Διαβάζοντας διάφορες τοποθετήσεις για τον Καζαντζίδη, μια πτυχή της κατακερματισμένης εκδοχής του που προβάλλουν, είδα με έκπληξή μου αριστερούς να κατακερματίζουν τη λαϊκότητα, οικειοποιούμενοι μόνο την «καλή» εκδοχή της. Μου κάνει εντύπωση, επειδή μια γενιά πριν η Αριστερά διεκδικούσε τη λαϊκότητα σε όλες τις εκδοχές της. Ολο το πακέτο, που λέμε.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ένα από τα κύρια θεωρητικά ζητήματα που απασχολούσε τα αριστερά έντυπα ήταν οι επιβιώσεις της λαϊκότητας στα νεότερα χρόνια. Θυμάμαι φοβερές συζητήσεις, προεξάρχοντος του Δημήτρη Χατζή, με τη συμμετοχή του Τσίρκα, του Αλέξανδρου Ξύδη, του Αλέξ. Αργυρίου και πολλών άλλων στο «Αντί», που σήμερα δεν γίνονται – ή γίνονται υπό το βάρος ιδεολογημάτων που επιδιώκουν να τη φέρουν στα μέτρα τους.

Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, στηρίχτηκε στο όνομα του λαού, που αντιστρατευόταν τις ελίτ οι οποίες, κατά το αριστερό αφήγημα, ευθύνονταν για τη χρεοκοπία. Πώς τα κατάφερε έτσι ο χώρος που αναδύθηκε μέσα από τον αριστερό λαϊκισμό, μετά την ήττα του, το 2019, να αναζητεί διακρίσεις στην περιοχή της λαϊκότητας, χωρίζοντας τον λαό σε καλό και κακό; Και πώς, αίφνης, χωρίστηκαν οι λαϊκοί καλλιτέχνες σε εκπροσώπους της «τοξικής αρρενωπότητας» και της «φτωχολογιάς» με το στεφάνι (φωτοστέφανο) και το γεράνι; Και πώς τσίμπησε μια, επί της ουσίας, διανοητική αυθαιρεσία η Αριστερά;

Από την άλλη πλευρά, διαβάζω άλλους διανοητές, η δημόσια ταυτότητα των οποίων έχει διαμορφωθεί σε σύγκρουση με την Αριστερά, να εκδηλώνουν δημόσια την αμηχανία τους που ο Καζαντζίδης συνεχίζει να έχει φαν στη σημερινή Ελλάδα η οποία «έχει αλλάξει» και, προφανώς, δεν είναι μια περίκλειστη κοινωνία, κοιτάζει στο εξωτερικό, εισάγει κουλτούρες κ.λπ.

Αυτό που δεν κατανοούν τέτοιες προσεγγίσεις είναι ότι οι κοινωνικές αλλαγές δεν σημαίνουν ότι ο λαός εξαφανίστηκε. Μάλιστα, όπως έλεγα και χθες, η λαϊκότητα είναι ένα εξελίξιμο συνεχές που δεν ορίζεται με αφορισμούς. Η κουλτούρα μιας χώρας ορίζεται με όρους συνέχειας, διάρκειας – κάτι που το κατανοούσε η Αριστερά της μεταπολίτευσης – και όχι με «ρήξεις», «τομές», «αλλαγές».

Ο Λεξ ή ο Δεληβοριάς, π.χ., δεν σκεπάζουν είδωλα όπως ο Καζαντζίδης, επειδή η «λαϊκή ψυχή» δεν έσβησε το παλαιό για να γίνει «έντεχνη» ή τραπ αλλά καλλιεργείται παράλληλα. Αυτό το ξέρουν καλύτερα ακατάτακτοι καλλιτέχνες, όπως π.χ. ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο οποίος αντί να πουλάει καλλιτεχνικές ρήξεις, προτιμά την ειρωνεία – γι’ αυτό, άλλωστε, η κόντρα ερμηνεία εκ μέρους του τού «Υπάρχω», του μεγάλου σουξέ του Καζαντζίδη, που δεν διαγράφει αλλά πολεμά το μήνυμα του πρωτότυπου.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κάτι πολύ απλό. Οτι ο λαός, που διάφοροι προσπαθούν να του δώσουν το δικό τους περιεχόμενο, υπάρχει ερήμην τους. Συντίθεται από διαφορετικά μεταξύ τους στρώματα και από ατομικότητες που ζουν σε ένα πολιτισμικό συνεχές, το οποίο εξελίσσεται. Και είναι εξίσου λαός όσοι προτιμούν τους λεγόμενους «έντεχνους» και εκείνοι που τους αγνοούν.

Εξίσου λαός είναι όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ κι όσοι ψηφίζουν ΝΔ – άλλωστε, όταν βρεθούν μποτιλιαρισμένοι στην Αράχωβα, επειδή κάποιοι δεν είχαν αλυσίδες στα χιόνια, μπορεί να ακούνε Δεληβοριά στο μαγνητόφωνο, αλλά μπορεί να ακούν και Καζαντζίδη. Τίποτα δεν απαγορεύεται.

Καλή χρονιά.