Ποιος πρωτοείπε τη φράση «Ηταν χειρότερο από έγκλημα, ήταν λάθος». Στην Ελλάδα διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αλκη Θρύλο (κατά κόσμο Ελένη Ουράνη) με αφορμή τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη. Λένε όμως ότι το είχε πριν ο Τσόρτσιλ. Και πριν από αυτόν ο Ταλλεϋράνδος. Και το ότι «το θέατρο είναι θρησκεία και, αν το πιστέψεις, μπορεί να σε σώσει», αποδίδεται μεν στη Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά κάπου έχω διαβάσει ότι το έλεγε και η Σάρα Μπερνάρ. Για το ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι» δεν υπάρχουν αμφιβολίες, το γράφει, ως έχει, ο Τσέχοφ στις «Τρεις αδελφές». Εκείνο όμως το «Θα ζήσουμε» που λέει η Σόνια στην τελευταία σκηνή του «Θείου Βάνια και που, πολύ συχνά, αναπαράγεται ως θριαμβικός «παιάνας» σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Θα ζήσουμε μέχρι να πεθάνουμε λέει, επί της ουσίας, ολόκληρος ο μονόλογος (και σε αυτό το διάστημα θα δουλεύουμε και θα κουραζόμαστε μέχρι να ξεκουραστούμε) και είναι μία ρεαλιστική ματιά, κόντρα στον ρομαντισμό του θείου Βάνια, μια πεισιθανάτια άποψη που δείχνει ακόμη πιο τραγική την υποταγή στην ίδια τη ζωή, λόγω του νεαρού της ηλικίας της ηρωίδας.

Θέλω να πω ότι οι περισσότερες από τις «σοφές ρήσεις» που έχουν περάσει στον καθημερινό μας λόγο, ειδικά μετά την έκρηξη των σόσιαλ μίντια, δεν ξέρουμε από ποιον ειπώθηκαν για πρώτη φορά. Και, κυρίως, κάτω από ποιες συνθήκες. Αλλά ακόμη κι αν γνωρίζουμε τον «πατέρα» τους, μια «παραπλήσια» μετάφραση κάποιας λέξης ή η απομόνωση μίας φράσης από το κείμενο, μπορεί να αλλοιώσει εντελώς της σημασία τους. Κάπως έτσι συνέβη και με τον «γιο της πλύστρας» που, υποτίθεται, ότι πρέπει να φοβάσαι περισσότερο από τον «χορτασμένο».

Κατ’ αρχάς, τον γιο ποιας «πλύστρας»; Σε ποια χώρα και ποια εποχή; Διότι «γιοι πλύστρας» ήταν οι αγωνιστές του 1821. Και οι εξεγερμένοι της Γαλλικής Επανάστασης. Και της Οκτωβριανής. Η απελπισία του «μη έχοντος», σε ένα περιβάλλον εξέγερσης μπορεί, όντως, να είναι φοβερή. Αν και υπάρχει η άποψη (και η Ιστορία) που λέει ότι οι σπόροι της επανάστασης φυτρώνουν στο μυαλό αστών όπως ο Τσε Γκεβάρα. Θα γινόταν άραγε η Ελληνική Επανάσταση αν δεν υπήρχαν οι αστοί της Φιλικής Εταιρείας; Ή η Οκτωβριανή χωρίς τον μεγαλοαστό Καρλ Μαρξ; Με δυο λόγια ο κόσμος μας προχωράει από ανθρώπους που θέλουν να τον αλλάξουν. Και αυτοί μπορεί να είναι και «γιοι πλύστρας» και «κόρες βιομήχανου».

Ενα άλλο στοιχείο είναι ότι στην πραγματική ζωή δεν υπάρχουν οι εξισώσεις και οι απολυτότητες που υπάρχουν στα τσιτάτα. Ο «χορτασμένος» μπορεί να είναι πιο βουλιμικός (για χρήμα ή εξουσία) από τον «γιο της πλύστρας». Ενώ δεν συνεπάγεται ότι το παιδί με «το τρύπιο σώβρακο» που μπαίνει σε κάποιο χώρο εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής, ακαδημαϊκής) θα εξελιχθεί νομοτελειακά σε απατεώνα. Αν υπήρχαν τέτοιου είδους νομοτέλειες, δεν θα υπήρχε ούτε λογοτεχνία ούτε δραματουργία.

Για παράδειγμα ο Ιωάννης Βλαχογιάννης, ο άνθρωπος στον οποίον χρωστάμε την καταγραφή της Ελληνικής Επανάστασης, δεν ξέρω αν φορούσε τρύπιο σώβρακο, φορούσε όμως μία κάλτσα. Διότι σε επιστολή του προς την οικογένειά του όταν ακόμη ήταν φοιτητής, παρακαλεί να του στείλουν μία κάλτσα διότι η άλλη χάθηκε σε κάποια πλύση. Και δεν νομίζω ότι ο Βλαχογιάννης είχε κατηγορηθεί για οιασδήποτε μορφής κατάχρηση εξουσίας.

Να διηγηθώ μια πραγματική ιστορία που συνέβη πριν από εξήντα, σχεδόν, χρόνια σε κάποιο νησί των Κυκλάδων. Το κοριτσάκι από την Αθήνα παραθέριζε στο χωριό του πατέρα του. Στο ίδιο χωριό ζούσαν και τα δυο παιδιά της πλύστρας, κυριολεκτικά, που ήταν και ορφανά από πατέρα. Ξυπόλητα και μαυροφορεμένα λόγω του πρόσφατου πένθους. Ο μπαμπάς της μικρής Αθηναίας την παρότρυνε να κάνει παρέα με αυτά τα παιδιά. Εκείνη τα προσκάλεσε σπίτι της, παίξανε με τα παιχνίδια της, φάγανε τις λιχουδιές που ετοίμασε η γιαγιά της. Αυτό συνέβη δυο – τρεις μέρες. Την τέταρτη ο πατέρας της τής είπε: «Αύριο και μεθαύριο θα πας εσύ στο σπίτι τους. Και θα φας από το δικό τους φαγητό. Κι αν έχουν κουκιά χωρίς λάδι θα τα φας και θα γλείψεις τα δάχτυλά σου». …Τα παιδιά της πλύστρας εκείνου του χωριού έγιναν δύο πολύ σημαντικοί και αξιοσέβαστοι άνθρωποι.