Το αποκαλούν «μπλε χρυσό» και παρόλο που η ονομασία μπορεί να μας παρασύρει σε σκέψεις για κοσμήματα, στην πραγματικότητα είναι μια αναφορά στην τεράστια αξία, τόσο οικονομική όσο και πρακτική, ενός μετάλλου που είναι γνωστό εδώ και χρόνια στην τεχνολογία: το κοβάλτιο. Αν και δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο το κολτάνιο, η πραγματικότητα είναι ότι και τα δύο είναι απαραίτητα για την επεξεργασία ενός μεγάλου μέρους των ηλεκτρονικών συσκευών που χρησιμοποιούμε καθημερινά και αυτό, φυσικά, το καθιστά έναν περιζήτητο πόρο στη βιομηχανία.

Το κοβάλτιο είναι ένα σιδηρομαγνητικό μέταλλο, προικισμένο με μαγνητικές ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες του σιδήρου και ανθεκτικό στη φθορά και τη διάβρωση ακόμη και σε υψηλές θερμοκρασίες. Δεν είναι όμως το μόνο του πλεονέκτημα, καθώς υποστηρίζει την τάση με τρόπο παρόμοιο με εκείνον του σιδήρου και προσφέρει μια σειρά εφαρμογών που κυμαίνονται από τον τομέα της υγιεινής έως την κατασκευή μπαταριών, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην πλήρη μετάβαση στην ηλεκτρική κινητικότητα.

«Το κοβάλτιο είναι ένα σπάνιο στοιχείο με συχνότητα 0,004% στο φλοιό της γης, το οποίο το τοποθετεί στην τριακοστή θέση στον κατάλογο των στοιχείων με βάση τη συχνότητα. Υπάρχει σε πολλά ορυκτά, αλλά συνήθως σε μικρές ποσότητες», εξηγεί το Institut für Seltene Erden und Metalle AG. Τα παγκόσμια αποθέματά του είναι περίπου επτά εκατομμύρια τόνοι, εκ των οποίων περίπου οι μισοί βρίσκονται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Οι πίνακες της Statista δείχνουν ξεκάθαρα τη σημασία της αφρικανικής χώρας στον παγκόσμιο μεταλλευτικό χάρτη του «μπλε χρυσού»: η εκτιμώμενη παραγωγή της στα ορυχεία κοβαλτίου το 2022 ανέρχεται σε 130.000 μετρικούς τόνους, πολύ πάνω από τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη χώρα στη λίστα, θέσεις που καταλαμβάνουν η Ινδονησία (10.000), η Ρωσία (8.900) και η Αυστραλία (5.900). Το Κονγκό αντιπροσώπευε περισσότερα από τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής. Υπάρχουν εκτιμήσεις που ανεβάζουν την παραγωγή του από το 2022 στους 145.000 τόνους. Η Statista εκτιμά ότι το 2021 η αγορά κοβαλτίου έφτασε σε αξία τα 8,57 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως και αναμένεται αξιοσημείωτη αύξηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, αύξηση που θα της επιτρέψει να πάει από 10,83 δισ. το 2023 σε σχεδόν 24,9 δισ. το 2030.

Στις αρχές της δεκαετίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπολόγισε ότι το 2030 θα χρειαζόταν πέντε φορές περισσότερο κοβάλτιο και ότι μέχρι το 2050 η ανάγκη αυτή θα είχε αυξηθεί περίπου 15 φορές. Το κλειδί: η ανάγκη για μπαταρίες για ηλεκτρικά οχήματα και αποθήκευση ενέργειας. Το OEC (Παρατηρητήριο Οικονομικής Πολυπλοκότητας) δείχνει, ωστόσο, ότι ο κύριος εισαγωγέας του «μπλε χρυσού» είναι η Κίνα, με πολύ μεγαλύτερη ζήτηση από εκείνη της Ιαπωνίας, της Γερμανίας ή των ΗΠΑ.

Η Χιλή έχει επίγνωση των δυνατοτήτων της εξόρυξης κοβαλτίου εδώ και χρόνια. Το 2018 η Corfo και η Εθνική Υπηρεσία Γεωλογίας και Μεταλλείων (Sernageomin) ανέθεσαν μελέτη για την αξιολόγηση των διαθέσιμων πόρων στα βόρεια και τα κεντρικά της χώρας και την ίδια χρονιά είχε ήδη επισημανθεί το σημαντικό οικονομικό δυναμικό της, ακόμη και στα πιο απαισιόδοξα σενάρια. Ότι το ενδιαφέρον αυτό δεν έχει μειωθεί αποδεικνύεται από ένα σχέδιο του Πανεπιστημίου Andrés Bello (UNAB) και του Πανεπιστημίου της Χιλής που φιλοδοξεί να καταστήσει τη Χιλή τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό «μπλε χρυσού» παγκοσμίως.

«Μόνο με την εξόρυξη του κοβαλτίου που βρίσκεται στα μεταλλεύματα, η Χιλή θα μπορούσε να εκτοπίσει την Ινδονησία και να γίνει ο δεύτερος παγκόσμιος παραγωγός», εξηγεί η Pilar Parada, διευθύντρια του Κέντρου Βιοτεχνολογίας Συστημάτων, στην Αμερική. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται στα μεταλλικά σωματίδια που παρασύρονται από το νερό στις εργασίες εξόρυξης και τα οποία μπορούν ακόμη να αξιοποιηθούν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, από τη δευτερογενή εκμετάλλευση αυτών των υπολειμμάτων και την πρωτογενή εκμετάλλευση από τα κοιτάσματα χαλκού – κοβαλτίου, η συνολική παραγωγή θα μπορούσε να ξεπεράσει τους 25.000 τόνους.

Ο Εθνικός Οργανισμός Έρευνας και Ανάπτυξης της Χιλής (ANID) αποφάσισε να αναθέσει στην UNAB και στο Πανεπιστήμιο της Χιλής ένα επιστημονικό project για την παραγωγή περίπου 15.000 τόνων κοβαλτίου ετησίως.Η πρόταση του είναι να χρησιμοποιήσει τη βιοτεχνολογία για την επανεπεξεργασία των απορριμμάτων εξόρυξης και την ανάκτηση του απορριπτόμενου κοβαλτίου, κάτι που, όπως τονίζουν, θα της επιτρέψει να το αποκτήσει με «καθαρότερο τρόπο, με λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και χαμηλότερο κόστος παραγωγής». Οι υποστηρικτές της διαβεβαιώνουν ότι θα μπορούσε επίσης να μειωθεί ο περιβαλλοντικός κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν οι περιοχές αυτές.

«Η πρόοδος στο δρόμο προς ένα “πράσινο κοβάλτιο” δεν αποτελεί μόνο μια οικονομική ευκαιρία, αλλά και ένα βήμα προς ένα καθαρότερο και κοινωνικά υπεύθυνο μέλλον, όπου η ευημερία συγχωνεύεται με την προστασία του περιβάλλοντος», αναφέρει η Parada, διευθύντρια του project, στη La Tercera. Η ερευνήτρια διαβεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χρησιμοποιούνται βακτήρια για την απομάκρυνση του πυρίτη, ενός ορυκτού που οξειδώνεται σε επαφή με τη βροχή ή τον αέρα και μολύνει τα υπόγεια ύδατα και τα χωράφια των καλλιεργειών.

Όπως και να ‘χει, το κοβάλτιο αναμένεται ότι θα παίξει έναν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συσκευών τα επόμενα χρόνια και ο έλεγχος του θα είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν του γαλλίου και του γερμανίου που παράγονται ως επί το πλείστον στην Κίνα.