του Σαρανταπόρου. «Οι Τούρκοι κατείχαν μια φοβερή θέση, στους πρόποδες του βουνού που είχε ένα στενό πέρασμα πίσω τους. Ήταν τοποθετημένοι ψηλότερα από μας, έτσι ώστε πλεονεκτούσαν και έβλεπαν όλα όσα συνέβαιναν στην πεδιάδα. Ήταν δυόμισι μεραρχίες με ένα σύνταγμα πυροβολικού, είκοσι τέσσερα κανόνια» ανέφερε σχετικά με τις αμυντικές θέσεις των Οθωμανών στο Σαραντάπορο ο διάδοχος (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Ώρες Ελευθερίας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, 100 χρόνια, Από τη Μελούνα στη Θεσσαλονίκη, Η Καθημερινή, Μάρτιος 2012, σελ. 45). Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε στις 9 Οκτωβρίου. Μπροστά στον κίνδυνο περικύκλωσής τους, οι οθωμανικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν μέσα στη νύχτα της 9ης-10ης Οκτωβρίου, αφήνοντας πίσω πυροβόλα και μεγάλες ποσότητες σε εφοδίων και υλικών. Κατά την καταδίωξη των εχθρικών δυνάμεων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου.
Ύστερα από την απελευθέρωση της Κοζάνης, ο Κωνσταντίνος σχεδίασε την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς το Μοναστήρι (Μπίτολα), έδρα του Γ΄ Σώματος του οθωμανικού στρατού, σκεπτόμενος στρατιωτικά και φοβούμενος την αποστολή οθωμανικών ενισχύσεων από την πόλη προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, σκεπτόμενος πολιτικά, έδωσε την εντολή για προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη, φοβούμενος την κατάληψη της πόλης από τους Βουλγάρους. Όταν βέβαια κατέστη εμφανές ότι δεν θα αποστέλλονταν οθωμανικές ενισχύσεις από το Μοναστήρι, ο διάδοχος στράφηκε προς τη Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας του μεταγενέστερου Εθνικού Διχασμού η διάσταση απόψεων διαδόχου-Βενιζέλου έλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Html code here! Replace this with any non empty text and that’s it.
Ακολούθησαν η απελευθέρωση της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας στις 16, τις 17 και τις 18 Οκτωβρίου αντίστοιχα και στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις έδωσαν τη Μάχη των Γιαννιτσών στις 19-20 Οκτωβρίου. «Η μάχη των Γενιτσών δύναται να χαρακτηρισθή ως η μεγαλειτέρα, η πεισματωδεστέρα και λυσσωδεστέρα των μέχρι τούδε μαχών» έγραψε για τη Μάχη ο ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας Σκριπ (ό.π., σελ. 51-52).
Χορηγός Επικοινωνίας
Κατά την υποχώρησή του, ο οθωμανικός στρατός κατέστρεψε τις γέφυρες του Αξιού. Χρειάστηκε η χωρίς σταματημό εργασία του μονάδων του Μηχανικού καθώς και η αξιομνημόνευτη προσφορά των απαραίτητων εργαλείων και υλικών από τους κατοίκους της περιοχής, ιδιαίτερα της Χαλάστρας (Κουλακιά), για να περατωθεί το έργο της γεφύρωσης του Αξιού. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη Θεσσαλονίκη.
Μετά από μακρές συζητήσεις με τους προξένους των Μ. Δυνάμεων, ο διοικητής του νεοσυσταθέντος Η΄ Σώματος του οθωμανικού στρατού Χασάν Ταχσίν πασάς αποδέχτηκε τους όρους του διαδόχου Κωνσταντίνου για την παράδοση των δυνάμεών του και της πόλης. Αργά το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, ο Βίκτωρ Δούσμανης και ο Ιωάννης Μεταξάς υπέγραψαν από κοινού με τον Ταχσίν το πρωτόκολλο της παράδοσης. Την επομένη, εισήλθαν στην πόλη τμήματα του ελληνικού στρατού. Η Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η πόλη που «ενσάρκωνε καημούς και ελληνικά όνειρα», ήταν πλέον ελεύθερη.
Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όλον τον ελληνισμό. «“Ήρθαν οι δικοί μας! ήρθε ο Στρατός μας! ήρθαν οι Έλληνες!”. Μου φάνηκε σαν να ξυπνούσα απ’ όνειρο. Ήταν λοιπόν αλήθεια; Πετάχτηκα πάνω, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στην Εγνατία! Στο φαρδύ όπως λέγαμε τότε… τα μαγαζιά ήταν μισόκλειστα! Όμως ο δρόμος ήταν γεμάτος από δικούς μας που ρωτούσαν ο ένας στον άλλον. Εκείνη τη στιγμή απ’ ένα τραμ που ερχόταν απ’ το Βαρδάρι μας φώναζαν πως ο Σιδηροδρομικός Σταθμός είχε καταληφθεί απ’ τον Ελληνικό Στρατό!… Σχεδόν ταυτόχρονα δύο έφιπποι Έλληνες διαγγελείς, ο ένας στρατιώτης κι’ ο άλλος χωροφύλακας φάνηκαν να καλπάζουν προς την Καμάρα! Αυτό ήταν! Ακούστηκε ξαφνικά, πετάχτηκε απ’ όλες τις μεριές του δρόμου. Μια φωνή που έβγαινε απ’ την ψυχή μας, απ’ τους πόνους τόσων χρόνων σκλαβιάς… ένα κύμα ακράτητο απ’ ανθρώπους, που αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, που χειρονομούσαν έξαλλοι, που κλαίγαν από χαρά, ξεχύθηκε τρέχοντας προς τον Σταθμό» αφηγήθηκε ο Νικόλαος Χριστοδούλου το 1962, πενήντα χρόνια μετά την Απελευθέρωση (ό.π., σελ. 64).
Στις 28 Οκτωβρίου εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. «Η σημαία μας πρωτοϋψώθηκε στο Λευκό Πύργο εκείνη την ημέρα το πρωί, την ώρα ακριβώς που έρχονταν απ’ τον παραλιακό δρόμο η παρέλαση της νίκης. Τα κανόνια στημένα εκεί κοντά, χαιρετούσαν με πυροβολισμούς, τα καράβια στο λιμάνι σφύριζαν όλα μαζί και έφιπποι προπορεύονταν του στρατού ο βασιλεύς Γεώργιος, ο Διάδοχος και το Επιτελείο. Ο κόσμος που είχε ξεχυθεί στους δρόμους, ζητωκραύγαζε έξαλλος και πολλά μάτια δάκρυσαν από συγκίνηση» έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Ζάννας περιγράφοντας τη στιγμή (ΙΜΧΑ, Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 163).