Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του Κώστα Σημίτη στην περίοδο που κυβέρνησε τη χώρα(1996-2004) ήταν το πασίγνωστο «μπλοκάκι» του. Ήταν η πρακτική πλευρά της νοοτροπίας του, η οποία έλεγε: να βάζουμε στόχους, να γίνεται προγραμματισμός, να παρακολουθείται συστηματικά η πορεία των έργων που ανατίθενται, ώστε «να κάνουμε τη δουλειά». Αυτή είναι η φράση-μότο, στην οποία συνοψιζόταν η προσωπική και πολιτική φιλοσοφία του, την οποία εφάρμοσε στην οκταετή πρωθυπουργική θητεία του.

Μόλις είχε αναλάβει την πρωθυπουργία(δεν είχε προλάβει να ορκιστεί η κυβέρνηση) τού «έσκασε» η υπόθεση των Ιμίων, που έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα πολεμικού επεισοδίου. Ο Σημίτης ήταν εξαρχής αποφασισμένος να επιδιώξει την «απεμπλοκή», πιστεύοντας ότι μια πολεμική περιπέτεια θα οδηγούσε την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω, θα καθυστερούσε την ευρωπαϊκή της πορεία και ουσιαστικά θα κατέστρεφε τη δική του πρωθυπουργική θητεία. Όταν η απεμπλοκή έγινε πράξη με αμερικανική παρέμβαση, ο Σημίτης είπε στους συνεργάτες τους ότι θα ευχαριστούσε τους Αμερικανούς κατά την ομιλία του στη Βουλή. Σχεδόν όλοι τον απέτρεψαν, λέγοντάς του ότι είχε φουντώσει το αντιαμερικανικό αίσθημα και ότι όλη η αντιπολίτευση ήταν «στα κάγκελα». Λίγο αργότερα ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και είπε τη φράση «ευχαριστώ την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών» εν μέσω αντιπολιτευτικής θύελλας(από τη ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ ακούγονταν κραυγές για «προδοσία») και η μισή κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ήταν «παγωμένη». Ο Σημίτης πίστευε ότι οι Αμερικανοί βοήθησαν να αποφευχθεί μια πολεμική περιπέτεια, σε αντίθεση με την «κοιμώμενη» Ευρώπη. «Έπρεπε να το πω», έλεγε μετά σε όσους εξέφραζαν αμφιβολίες.

Μετριοπαθής ως άνθρωπος, επιφυλακτικός στις σχέσεις του, ο Κώστας Σημίτης έθετε στόχους που “έπρεπε να πετύχουμε”. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα πάνω απ’ όλα.

Αν και μετριοπαθής ως άνθρωπος(σπανίως χρησιμοποιούσε βαριά επίθετα στις ομιλίες και στα κείμενά του), στις δύσκολες στιγμές της του πορείας επέδειξε αποφασιστικότητα- στα όρια του πολιτικού τσαμπουκά, που συχνά ξένιζε ακόμα και στενούς συνεργάτες του. Υπάρχουν ορισμένα παραδείγματα.

Τον Ιούνιο του 1996, όντας πρωθυπουργός, πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου και έγινε το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο θα εκλεγόταν ο νέος πρόεδρός του. Δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ήταν ο Σημίτης. Αντίθετα, το σημαντικότερο κομμάτι του στελεχικού δυναμικού του ευνοούσε τη «διαρχία»: πρωθυπουργός Σημίτης, πρόεδρος του κόμματος Άκης Τσοχατζόπουλος. Ο Σημίτης είχε απορρίψει την εκδοχή αυτή, λέγοντας σε συνεργάτες του «η διαρχία σημαίνει ακυβερνησία». Έτσι πήγε στο συνέδριο αποφασισμένος να θέσει το δίλημμα «αν δεν εκλεγώ πρόεδρος θα παραιτηθώ από πρωθυπουργός». Ορισμένοι συνεργάτες του, φοβούμενοι την ισχύ του κομματικού μηχανισμού, ήταν επιφυλακτικοί, πιστεύοντας ότι αυτό που έχει πρώτιστη σημασία είναι η κυβέρνηση και όχι το κόμμα. Ο Σημίτης τους είπε «σημασία έχει να μπορούμε να κυβερνήσουμε», έθεσε το δίλημμα, έγινε μεγάλη σύγκρουση, αλλά στο τέλος το κέρδισε.

Ο μεγάλος στόχος του Σημίτη ήταν, αναμφισβήτητα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ(Οικονομική και Νομισματική Ένωση), δηλαδή στο ευρώ. Και σ’ αυτόν τον στόχο υπέταξε τα πάντα. Προς το τέλος της πρώτης τετραετίας του, όταν κρινόταν η ένταξη ή μη στο ευρώ, η Ελλάδα ήταν έτοιμη να κάνει άλλη μια «αγορά του αιώνα». Είχε σχεδόν κλείσει η συμφωνία για την αγορά των τότε πανάκριβων αμερικανικών αεροπλάνων F-15 και αναμενόταν η απόφαση του ΚΥΣΕΑ. Όμως, το κόστος ήταν πολύ υψηλό και έθετε σε αμφιβολία την επίτευξη των οικονομικών κριτηρίων για την ένταξη στην κοινή ευρωπαϊκή νομισματική ζώνη. Η τότε κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: Αμερικανοί ή Ευρωπαίοι; Ο Σημίτης επέλεξε αμέσως: πάνω απ’ όλα η ένταξη στο κοινό νόμισμα. Η αγορά των F-15 ματαιώθηκε, γεγονός που έφερε τις σχέσεις του με τον τότε υπουργό ‘Αμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο στα όρια της σύγκρουσης. Και επελέγη η μέση οδός, να αγοραστούν F-16, αεροπλάνα με πολύ μικρότερο κόστος.

Ο Κώστας Σημίτης παρέλαβε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ένα μεγάλο κόμμα που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Κατά τούτο ήταν τυχερός, δεν χρειάστηκε να φτιάξει εξαρχής κάτι δικό του. Όμως, παρά την πολύ ισχυρή αμφισβήτηση που είχε, κατάφερε να το κρατήσει ισχυρό και να επεκτείνει την κυβερνητική θητεία του για άλλα οκτώ χρόνια. Πολλές κυβερνητικές αποφάσεις του κρίθηκαν αμφιλεγόμενες, αλλά σχεδόν όλοι του αναγνωρίζουν ότι πορεύθηκε θέτοντας στόχους, για την επίτευξη των οποίων επέδειξε ζήλο και αποφασιστικότητα. Ήταν ο πολιτικός που ήθελε «να γίνει η δουλειά».

Στις αρχές της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του ξέσπασε η «υπόθεση των ταυτοτήτων». Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος εισηγήθηκε να μην αναγράφεται πλέον το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες. Προκλήθηκε σάλος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, συνεπικουρούμενος από τη ΝΔ, οργάνωσε τις περίφημες «λαοσυνάξεις». Μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε σύγκρουση με την Εκκλησία, ελάχιστοι υπουργοί υποστήριζαν δημόσια την κυβερνητική επιλογή. Ο Σημίτης δέχθηκε εισηγήσεις «να μην το τραβήξει», γιατί το ΠΑΣΟΚ θα πάθαινε εκλογική ζημιά. Αλλά τις απέρριψε. Ήρθε σε συνεννόηση με τον συντηρητικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος απέρριψε το αίτημα του Αρχιεπισκόπου για δημοψήφισμα και το θέμα έκλεισε. Αργότερα ο Σημίτης έλεγε σε συνομιλητές του χαμογελώντας: «Ευτυχώς που Πρόεδρος ήταν ο συντηρητικός, αλλά θεσμικός και ανοιχτόμυαλος, Στεφανόπουλος. Αλλιώς θα μας είχαν νικήσει οι Δεσποτάδες…».

Ίσως την πρωθυπουργική θητεία του να αποδίδει πολύ εύστοχα αυτή η ρήση του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ ντε Μοντέν: «Δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι’ αυτόν που δεν ξέρει πού πηγαίνει».

Ο Σημίτης σίγουρα ήξερε…