Πώς μεταφράζεται η σύμπνοια Οικουμενικού Πατριάρχη και Πάπα στην προοπτική κοινού εορτασμού – Η εαρινή ισημερία, το ιστορικό λάθος των αστρονόμων και η απόφαση του Πάπα τον 16ο αιώνα που οδήγησε τα δύο δόγματα σε χωριστούς εορτασμούς
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Ο Πάπας Φραγκίσκος, σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «Avvenire» τον προηγούμενο Μάιο, είχε αναπτύξει την άποψη ότι «στις 5 Μαΐου του 2024 οι Ορθόδοξες Εκκλησίες γιορτάζουν το Πάσχα, πάνω από έναν μήνα αργότερα από τους Δυτικούς. Προφανώς είναι ζήτημα ημερολογιακών υπολογισμών, ακόμη και αν στο παρασκήνιο υπάρχει ακόμη ζωντανό το όνειρο του κοινού εορτασμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστήσει πρακτικά ακόμη πιο δύσκολο τον διάλογο, αλλά όσοι πρεσβεύουμε την ενωτική τάση δεν πτοούμαστε, παρ’ όλον ότι οι πιο σκληροπυρηνικοί ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους και προετοιμάζονται για έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων».
Με δηλώσεις τέτοιου είδους ο Πάπας διαλέγει ξεκάθαρα «στρατόπεδο», εφόσον η συμμαχία του με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο συνεπάγεται αυτομάτως την αντίθεσή του με τον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών, Κύριλλο. Ο οποίος έχει συγκρουστεί μετωπικά με τον Βαρθολομαίο εξαιτίας της Ουκρανίας, στο πλαίσιο μιας ανελέητης κόντρας η οποία κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 2018, όταν ο Βαρθολομαίος προέβη στην αναγνώριση καθεστώτος αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Ο Κύριλλος εξέλαβε τη συγκεκριμένη ενέργεια σαν ασυγχώρητη προσβολή και, εν τέλει, casus (ιερού) belli. Ακολούθως διέκοψε εντελώς την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκαλώντας το λεγόμενο «ορθόδοξο σχίσμα». Ως εκ τούτου, τα σχέδια για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα με τους Ρωμαιοκαθολικούς θεωρούνται σαν μία ακόμη πρόκληση εκ μέρους του Βαρθολομαίου, ακόμη ένα πλήγμα στις ήδη ανεπανόρθωτα διαρραγείσες σχέσεις του με τον Κύριλλο.
Πέραν αυτών των ενδοεκκλησιαστικών, σε ό,τι αφορά τη θέση της ελληνικής πολιτείας περί του ζητήματος εύγλωττη αφ’ εαυτής ήταν η επίσκεψη του Κυριάκου Πιερρακάκη στο Βατικανό στις 8 Μαΐου 2024, η πρώτη για Ελληνα υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων που έγινε ποτέ στην παπική έδρα. Συνοδευόμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Αθηνών Θεόδωρο Κοντίδη και τον Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων Γεώργιο Καλαντζή, ο κ. Πιερρακάκης, κατά τη συζήτησή του με τον Ποντίφικα επιβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει ένθερμα την ιδέα να καταργηθεί ο διττός εορτασμός του Πάσχα για τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς.
Η ιστορία ενός διχασμού
Η απαρχή της ημερολογιακής διαφοροποίησης μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού σε ό,τι αφορά τον εορτασμό του Πάσχα, όπως και ολόκληρη η ιστορία του χριστιανισμού, θα πρέπει να αναζητηθεί στις ιουδαϊκές ρίζες του. Οι Εβραίοι χώριζαν το έτος αναλόγως των φάσεων της Σελήνης, οπότε το δικό τους Πάσχα, δηλαδή η διάσχιση της Ερυθράς Θάλασσας (το «πεσάχ», από το οποίο προέκυψε, σαν παραφθορά, η λέξη «Πάσχα») χάρη στην οποία, ως εκ θαύματος, ο λαός του Ισραήλ σώθηκε από τον στρατό των Αιγυπτίων, εορταζόταν τη 14η ημέρα του μηνός Νισάν. Εκείνη ήταν η ημέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου, αμέσως μετά την εαρινή ισημερία. Ακολούθως, περνώντας στα γεγονότα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη και με δεδομένο ότι ο Ιησούς Χριστός ανέστη την επαύριον του εβραϊκού Πεσάχ-Πάσχα, η συγκεκριμένη ημερομηνία υιοθετήθηκε και από τους χριστιανούς.
Παρ’ όλα αυτά, ο κανόνας υπολογισμού της μεγαλύτερης κινητής εορτής στο χριστιανικό ημερολόγιο δεν τηρήθηκε από όλες τις κατά τόπους κοινότητες πιστών. Προϊόντος του χρόνου, η κατάσταση είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε χάος, κάτι που προβλημάτισε έντονα τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος και αποφάσισε να βάλει οριστικά τάξη στα λατρευτικά ορόσημα της χριστιανοσύνης. Και αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε με τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όπως προαναφέρθηκε, το 325 μ.Χ. Τότε, σε μια εποχή όπου ίσχυε η κατά Ιούλιο Καίσαρα εκδοχή του ημερολογίου ή αλλιώς το «Ιουλιανό», αποφασίστηκε ότι το Πάσχα θα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης. Και εάν τύχαινε το φεγγάρι να γέμιζε Κυριακή, το Πάσχα θα μετατίθετο κατά μία εβδομάδα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το χριστιανικό διαχωρίστηκε από το εβραϊκό και πλέον την ευθύνη για τον ακριβή προσδιορισμό της εορτής ανέλαβαν οι Αλεξανδρινοί αστρονόμοι. Δυστυχώς όμως, παρά τις εκπληκτικές ικανότητές τους, ακόμη και οι λαμπροί επιστήμονες της εποχής δεν απέφυγαν τα σφάλματα, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια πολύ μεγάλη απόκλιση, της τάξης ολόκληρων εβδομάδων, στον υπολογισμό της εαρινής ισημερίας καθώς περνούσαν οι αιώνες. Εν τω μεταξύ, ήδη από το 1054 είχε συντελεστεί το σχίσμα της Χριστιανικής Εκκλησίας και πλέον τον Μεσαίωνα, εν έτει 1582, όταν ο τότε Πάπας Γρηγόριος ο 13ος αποφάσισε να διορθώσει για μία ακόμη φορά τα λάθη των Αλεξανδρινών με μια νέα ημερολογιακή μεταρρύθμιση, το Πάσχα έγινε και πάλι το κεντρικό σημείο αναφοράς.
Με το «Γρηγοριανό» ημερολόγιο, η 5/10/1582 αναβαπτίστηκε σε 15/10/1582. Οπως ήταν αυτονόητο, όλες οι χώρες της Δύσης όπου ο Ρωμαιοκαθολικισμός ήταν το κυρίαρχο θρήσκευμα, προσαρμόστηκαν αμέσως. Κάτι που αρνήθηκαν σθεναρά να κάνουν, επίσης όπως ήταν αυτονόητο, οι ορθόδοξες κοινότητες, όπως η ελληνική – έστω και υπό τον τουρκικό ζυγό. Ο πάγος ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες έσπασε όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’ και ο Πάπας της Ρώμης Παύλος ΣΤ’ συναντώνται, για πρώτη φορά από το Μέγα Σχίσμα του 1054, στις 9.30 το βράδυ της 5/1/1964, στο Ορος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα. Η ιστορική συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την Aρση των Αναθεμάτων που διαίρεσαν την Εκκλησία, και άνοιξε τον δρόμο για τη διεξαγωγή διαλόγου μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η εαρινή ισημερία
Ακόμη και όταν υιοθετήθηκε επισήμως το Γρηγοριανό ημερολόγιο, τον Φεβρουάριο του 1923, ο προσδιορισμός του Πάσχα εξαιρέθηκε, παραμένοντας συνδεδεμένος με το Ιουλιανό ημερολόγιο, συν κάποια συμπαρομαρτούντα σφάλματα των αρχαίων αστρονόμων. Πάντως, αυτό που ισχύει γενικά είναι ότι η εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο αντιστοιχεί με την 3η Απριλίου κατά το Γρηγοριανό. Αυτό συνεπάγεται πως εάν η πανσέληνος προκύψει πριν από τις 3 Απριλίου, οι Ορθόδοξοι είναι αναγκασμένοι να αναμείνουν την επόμενη πανσέληνο. Τότε όμως το διάστημα ανάμεσα στα δύο Πάσχα ανέρχεται σε έναν ολόκληρο μήνα, όπως συνέβη το 2021.
Το Πάσχα των Ορθοδόξων εορτάζεται ενίοτε την Κυριακή μετά τη δεύτερη αντί για την πρώτη εαρινή πανσέληνο, στοιχείο που επιτείνει την περιπλοκότητα της όλης υπόθεσης, ενώ κάνει το ενδεχόμενο της σύμπτωσης με το Πάσχα των Καθολικών να μοιάζει με ένα αξιοθαύμαστο, παράδοξο, αλλά και εντελώς τυχαίο γεγονός. Υπ’ αυτή την έννοια, μια κοινή απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα για τον εφεξής ενιαίο και σταθερό εορτασμό του Πάσχα, πέρα από δογματικές διαφωνίες και ιστορικές διχόνοιες, θα ισοδυναμούσε με οριστική λύση ενός μάταιου γόρδιου δεσμού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: EUROKINISSI

Content snippet: CookieBar