Υπό φυσιολογικές συνθήκες η Κάμαλα Χάρις θα αποτελούσε το μεγάλο φαβορί να επικρατήσει του Τραμπ στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και να αναδειχθεί η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ. Η αντικατάσταση του προέδρου Μπάιντεν με την αντιπρόεδρό του το καλοκαίρι οδήγησε πολύ γρήγορα σε μια εντυπωσιακή αλλαγή στο πολιτικό της ύφος, και σε ιστορικά υψηλά δημοφιλίας.
Ο Δημήτρης Τσαρούχας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, αναλύει στο NEWS 24/7 γιατί ο δρόμος για την Κάμαλα Χάρις θα εξακολουθήσει να είναι ανηφορικός ως τις εκλογές.
Η πρώην αντιδημοφιλής Αντιπρόεδρος (πιο αντιδημοφιλής και από τον Μπάιντεν, στον οποίο πολλοί Αμερικανοί χρεώνουν όλα τα κακά της μοίρας τους για λόγους μάλλον ακατανόητους) που βρέθηκε σε τρικυμία όταν κλήθηκε να επιλύσει το μεταναστευτικό στα νότια σύνορα της χώρας, και που πολλάκις κατηγορήθηκε για ελλιπή προετοιμασία και έλλειψη διπλωματικών ικανοτήτων, καθώς και η επιθετική ηγέτης που αναγκάστηκε να αλλάξει εκπροσώπους Τύπου δύο φορές μετά από κατηγορίες για bullying, μετατράπηκε στη φλογερή υποψήφια που ήρθε για να συμφιλιώσει μια διαιρεμένη χώρα και να εξασφαλίσει σιγουριά και ηρεμία στον Λευκό Οίκο.
Οι χορηγοί των Δημοκρατικών ενθουσιάστηκαν από την αλλαγή σκυτάλης του καλοκαιριού και το κόμμα “βομβάρδισε” καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο τους ψηφοφόρους σε όλη την χώρα, και ειδικά στις κρίσιμες πολιτείες, με διαφημίσεις κολακευτικές για τη Χάρις και δυσοίωνες έως καταστροφολογικές για τον αντίπαλο της. Το κόμμα συνασπίστηκε γύρω από τη Χάρις σε χρόνο ρεκόρ και τα «μεγάλα όπλα», δηλαδή το ζεύγος Ομπάμα και εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού και αθλητικού κόσμου, προέτρεψαν τους Αμερικανούς να την προτιμήσουν στις κάλπες.
Ακόμα και επιφανείς Ρεπουμπλικανοί που δηλώνουν ανοιχτά πως θα προτιμήσουν τους υποψήφιους του κόμματός τους στις τοπικές εκλογές ή σε αναμετρήσεις για το Κογκρέσο, δήλωσαν πως η πρόεδρος Χάρις είναι προτιμητέα από την ανασφάλεια και ενδεχόμενη αναρχία στον Λευκό Οίκο που δυνητικά θα προκαλέσει η επιστροφή Τραμπ στο ανώτατο αξίωμα. Μετά την πρώτη και μοναδική τηλεμαχία (σ.σ. ο Τραμπ αρνήθηκε δεύτερη, φοβούμενος πιθανόν πως θα τα καταφέρει ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στην πρώτη), στην οποία ήταν κατά γενική ομολογία στιβαρή και αποφασιστική, η Χάρις φάνηκε να καλπάζει προς την τελική επικράτηση.
Με δεκάδες χιλιάδες εθελοντές στο πόδι, ρεκόρ χρημάτων στα ταμεία και ένα κόμμα ενωμένο πίσω της, θα υπέθετε κανείς πως η Χάρις θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Την ώρα, όμως, που γράφονταν αυτές οι γραμμές, και ενώ πάνω από 13 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν ήδη ψηφίσει στις πολυάριθμες πολιτείες που επιτρέπουν κάτι τέτοιο πριν τη μέρα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, οι δημοσκοπήσεις αλλά και η γενικότερη αίσθηση είναι ότι ο Τραμπ έχει καταφέρει, για ακόμα μια φορά, να συγκεντρώνει τα βλέμματα πάνω του με σοκαριστικές αναφορές, μετατρέποντας τη μονομαχία των δύο σε θρίλερ.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντα αβέβαιο, αλλά τούτη τη φορά περισσότερο από κάθε άλλη. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Χάρις ήταν ότι κατάφερε να παρουσιαστεί ως η υποψήφια της αλλαγής (change candidate), την οποία οι ψηφοφόροι δηλώνουν επί σειρά ετών πως επιθυμούν ούτως ώστε να μπει τέλος στο δυσλειτουργικό πολιτικό σύστημα στην Ουάσιγκτον. Ως εδώ καλά.
Τι γίνεται, όμως, όταν έρχεται η ώρα να μετουσιώσεις τις διακηρύξεις σε πράξη, απτή και κατανοητή στον πολύ κόσμο, με το να ενσωματώσεις ένα νέο πολιτικό πρόγραμμα αλλά και να αποκηρύξεις πτυχές της προεδρίας Μπάιντεν (ο Μπάιντεν μονομαχεί με τον Τραμπ για το ρεκόρ αντιδημοφιλίας μεταξύ των προέδρων όλων των εποχών!), οι οποίες πλήγωσαν την εικόνα της προεδρίας του;
Στον τομέα αυτό η Χάρις μπερδεύτηκε και απώλεσε την ευκαιρία να αποκρούσει αποτελεσματικά τις επιθέσεις του Τραμπ, που συστηματικά τη συσχετίζει με τον Μπάιντεν και την (υποτιθέμενη) αποτυχία του στα ζητήματα πολιτικής που απασχολούν τους απλούς πολίτες, και ιδιαίτερα τον πληθωρισμό τροφίμων και την οικογενειακή τους οικονομική κατάσταση (που, συνεπεία του πληθωρισμού, είναι χειρότερη για τους περισσότερους συγκριτικά με το 2020).
Ενώ τής δόθηκε η ευκαιρία σε συνεντεύξεις ή την παρουσίαση του προγράμματός της να δείξει πώς εννοεί την αλλαγή που πρεσβεύει, αποφάσισε να διατρανώσει την αφοσίωσή της στον Μπάιντεν υπερασπιζόμενη την προεδρία του σε απόλυτο βαθμό και αρνούμενη πως θα έκανε κάτι, έστω κάτι μικρό και συμβολικό, διαφορετικά σε σχέση με «τον Τζο».
Με τον τρόπο αυτό, και ενώ η εμπιστοσύνη της στα επιτεύγματα της περασμένης τετραετίας είναι σίγουρα αξιέπαινη, απέτυχε να πείσει πολλούς αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους -και ειδικά εκείνους στους οποίους είχε κάνει αρνητική εντύπωση τα περασμένα 4 χρόνια- πως είναι σε θέση να φέρει την αλλαγή που ευαγγελίζεται.
Η αξιοπιστία για την υποψήφια των Δημοκρατικών είναι πολύ σημαντική, μια και κρίνεται με πολύ αυστηρότερα κριτήρια απ’ ό,τι ο Τραμπ. Το γεγονός πως είναι γυναίκα, όσο κι αν τα μέσα ενημέρωσης και οι σχολιαστές προσπαθούν επιμελώς να το κρύψουν, είναι ένας σημαντικός παράγοντας.
Η αδυναμία ενσάρκωσης της αλλαγής είναι φυσικά μια μόνο πτυχή, μια και υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι που καθιστούν την αναμέτρηση τόσο αμφίρροπη. Αφροαμερικανοί και καταγόμενοι από τη Λατινική Αμερική ψηφοφόροι επιλέγουν τον Τραμπ με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα από το 2016 και εντεύθεν, ανεξαρτήτως αντιπάλου. Η Φλόριντα, προπύργιο των Κουβανών και άλλων πρώην και νυν μεταναστών από την Νότια Αμερική, είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στις ανοησίες Τραμπ περί «κομμουνιστών» Δημοκρατικών που έρχονται να υφαρπάξουν περιουσίες, ποντάροντας στα αντανακλαστικά ανθρώπων που έχουν βιώσει, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, το κουβανικό καθεστώς. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη πολιτεία, που δίνει 29 εκλεκτορικές ψήφους, είναι εδώ και κάποια χρόνια στα χέρια των Ρεπουμπλικανών.
Σε ό,τι αφορά τους άντρες Αφροαμερικανούς, η ψήφος τους μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικής σημασίας. Το 2020 δεν δίστασαν να υποστηρίξουν σθεναρά τον Μπάιντεν και να τον χρίσουν πρόεδρο, αλλά φέτος πολλοί είτε διστάζουν να επιλέξουν τη Χάρις είτε μετακινούνται κατευθείαν στον Τραμπ.
Το πρόβλημα για τη Χάρις είναι μεγάλο, κι έτσι ο πρόεδρος Ομπάμα αναγκάστηκε πρόσφατα να προειδοποιήσει τους άνδρες Αφροαμερικανούς για την ανάγκη να εμφανιστούν στις κάλπες και να αγνοήσουν τα κελεύσματα Τραμπ και τα συντηρητικά τους αντανακλαστικά που τους κάνουν να αντιδρούν στην προοπτική μιας γυναίκας προέδρου. Επιπρόσθετα, οι λευκοί άνδρες ψηφοφόροι χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που αποτελούν το 40% του συνόλου των ψηφοφόρων, γοητεύονται σταθερά από τα φληναφήματα Τραμπ εδώ και μια οκταετία.
Με άλλα λόγια, η Χάρις δεν παίζει μόνη της. Ο Τραμπ φροντίζει να προκαλεί τους αντιπάλους του για να συσπειρώσει το MAGA κοινό του, αλλά και να παρουσιάζει εαυτόν ως τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας (εμφανιζόμενος πρόσφατα σε κατάστημα McDonalds και σερβίροντας πατάτες τηγανητές), έχοντας παράλληλα εξασφαλίσει και την αμέριστη υποστήριξη, υλική και ψηφιακή, του Ίλον Μασκ και άλλων δεξιόστροφων επιχειρηματιών και celebrities.
Ο δρόμος για τη Χάρις θα εξακολουθήσει να είναι ανηφορικός ως το τέλος της διαδρομής.
* Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πρόγραμμα Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Georgetown