Αίτηση εθελοντικής προστασίας κατά της πτώχευσης βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας, προσπαθώντας να αναδιαρθρώσει τα οικονομικά της και να διασωθεί από ένα συσσωρευμένο χρέος ύψους 4,7 δισ. δολ. ανακοίνωσε ότι υποβάλλει η Intrum, ο μεγαλύτερος διαχειριστής κόκκινων δανείων της Ευρώπης, με έδρα τη Σουηδία και με παρουσία σε περισσότερες από 20 αγορές σε όλη τη γηραιά ήπειρο.

Η εταιρεία έχει αντιμετωπίσει σειρά προκλήσεων τα τελευταία χρόνια, καθώς η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η εκτίναξη των επιτοκίων σε υψηλό είκοσι ετών έχουν συσσωρεύσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με τις ανησυχίες να αυξάνονται για το καθαρό χρέος της Intrum ύψους 49,4 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (4,69 δισεκατομμύρια δολάρια) στα τέλη Ιουνίου.

Την «αισιοδοξία» θέλει να διατηρήσει ο Όμιλος που υποστηρίζει μεταξύ άλλων:

«Σε εξέλιξη βρίσκεται από τον Όμιλο Intrum η υλοποίηση του σχεδιασμού για κεφαλαιακή ενίσχυση και αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεών του σε διεθνές επίπεδο, ώστε να μεγιστοποιηθεί η αξία του οργανισμού, να βελτιωθεί η ρευστότητα και να στηριχθεί η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία του.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει επιτευχθεί η συμφωνία με ποσοστό άνω του 90% των πιστωτών και άνω του 73% των ομολογιούχων του Ομίλου, οι οποίοι στηρίζουν τη διαδικασία κεφαλαιακής ενίσχυσης και το τρέχον στάδιο περιλαμβάνει την υπαγωγή στο Chapter 11, σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία, όπως αναφέρουν πηγές του Ομίλου.

Πρόκειται για τεχνικό εργαλείο που χρησιμοποιείται συχνά σε ανάλογες διαδικασίες και είναι ασφαλής και γρήγορος τρόπος ολοκλήρωσής τους. Δεν έχει, δε, επιπτώσεις στη λειτουργία του Ομίλου και των θυγατρικών του, η οποία συνεχίζεται κανονικά και απρόσκοπτα».

Σύμφωνα με πηγές του ελληνικού βραχίονα της Intrum, για κάθε βήμα της διαδικασίας κεφαλαιακής ενίσχυσης και αναδιάρθρωσης του Ομίλου παραμένουν ενήμερες οι ελληνικές εποπτικές αρχές.

Η διαδικασία κεφαλαιακής ενίσχυσης και αναχρηματοδότησης του Ομίλου δεν επηρεάζει τη δραστηριότητά του και τη δραστηριότητα της Intrum στην Ελλάδα, η οποία καταγράφει σταθερά υψηλές επιδόσεις σε όλα τα επίπεδα, αναφέρουν οι ίδιες πηγές.

Σημειώνουν, ακόμη, ότι ο κύκλος εργασιών της Intrum στην Ελλάδα για τη χρήση 2023 ανήλθε σε €223 εκατ. Η εταιρεία, προσθέτουν, προσφέρει βιώσιμες λύσεις σε εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες, ενώ σε ποσοστό άνω του 90% των υποθέσεων εφαρμόζονται συναινετικές λύσεις.

Στη διαδικασία ρύθμισης μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, στην πολυπληθέστερη κατηγορία ρυθμίσεων (οφειλές άνω 250,000 ευρώ) η εγκρισιμότητα ανέρχεται σε >80%.

Πάντως, όλα ξεκίνησαν όταν υποβάθμισε την Intrum Σουηδίας, εταιρεία διαχείρισης χρέους, στη βαθμίδα CCC, ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, δεδομένου ότι υπάρχει «σημαντικά αυξημένη» πιθανότητα η επικείμενη αναχρηματοδότηση της εταιρείας να θεωρηθεί ως ανταλλαγή προβληματικού χρέους.

Τον προηγούμενο Ιούνιο, η Fitch Ratings υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση αθέτησης εκδότη (IDR) και την αξιολόγηση ανώτερου μη εξασφαλισμένου χρέους της Intrum AB (publ) σε «CCC» από «B».

Την ίδια περίοδο, η Τράπεζα της Ελλάδας έβγαλε «κίτρινη κάρτα» στην Intrum, απορρίπτοντας την αίτηση που κατέθεσε για την χορήγηση νέας άδειας, γιατί με βάση τον φάκελο που κατέθεσε δεν συμμορφωνόταν με το πλαίσιο λειτουργίας που διέπει τους servicers.

Ακολούθησε μέσα στον Ιούλιο η υποβάθμιση της αξιολόγησης CFR της Intrum από τη Moody’s, σε Caa2 από Caa1 προηγουμένως, και της ανώτερης αξιολόγησης μη εξασφαλισμένου χρέους της σε Caa3 από Caa2, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι η κεφαλαιακή της δομή δεν ήταν βιώσιμη.

«Η υποβάθμιση του CFR της Intrum σε Caa2 αντανακλά την άποψή μας ότι μετά την αναδιάρθρωση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας και μετά τη μερική πώληση χαρτοφυλακίου στην Cerberus με μείωση του EBITDA σε περίπου 10,5 δισ. σουηδικές κορόνες (SEK) μέχρι το τέλος του έτους 2024, η κεφαλαιακή δομή της εταιρείας θα παραμείνει μη βιώσιμη», ανέφερε η Moody’s.