Ενόψει των αμφίρροπων 60ών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, κορυφώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στις μεγάλες εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης, που εκφράζουν διαφορετικές εκτιμήσεις και δημοσιοποιούν αντικρουόμενες δημοσκοπήσεις αναφορικά με τον νικητή των εκλογών.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσίευσε στην ψηφιακή της έκδοση η εφημερίδα Wall Street Journal, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, έχει οριακό προβάδισμα απέναντι στη Δημοκρατική αντίπαλό του, την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις. Συγκεκριμένα φαίνεται να συγκεντρώνει το 47% των προθέσεων ψήφου, έναντι 45% που λαμβάνει η υποψήφια των Δημοκρατικών, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσίευσε στην ψηφιακή της έκδοση η εφημερίδα Wall Street Journal.
Η διαφορά είναι εντός του ορίου του στατιστικού σφάλματος (±2,5%), σύμφωνα με τη δημοσκόπηση σε δείγμα 1.500 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, που διενεργήθηκε από τη 19η ως την 22η Οκτωβρίου. Πάντως καταγράφει αλλαγή τάσης, καθώς η κυρία Χάρις προηγείτο με διαφορά δύο μονάδων τον Αύγουστο, σε προηγούμενη δημοσκόπηση της WSJ, όπως σημειώνει η εφημερίδα.
Η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipsos και του πρακτορείου ειδήσεων Reuters, αντίθετα, θέλει την κυρία Χάρις να προηγείται, επίσης με οριακή διαφορά (46-43%).
Τρεις λόγους στους οποίους εδράζει την πεποίθησή του ότι η Κάμαλα Χάρις θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου αναπτύσσει σε άρθρου του στους The New York Times, ο σύμβουλος πολιτικής στρατηγικής και σύμβουλος του American Bridge, James Carville.
Ο κυριότερος λόγος που ο Ντόναλντ Τραμπ θα χάσει τις εκλογές, όπως υποστηρίζει, είναι ότι από τότε που ανέλαβε τα “ηνία”, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει σημειώσει αλλεπάλληλες ήττες. Το 2018 οι Δημοκρατικοί σάρωσαν στις ενδιάμεσες εκλογές στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στη μεγαλύτερη νίκη τους από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Το 2020 εκδιώχθηκε από τον Λευκό Οίκο από τον Τζο Μπάιντεν. Και οι Δημοκρατικοί σημειώνουν καλές επιδόσεις στις ειδικές ψηφοφορίες, αφότου οι διορισμένοι από τον Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο ήραν ένα βασικό δικαίωμα των Αμερικανίδων: την άμβλωση.
Ο Τραμπ επίσης δεν καταφέρνει να πείσει με τα “κηρύγματά” του τους ψηφοφόρους, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών θεωρούν ότι είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία για να εκλεγεί πρόεδρος. Παρ’ όλα αυτά δεν πάρει το μάθημά του, κι αντί να προσπαθεί να καθησυχάσει τις ανησυχίες των Αμερικανών, σπαταλά τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής του εκστρατείας χορεύοντας τραγούδια των Village People και ακυρώνοντας συνεντεύξεις.
Από την άλλη, η Κάμαλα Χάρις μέσα σε μόλις τρεις μήνες δημιούργησε τον ευρύτερο συνασπισμό προσώπων-υποστηρικτών που έχουμε δει στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, που περιλαμβάνει από την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ μέχρι τη Λιζ και τον Ντικ Τσέινι.
Ένας άλλος λόγος είναι το χρήμα: που παίζει καίριο ρόλο στην πολιτική. Και σε αυτό το μέτωπο η Χάρις κερδίζει κατά κράτος τους Ρεπουμπλικανούς. Από τη στιγμή της υποψηφιότητάς της, έχει συγκεντρώσει το εντυπωσιακό ποσό του 1 δισ. δολαρίων και το τελευταίο τρίμηνο μόνο μία πολιτική επιτροπή του κόμματός της άντλησε 633 εκατ. δολάρια, περισσότερα από ό,τι δύο επιτροπές του Τραμπ. Τα κεφάλαια αυτά ότι μόνο αντισταθμίζουν τις δωρεές δισεκατομμυριούχων προς τον Τραμπ αλλά έχουν εξασφαλίσει στη Χάρις του πόρους που χρειάζεται για να πείσει με διαφημίσεις και πολιτικές εκδηλώσεις τους αναποφάσιστους, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι ο Τραμπ πρόδωσε την υπόσχεσή του και ήρε το δικαίωμα στην άμβλωση, δείχοντας ότι στην πραγματικότητα αυτός είναι ο εξτρεμιστής.
Ο τελευταίος λόγος που επικαλείται ο Carville είναι η πεποίθησή του ότι η Αμερική κάθε άλλο παρά διχασμένη είναι και θύμα του φυλετισμού, επισημαίνοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών είναι λογικοί άνθρωποι και δεν θα κάνουν το ίδιο λάθος δύο φορές.
Καταλήγοντας, προσθέτει ότι την τελευταία δεκαετία ο Τραμπ έχει μολύνει τη ζωή των Αμερικανών με μια κακοήθη πολιτική ασθένεια, που έχει εξαφανίσει άλλες δημοκρατίες. Όπως σημειώνει, στις 6 Ιανουαρίου 2021, η δημοκρατία των ΗΠΑ σχεδόν υπέκυψε σε αυτήν. Όμως ο Τραμπ δήλωσε ξεκάθαρα ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα είναι υποψήφιος για την προεδρία. Γι’ αυτό ακριβώς, σημειώνει, θα πρέπει να ενθουσιάζει αυτό που έπεται: η ήττα του Τραμπ.
Για πρώτη φορά μετά από δύο μήνες, ο Ντόναλντ Τραμπ παίρνει το προβάδισμα στο δημοσκοπικό μοντέλο του Economist , το οποίο δίνει αυτή τη στιγμή 54% πιθανότητες στον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο να κερδίσει τις εκλογές. Ακριβώς όπως οι εθνικές δημοσκοπήσεις έδειχναν τον Αύγουστο ότι πολλοί αναποφάσιστοι έκλιναν προς την Κάμαλα Χάρις, τώρα ένα σημαντικό τμήμα αυτής της δεξαμενής ψηφοφόρων – πιθανόν Ρεπουμπλικάνοι που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν αποστασιοποιημένοι – φαίνεται να παρατάσσονται πίσω από τον Τραμπ. Κατά συνέπεια, οι πιθανότητες νίκης του αυξήθηκαν κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, με τις προβλέψεις να τον ευνοούν στις κρίσιμες για τις εκλογές πολιτείες, αν και η κούρσα παραμένει αμφίρροπη, σύμφωνα με το συγκεκριμένο εργαλείο αξιολόγησης.
Η μεθοδολογία της ανάλυσης
Το μοντέλο του Economist για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ εκτιμά τις πιθανότητες των υποψηφίων να κερδίσουν σε κάθε πολιτεία και τον συνολικό αριθμό εκλεκτόρων. Αναπτύχθηκε από μια ομάδα ερευνητών του πανεπιστημίου Κολούμπια και για να προβλέψει τα αποτελέσματα των εκλογών συνδυάζει δημοσκοπήσεις σε εθνικό και πολιτειακό επίπεδο με θεμελιώδη και κρίσιμα μεγέθη, όπως η κατάσταση της οικονομίας, τα ιστορικά πρότυπα ψηφοφορίας και τα δημογραφικά στοιχεία κάθε πολιτείας.
Το μοντέλο δημιουργεί χιλιάδες σενάρια, το καθένα από τα οποία περιέχει διαφορετικά ποσοστά ψήφου σε κάθε πολιτεία και διαφορετικές τιμές περιθωρίου λάθους των δημοσκοπήσεων και κατά συνέπεια είναι πιο πιθανό να δημιουργήσει σενάρια που είναι πιο κοντά στην αντιστοίχιση των δημοσκοπήσεων και των θεμελιωδών δεδομένων που έχουν δοθεί. Οι τελικές πιθανότητες νίκης που υπολογίζει, αντιπροσωπεύουν το μερίδιο των σεναρίων που κερδίζει κάθε υποψήφιος.
Όταν τελικά η Κάμαλα Χάρις πήρε το χρίσμα ως υποψήφια των Δημοκρατικών τον Αύγουστο, στο μοντέλο έγιναν κάποιες μικρές μεθοδολογικές προσαρμογές, ώστε να λαμβάνει υπόψη την επίδραση στις δημοσκοπήσεις της πιθανής αύξησης των ψηφοφόρων στις εκλογές και των χορηγιών στα κόμματα, καθώς και την εκτιμώμενη ακρίβεια των προβλέψεων των θεμελιωδών μεγεθών.