Πέθανε ο Κώστας Σημίτης σε ηλικία 88 ετών.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και πολιτικός. Διετέλεσε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. (30 Ιουνίου 1996 – 8 Φεβρουαρίου 2004) και επίσης πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (18 Ιανουαρίου 1996 – 10 Μαρτίου 2004). Γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 23 Ιουνίου 1936.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο πρώην Πρωθυπουργός, πέθανε το πρωί στο εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους και δεν αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας.
Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, υπήρξε από τους ιδρυτές του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος και ανέλαβε αρκετές υπουργικές θέσεις, όταν το κόμμα του ανέλαβε την εξουσία.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1996 διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία μετά από ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εκπροσωπώντας τον «εκσυγχρονιστικό» πόλο εξουσίας με κύριο στόχο την οικονομική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και την κοινωνική σύγκλιση της ελληνικής κοινωνίας με την «ισχυρή» Ευρώπη. Στις 30 Ιουνίου 1996, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης εξελέγη πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο 4ο Συνέδριο του κόμματος. Επανεξελέγη πρωθυπουργός μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.
Τον Νοέμβριο του ‘94, η Β. Παπανδρέου συγκάλεσε το «δείπνο των Τεσσάρων» προσκαλώντας τους Κ. Σημίτη, Παρ. Αυγερινό και Θ. Πάγκαλο για να συζητήσουν την «εξεύρεση διεξόδου στη φθίνουσα πορεία του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης».
Στα τέλη Νοεμβρίου 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου νοσηλεύεται στο Ωνάσειο και η φθίνουσα πορεία της υγείας του δεν αντιστρέφεται. Μετά από την επιστολή παραίτησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η Κοινοβουλευτική Ομάδα στις 18/1/1996 εκλέγει τον Κώστα Σημίτη ως νέο πρωθυπουργό.
Στο 4ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ που ακολουθεί (μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου) ο Κώστας Σημίτης εκλέγεται Πρόεδρος τους ΠΑΣΟΚ με 53.77% έναντι του Άκη Τσοχατζόπουλου (46.23%).
Στο 5ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το Μάρτιο του 1999 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Στις Κοινοβουλευτικές Εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 επανεκλέχθηκε Πρωθυπουργός, με αύξηση του ποσοστού του ΠΑΣΟΚ και στο 6ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε, τον Οκτώβριο του 2001, εκλέχθηκε για τρίτη φορά Πρόεδρος του Κινήματος.
Στις 7 Ιανουαρίου 2004, με στόχο την ομαλή πολιτική διαδοχή, ανακοίνωσε την παραίτησή του από την Προεδρία του ΠΑΣΟΚ, παραμένοντας όμως Πρωθυπουργός μέχρι τη λήξη και της δεύτερης θητείας του και τη διενέργεια των κοινοβουλευτικών εκλογών στις 7 Μαρτίου 2004, συμπληρώνοντας οκτώ και πλέον χρόνια πρωθυπουργίας.
Εκλεγόταν βουλευτής της Α’ εκλογικής περιφέρειας Πειραιά, συνεχώς από το 1985.
Ως πρωθυπουργός προώθησε μία μετριοπαθή εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας σε μία οικονομική σταθερότητα σύμφωνα με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποριζοσπαστικοποίησε τον λόγο του κόμματος προκρίνοντας την πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η δεύτερη θητεία του συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και του εθνικού χρέους, καθώς και από προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών για το Κυπριακό πρόβλημα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ των σημαντικότερων πεπραγμένων της θεωρείται η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001.
Τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες. Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος. Μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νυν χωρών της Ευρωζώνης και διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές. Την ίδια στιγμή όμως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας.
Συγχρόνως, αναίρεσε από τον μηχανισμό της αγοράς το ρόλο «τιμωρού» για τις ανισορροπίες στην οικονομία ή για την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και, έτσι, μετέτρεψε τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος σε ανισορροπίες διαφορετικού τύπου, που σωρεύονται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτές. Έχοντας την κάλυψη του ισχυρού ενιαίου νομίσματος και σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υπήρχε χρόνος για να προχωρήσουν σταδιακά οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις εκμεταλλευόμενοι και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους. Οι μεταρρυθμίσεις παρά τις προσπάθειες δεν προχώρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό λόγω των αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού – «μεταρρύθμιση Γιαννίτση».
Τα οικονομικά μεγέθη της περιόδου 2000-2003 έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις τόσο των δημοσιονομικών όσο και των εθνικολογιστικών μεγεθών δείχνουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να είναι υψηλοί. Κατά μέσο όρο η οικονομία αναπτύχθηκε σε σταθερές τιμές 4,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τις επενδύσεις (8,5% μέση ετήσια πραγματική αύξηση). Η κατανάλωση, ιδιωτική και κρατική, αυξήθηκε επίσης (3,8% μέση ετήσια πραγματική αύξηση) τροφοδοτούμενη και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Η πιστωτική επέκταση ήταν υψηλή λόγω της απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς μέσω και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία και της ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές.
Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τροφοδοτούμενος από την υψηλή ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και φυσικά τις ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (3,4% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός) αν και φυσικά πολύ χαμηλότερος από παλαιότερα. Η απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών όπως και η ίδρυση της Cosmote την προηγούμενη δεκαετία, αντίθετα με τις υπόλοιπες αγορές, βοήθησαν να μην υπάρχουν πιέσεις στις τιμές των τηλεπικοινωνιών.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης την περίοδο αυτή αυξήθηκε από το 3,7% το 2000 στο 5,6% το 2003, παρόλο που το 2000-2002 υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα (από 3,6% το 2000 στο -0,7% το 2003). Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή οδήγησε στην απόφαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς επιτήρησης. Η επιτήρηση αυτή έληξε το 2007, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων με τη χρησιμοποίηση εκ νέου λανθασμένων στοιχείων.
Διάφορες πρακτικές ακολουθήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη στο χώρο των Δημοσίων Οικονομικών.
Χρησιμοποιήθηκαν χρηματοοικονομικές τεχνικές σε μεγάλη έκταση,που στην ουσία μετέφεραν πόρους από το μέλλον στο παρόν,τεχνικές όχι άγνωστες και στα άλλα κράτη – μέλη έτσι ώστε να μειωθεί το χρέος. Το 2002 η Eurostat υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εγγράψει στο δημόσιο χρέος τα ποσά των προμετόχων, που σημαίνει πως αντί για το τέλος του 2001 το δημόσιο χρέος να είναι 99,7 αναθεωρήθηκε στο 104,7.
Ύστερα από περαιτέρω ελέγχους, για το 2001 έκλεισε το χρέος στο 105,1%. Ύστερα και από άλλους ελέγχους το έλλειμμα ανέβηκε στο 107,3. Δηλαδή από 100% που η κυβέρνηση είχε δημοσιεύσει, ανέβηκε στο 107,3%, 3,5 τρις δρχ, περισσότερα από ότι είχε πει η κυβέρνηση του κ. Σημίτη. Επίσης λογιστικά κέρδη (για το 2001)ύψους 160 δισ δρχ από τη μετατροπή δρχ σε ευρώ, η Eurostat υποχρέωσε να διαγράψουμε. Για την «εικονική» μείωση του δημοσίου χρέους δανείστηκε η κυβέρνηση 400 δις. για 5 ημέρες. Τα τελικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος της περιόδου αυτής έπειτα από πολλές αναθεωρήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αναθεώρησης του ΑΕΠ της περιόδου 2000-2009) δείχνουν αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 103,4% το 2000 και μείωσή του στο 97,5% το 2003. Χάρη στη μείωση των επιτοκίων και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους έπεσε από το 7,3% του ΑΕΠ το 2000 στο 4,9% το 2003.
Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε με θεαματικούς ρυθμούς την περίοδο 1996-2003. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parities) ως ποσοστό του μ.ο. των χωρών της ΕΕ-15 (που περιλαμβάνει τις παλαιές 12 οικονομίες της ΕΕ συν τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία) αυξήθηκε από το 71,7 το 1995 στο 72,3 το 2000 και στο 80,7 το 2003.
Σημαντική ήταν η συμβολή των κοινοτικών πόρων. Το Β΄ΚΠΣ 1994 – 1999 ύψους €14δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 1994) ολοκληρώθηκε την περίοδο αυτή. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999 εξασφαλίσθηκαν για το Γ΄ΚΠΣ €22,7δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 2000).
Λόγω των παρατυπιών και της αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών να εποπτεύσουν τις αγροτικές επιδοτήσεις την περίοδο 1999-2004, επιβλήθηκε στην Ελλάδα πρόστιμο το 2006 ύψους 250 εκατ. ευρώ.
Για την περίοδο 1996-2001 ξοδεύτηκαν 5,2 τρις δρχ σε εξοπλισμούς. Οι δαπάνες του Β` ΕΜΠΑΕ (2001-2006) υπολογίζεται πως έφτασαν τα 6 με 7 τρις δρχ. Έπειτα από τη σύλληψη και ενοχή του Γ.Καντά,υπάρχουν υπόνοιες για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο με μίζες από Γερμανικές εταιρίες στα εξοπλιστικά,κάτι το οποίο διερευνάται από την Εισαγγελία της Βρέμης.
Στις 12 Ιουνίου 2008 ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου απέπεμψε τον Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος μέσω επιστολής που δημοσιοποίησε στον Τύπο, χωρίς να κινήσει την τυπική διαδικασία διαγραφής προς τον Πρόεδρο της Βουλής.
Αιτία στάθηκε η διαφορετική άποψη μεταξύ του Παπανδρέου και του Σημίτη για τη διεξαγωγή ή όχι δημοψηφίσματος σχετικά με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης της Λισαβόνας. Ο Γιώργος Παπανδρέου κατηγόρησε τον Κώστα Σημίτη πως, ενώ το 2005 είχε προσυπογράψει την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ και είχε επιχειρηματολογήσει επ’ αυτού και στη Βουλή εντούτοις, στην περίπτωση της Συνθήκης της Λισαβόνας που ακολούθησε την εγκατάλειψη της Συνταγματικής Συνθήκης, άλλαξε γνώμη.