Εν αναμονή της απόφασης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για το πρόσωπο που θα εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας, το iefimerida θα επιχειρήσει μια ιστορική αναδρομή για το πως συνέβαλε το δίπολο Καραμανλής -Παπανδρέου στην διαμόρφωση της πολιτικής παράδοσης της «συγκατοίκησης» Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού από αντίθετες πολιτικές παρατάξεις από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Ακόμη διακινείται ευρέως η λανθασμένη εντύπωση πως κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης παγιώθηκε μια πολιτική παράδοση που θέλει τον εκάστοτε πρωθυπουργό να προτείνει για την θέση του Πρόεδρου της Δημοκρατίας κάποια προσωπικότητα από την αντίπαλη πολιτική παράταξη.

Αυτό όμως δεν ίσχυσε παρά μόνο από τα μέσα της Μεταπολίτευσης με αντιπροσωπευτικότερα τα δίπολα Σημίτης – Στεφανόπουλος, Καραμανλής- Παπούλιας και Τσίπρας – Παυλόπουλος.

Ας σημειωθεί ότι η Βουλή έχει εκλέξει 8 Προέδρους στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα από το 1974. Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου είναι η 8η πρόεδρος της 3ης ελληνικής Δημοκρατίας. Πέντε από αυτούς προέρχονταν από τον πολιτικό στίβο και τρεις από το δικαστικό σώμα.

Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να λησμονείται και η περίπτωση του Κωνσταντίνου Τσάτσου ο οποίος διατέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της Μεταπολίτευσης μετά από πρόταση του νεοπαγούς τότε κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και του τότε προέδρου της Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Τσάτσος όχι μόνο υπήρξε επιστήθιος φίλος του Μακεδόνα πολιτικού αλλά αποτέλεσε για δεκαετίες το πολιτικό alter ego του , καθώς υπήρξε ο θεωρητικός του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» που εισήγαγε στην πολιτική ζωή του τόπου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Τσάτσος θεωρείται ο πιο πνευματικός Πρόεδρος Δημοκρατίας στην ιστορία της Μεταπολίτευσης και το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και νομικό του έργο να θεωρείται σπουδαίο, καθώς επηρέασε σημαντικά το Σύνταγμα του 1975, που έδινε αυξημένες εξουσίες στον Πρόεδρο, θεμελιώνοντας παράλληλα τις αξίες της ευρωπαϊκής ιδέας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, η συνύπαρξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή -διαδόχου του στον Προεδρικό θώκο- με τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό, ήταν αυτή που σφράγισε την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Η συγκατοίκηση των δύο ανδρών στην εξουσία, κατά τα πρότυπα του γαλλικού όρου cohabitation, διήρκησε για περισσότερο από δύο θητείες και υπήρξε αγαστή σε ένα μεγάλο μέρος της, χωρίς όμως ποτέ ο Ανδρέας να προτείνει τον Καραμανλή για την θέση του Προέδρου Δημοκρατίας, παρότι είχε υπονοήσει σαφώς πως θα το κάνει λίγο πριν την Προεδρική εκλογή του 1985. Μάλιστα όταν ερωτήθηκε τότε σχετικά για τον Καραμανλή , είχε απαντήσει το μνημειώδες : «Βλέπετε κανέναν καλύτερο;».

Τελικά ο Ανδρέας αποφάσισε να μην προτείνει την ανανέωση της θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκρίνοντας για τη θέση τον γνωστό δικαστικό από την υπόθεση της δολοφονίας του Γρήγορη Λαμπράκη, Χρήστο Σαρτζετάκη. Οι μελετητές της περιόδου αποδίδουν την επιλογή αυτή του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια να κατευνάσει το εσωκομματικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ που δεν καλοέβλεπε την ανανέωση της θητείας προαιώνιου εχθρού. Κυρίως, εκμεταλλευόμενος το ιδιαίτερα αρνητικό προς τον Καραμανλή κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των μελών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου είδε τη Προεδρική εκλογή του 1985 και τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985- 1986 ως μία ευκαιρία να περιορίσει τις εξουσίες του ΠτΔ και να απομακρύνει παράλληλα τον ίδιο τον Καραμανλή από τη συγκριμένη θέση που μέχρι τότε ενσάρκωνε τον ρόλο του πανίσχυρου πολιτειακού παράγοντα.

Εξάλλου η απόφαση του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ να διαφωνήσει σφοδρά με τις προεδρικές δικαιοδοσίες του Συντάγματος του 1975 που έδινε αρκετές εξουσίες στον ΠτΔ και να μην ψηφίσει ήδη ως αντιπολίτευση τον ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας για ΠτΔ, στην προεδρική εκλογή του Μαΐου του 1980, προϊδέαζε σε μεγάλο βαθμό και τις μακροπρόθεσμες πολιτικές επιδιώξεις του. Παρ’ όλα αυτά, ως πρωθυπουργός, ο Ανδρέας Παπανδρέου, φρόντιζε να διατηρεί καλές σχέσεις με τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα για να αποφεύγονται οι έντονες συγκρούσεις προς όφελος του πολιτεύματος και της πορείας της διακυβέρνησης του. Όπως έχει υποστηρίξει ο γνωστός ιστορικός και γ.γ του ιδρύματος της Βουλής Ευάνθης Χατζηβασιλείου η συνύπαρξη στα ανώτατα αξιώματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και του Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργού ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα «στιγμή» της ελληνικής πολιτικής Ιστορίας, καθώς αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα στην εδραίωση του πολιτεύματος και της Τρίτης Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον έγκυρο ιστορικό μέχρι τότε τέτοιες «συγκατοικήσεις» είχαν οδηγήσει σε συγκρούσεις και σε διχασμούς.

Όπως επιπλέον επεσήμανε δεν είναι υπερβολή και λόγω της συγκυρίας να πει κανείς ότι αυτή ακριβώς η σχεδόν ανέφελη συνύπαρξη των δύο κορυφαίων πολιτικών της χώρας συνέβαλε δραστικότατα στην εδραίωση του πολιτεύματος και της Τρίτης Δημοκρατίας. Μάλιστα επικαλείται ως παράδειγμα την διαφορετική αντίληψη που είχε ο καθένας για το … πού ανήκει η Ελλάδα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ταχθεί υπέρ μιας έντονα αντιδυτικής πολιτικής, αμφισβητώντας τη συνολική ένταξη της Ελλάδας στη Δύση, επίτευγμα που κατόρθωσε ο ίδιος ο Καραμανλής. Το ΠΑΣΟΚ, με ρητορική που σήμερα θυμίζει ΚΚΕ, ζητούσε ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από τη χώρα και ρήξη με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή, ο εναγκαλισμός της Ελλάδας με Ευρώπη και ΗΠΑ ήταν για τον Καραμανλή υπαρξιακής σημασίας στόχος για τη χώρα μας.

Συνεπώς ο Καραμανλής ως ΠτΔ καλείτο να εγγυηθεί την πολιτική ομαλότητα και την ένταξη στη Δύση, αλλά και να αποφύγει ταυτόχρονα μια μετωπική σύγκρουση του πρωθυπουργού και του αρχηγού του κράτους. Για να το επιτύχει αυτό είχε στη φαρέτρα του τις υπερεξουσίες του Προέδρου: δυνατότητα παύσης της κυβέρνησης ή διάλυσης της Βουλής, δημοψήφισμα. Σύμφωνα μάλιστα με την αφήγηση του κ. Χατζηβασιλείου από την αρχή της κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ ο Καραμανλής απέτρεψε τους αρχηγούς των επιτελείων και των σωμάτων ασφαλείας να παραιτηθούν αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, προς αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων. Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος και ο γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, πρέσβης Πέτρος Μολυβιάτης, εγκαινίασαν μια σειρά επαφών με τον πρωθυπουργό ώστε να του δείξουν τις κόκκινες γραμμές της Προεδρίας.

Ο Καραμανλής δήλωσε στον Παπανδρέου ότι δεν θα παρενέβαινε στο έργο της κυβέρνησης, αλλά θα ενδιαφερόταν για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα. Τόνισε σε διαδοχικές περιστάσεις στον πρωθυπουργό ότι η Ελλάδα χρειαζόταν οπωσδήποτε τη σχέση της με τη Δύση για να εξισορροπήσει το μεγαλύτερό της πρόβλημα, δηλαδή την τουρκική απειλή. Ακόμη, φρόντισε να υπογραμμίσει στους Αμερικανούς και στους Ευρωπαίους συνομιλητές του την ανάγκη να βοηθήσουν τον Παπανδρέου να συνειδητοποιήσει τα οφέλη μίας φιλοδυτικής, ήπιας πολιτικής. Επιπλέον, έπειτα από αίτημα του Παπανδρέου, συνηγόρησε στους Αμερικανούς να δεχθούν συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, κάτι που οι ΗΠΑ απέρριπταν. Ο Παπανδρέου φάνηκε να καταλαβαίνει την ανάγκη να αποφευχθεί η σύγκρουση και να γίνει μια φιλοδυτική στροφή επιβάλλοντας μία γραμμή μετριοπάθειας στους περισσότερο ανυπόμονους και ριζοσπάστες συνεργάτες του στο ΠΑΣΟΚ.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως οι δύο τους υπήρξαν άνθρωποι με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα.

Δύο πολιτικές προσωπικότητες με ριζικά αντίθετη κοσμοθεωρία. Ένα «αταίριαστο ζευγάρι», όπως τους χαρακτήρισε ο Τύπος, που κινήθηκε ανάμεσα στην ακραία αντιπαράθεση και στο πολιτικό ειδύλλιο και λειτούργησε συμπληρωματικά στη θεμελίωση της Δημοκρατίας όπως την ξέρουμε. Αν όμως η Μεταπολίτευση είναι έργο του Καραμανλή, χωρίς τον Ανδρέα ίσως δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. ‘Όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει και ο σπουδαίος ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ η άνοδος του Ανδρέα και του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία αποτελεί μέρος της επιτυχίας της προσπάθειας του Καραμανλή για μετάβαση στην Δημοκρατία, καθώς τότε μετουσιώθηκε η προσπάθεια αυτή με τον πλήρη εκδημοκρατισμό όλων των αρμών της εξουσίας. Η σχέση όμως των δύο ανδρών σε ανθρώπινο επίπεδο υπήρξε περισσότερο ανέφελη από ότι η πολιτική. Η σχέση τους ξεκινάει από την εποχή του 1960, όταν ο Παπανδρέου ως έγκριτος οικονομολόγος από τις ΗΠΑ, βρήκε μια θέση αντίστοιχη του κύρους του – ως διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που του επέτρεψε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από προτροπή του Καραμανλή. Χαρακτηριστική της σχέσης τους είναι και η στιχομυθία που αντάλλαξαν σε ένα από τα τελευταία πολιτικά τετ α τετ που είχαν ως ΠτΔ και Πρωθυπουργός στον γνωστό καναπέ της Προεδρίας όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το γνωστό αυστηρό του ύφος επεσήμανε στον Ανδρέα πως άλλοι τον συγχαίρουν και άλλοι τον συλλυπούνται που τον προέτρεψε να γυρίσει στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ για το κέντρο ερευνών , με τον Ανδρέα να απαντά πως συνεπώς «Εσείς είστε η αιτία του καλού ή του κακού» .

Σύμφωνα πάλι με άλλες διηγήσεις που έφερε στο φως της δημοσιότητας πριν μια δεκαετία η εφημερίδα «Τα Νέα» με αφορμή ένα συνέδριο για τον ιδρυτή της ΝΔ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να λέει στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Εγώ είμαι υπεύθυνος για σένα», εννοώντας την ίδια ιστορία . Πάντως, σύμφωνα με ανθρώπους της πολιτικής που έζησαν από κοντά τα πράγματα, οι δύο άνδρες μέχρι το τέλος στις ιδιωτικές τους συζητήσεις είχαν μόνο καλά λόγια να πουν ο ένας για τον άλλον. Ακόμη η δήλωση του Κ. Καραμανλή κατά την εκδημία του Ανδρέα ήταν ενδεικτική της σχέσης τους : «Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε μεγάλος πολιτικός ηγέτης. Τα ηγετικά του προσόντα δεν τα αρνούνται ούτε εκείνοι που αμφισβητούν το έργο του. Με τους αγώνες του έβαλε τη σφραγίδα της δυναμικής προσωπικότητάς του σε μια μακρά περίοδο της εθνικής μας ζωής».