Για τη Θεσσαλονίκη κάθε Σεπτέμβριος είναι μήνας… μάχης. Ενίοτε η πόλη -σίγουρα οι φορείς, σε ορισμένες περιπτώσεις και η ευρύτερη κοινωνία- νιώθει ότι παίρνει μέρος στην «μητέρα των μαχών». Περίπου σαν να μην υπάρχει επόμενη ημέρα ή επόμενος… μήνας. Ο Σεπτέμβριος με τη Διεθνή Έκθεση, τις επισκέψεις του πρωθυπουργού, των υπουργών, των υφυπουργών και όλων των υπολοίπων αρμών της εξουσίας του κράτους φαντάζει ως ευκαιρία να επιλυθούν -ή έστω να προωθηθούν, ακόμη και απλώς να τεθούν για να μην ξεχαστούν- τα μεγάλα και τα μικρά θέματα.

Τα επείγοντα και τα… κατεπείγοντα ζητήματα. Τα χρονίζοντα και τα απολύτως επίκαιρα αιτήματα. Κυρίως, όμως, έμφαση δίνεται στα καθημερινά, σε όσα θα βελτιώσουν τη λειτουργία της πόλης και θα διευκολύνουν τους κατοίκους να τακτοποιούν ευχερέστερα τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τους κάθε εβδομάδα, από Δευτέρα έως Κυριακή. Είναι, άλλωστε, ο πολιτικός χαρακτήρας αυτών των… ζυμώσεων που ευνοούν κινήσεις με χειροπιαστά αποτελέσματα, ακόμη και τις πιο μικρές και περιορισμένες.

Από το συγκεκριμένο μοτίβο δεν ξεφεύγει ούτε η φετινή χρονιά. Όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις μετά την προκαταρκτική επίσκεψη του πρωθυπουργού την περασμένη Τρίτη η καθημερινότητα θα επικρατήσει τόσο σε ό,τι πει για τη Θεσσαλονίκη το προσεχές σαββατοκύριακο στα εγκαίνια της 88ης ΔΕΘ, όσο και στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες του επόμενου διαστήματος για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή.

Φυσικά η εμπορική λειτουργία του μετρό μετά από πολλά χρόνια καθυστέρησης, η  κατασκευή δύο σύγχρονων νοσοκομείων, η διέξοδος στο κυκλοφοριακό πρόβλημα, ο εκσυγχρονισμός του αποθέματος των σχολικών κτηρίων είναι σημαντικά πράγματα. Αυτονόητα -ενδεχομένως- για μια ανεπτυγμένη χώρα, αλλά ζητούμενα για τη δική μας. Αδιαμφισβήτητα η Θεσσαλονίκη χρειάζεται επικαιροποίηση των κοινωνικών υποδομών της, αφού ο ρυθμός ανάπτυξής της εδώ και δεκαετίες υστερεί.

Πάντως, στη συζήτηση αυτή για τη Θεσσαλονίκη καταγράφεται για μία ακόμη χρονιά ένα πολύ σοβαρό έλλειμμα. Διότι πέρα από το γενικό και αόριστο περί περιφερειακής ανάπτυξης, στο οποίο αναφέρθηκε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, καμία από τις υπόλοιπες εξαγγελίες αυτής της εβδομάδας δεν εντάσσει την διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη ως προτεραιότητα. Από την υφιστάμενη συζήτηση απουσιάζει το μακρόπνοο, ο σχεδιασμός για τον καμβά και τους μοχλούς που θα στηρίξουν την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, ώστε να οικοδομήσει ένα μέλλον στο οποίο θα παράγεται πλούτος. Ίσως μόνο το μετρό, το οποίο πέρα από την εξυπηρέτηση των Θεσσαλονικέων θα συμβάλλει αποφασιστικά στη βελτίωση της λειτουργικότητας του κέντρου της πόλης -και αργότερα μέσω των επεκτάσεων του συνολικού πολεοδομικού συγκροτήματος- μπορεί να χαρακτηριστεί εμβληματικά αναπτυξιακό έργο. Όπως ήταν όταν ιδρύθηκαν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και η Διεθνής Έκθεση, πέριξ των οποίων οικοδομήθηκαν οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που αποδίδουν ακόμη στη Θεσσαλονίκη εδώ και δεκαετίες.

Η προοπτική της Θεσσαλονίκης -διαχρονικά, αλλά και σήμερα- σε σημαντικό βαθμό συνδέεται με τη θάλασσα. Με τις δυνατότητες του θαλασσινού στοιχείου, τις οποίες σήμερα η περιοχή αφήνει -στην καλύτερη περίπτωση- αναξιοποίηστες και -στη χειρότερη περίπτωση- περιφρονεί. Αυτό σημαίνει ότι το θαλάσσιο μέτωπο και το εμπορικό λιμάνι -τόσο ως κομμάτι του θαλασσίου μετώπου, όσο και αυτόνομα- είναι μακράν τα δύο πιο σημαντικά συγκριτικά αναπτυξιακά πλεονεκτήματα για την πόλη και την ευρύτερη Κ. Μακεδονία. Αν και οι συσκέψεις και οι συναντήσεις του Κ. Μητσοτάκη την περασμένη Τρίτη πραγματοποιήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής, δηλαδή ακριβώς πάνω στο Θερμαϊκό, δεν έγινε καμία αναφορά σε αυτά τα πλεονεκτήματα. Πολύ περισσότερο που και για τα δύο αυτά θέματα έχει υπάρξει συζήτηση. Για το λιμάνι εδώ και δεκαετίες, για την αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου τα τελευταία χρόνια.

Προφανώς οι δύο αυτές παραλείψεις δεν (μπορεί να) οφείλονται σε άγνοια. Μάλλον έχουν σχέση με τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες με τις οποίες συνδέονται τα δύο συγκεκριμένα θέματα. Το μεν λιμάνι μπορεί να παραμένει δημόσια υποδομή μονοπωλιακού χαρακτήρα, αλλά η εταιρεία που το διαχειρίζεται είναι ιδιωτική. Οπότε η παρέμβαση του κράτους για επιτάχυνση της κατασκευής των απαιτούμενων για την ουσιαστική αναβάθμισή του υποδομών δεν συνιστά κάτι απλό. Άλλωστε και μέχρι το 2018, όταν η ΟΛΘ ΑΕ ήταν εταιρεία του δημοσίου, η ολιγωρία στην εξέλιξη του λιμένα Θεσσαλονίκης μέτρησε μια εικοσαετία, διάστημα χαώδες για την εποχή μας. Αλλά και σήμερα οι οδικές και σιδηροδρομικές συνδέσεις του λιμανιού με τα κεντρικά μεταφορικά δίκτυα είναι κακές και ημιτελείς, με αποκλειστική ευθύνη του ελληνικού δημοσίου, που έπρεπε να τις κατασκευάσει. Οπότε πώς να… πιέσει -αν υποθέσουμε ότι υπήρξε τέτοια πρόθεση.

Η δε ενοποίηση του θαλασσίου μετώπου -κάτι που προφανώς συνιστά κάτι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο από την εξυγίανση, τακτοποίηση και συνένωση μέσω ποδηλατοδρόμου των 50 χιλιομέτρων της ακρογραμμής από το Καλοχώροι μέχρι το Αγγελοχώρι, αφορά επτά δήμους και τέσσερις ή πέντε φορείς του δημοσίου. Εξ’ αυτού η πολυπλοκότητα της υπόθεσης δεν είναι μόνο αυτονόητη, αλλά και αποτρεπτική για δυναμικές πρωτοβουλίες, που δεδομένων των τοπικών αντιθέσεων και της ασυνεννοησίας, μόνο η κεντρική πολιτική εξουσία μπορεί να πάρει. Φυσικά, εάν και εφόσον οι αρμόδιοι λάβουν τις ανάλογες πολιτικές αποφάσεις, κάτι που πρωτίστως σημαίνει ότι θα πρέπει να συγκρουστούν με πολλά -πάρα, πάρα πολλά- «μικροσυμφέροντα της κάθε γειτονιάς». Σε μια εποχή πολιτικά και κοινωνικά πολύπλοκη, στην οποία διακυβεύονται πολλά για τη χώρα, πολύ δύσκολα κάποιος κυβερνήτης θα ρισκάρει πολιτικό κεφάλαιο για να συνεννοηθούν επτά συν δύο φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα για το μακροπρόθεσμο καλό της Θεσσαλονίκης! Ή μήπως όχι; Οπότε η υπόθεση παραμένει στο επίπεδο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που (υποτίθεται ότι) έχει εξασφαλίσει κονδύλια από το ΕΣΠΑ για τα βασικά έργα, αφού σε ορισμένα σημεία η αυθαιρεσία, η βρώμα και η δυσωδία που υπάρχουν, θυμίζουν έντονα τον τρίτο, τέταρτο, πέμπτο ή… δέκατο κόσμο.

Σε αυτό το σκηνικό τα δύο κορυφαία αναπτυξιακά πλεονεκτήματα της Θεσσαλονίκης μάλλον είναι… καταδικασμένα να προωθούνται αργά, βασανιστικά και… διακριτικά. Η πόλη θα εξακολουθήσει να εξελίσσει το προφίλ της κατά βάσιν μέσω άμεσων δημοσίων και κοινωνικών επενδύσεων. Αδιαφορώντας εν πολλοίς για την μεσο-μακροπρόθεσμη οικονομική της πρόοδο και βιώσιμη ανάπτυξη που δεν μπορεί παρά να βασίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία για να αναπτυχθεί χρειάζεται περιβάλλον που να τροφοδοτεί τα κίνητρά της και σήμερα ούτε υπάρχει, ούτε σχεδιάζεται. Ακόμη τουλάχιστον.  

Υ.Γ. Τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη ο πιο δυναμικός επενδυτικά κλάδος της ιδιωτικής οικονομίας είναι η φιλοξενία, δηλαδή η δημιουργία ξενοδοχείων και συναφών χώρων. Καθώς εμφανής λόγος γι’ αυτή την εξέλιξη δεν υπάρχει -πέρα από μια γενική και αόριστη μέχρι στιγμής πεποίθηση ότι η επισκεψιμότητα στην πόλη τα επόμενα χρόνια θα αυξηθεί- είναι μάλλον προφανές ότι το κομμάτι του τουρισμού δείχνει σημάδια πλήρους αυτονόμησης από τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή. Μακάρι να τους βγει σε καλό.