Η 46χρονη Λόρεν Γκροφ αναγνωρίζεται ως μία από τις πλέον σημαντικές και πολυσυζητημένες συγγραφείς της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, με το όνομά της να συγκαταλέγεται στη λίστα του περιοδικού TIME στις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του 2024. Στην Ελλάδα τη γνωρίσαμε με το πρώτο της μυθιστόρημα, Τα τέρατα του Τέμπλετον, το οποίο κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Αδωνη Σάμψων από τις Εκδόσεις Ενάλιον το 2011. Το βιβλίο συνδυάζει στοιχεία ιστορικού μυθιστορήματος και μυστηρίου, και απέσπασε από την αρχή διθυραμβικές κριτικές. Εκτοτε, κάθε νέο έργο της Γκροφ γνωρίζει σημαντικές διακρίσεις.
Το τέταρτο μυθιστόρημά της, με τίτλο Matrix, κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Πόλις, σε εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου. Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το Αμερικανικό Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2021 στην κατηγορία Μυθοπλασίας, καθώς και για το Μετάλλιο Andrew Carnegie για «Εξαιρετική Λογοτεχνία» το 2022. Το Matrix αφορά τη γυναικεία δύναμη, την πίστη, τη συλλογικότητα και την αναδημιουργία, ενώ ο τίτλος του αντανακλά άμεσα τη θεματική του πυξίδα. Η λέξη Matrix, όπως δήλωσε η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της, εμπεριέχει την έννοια της μήτρας και, αν και χρησιμοποιείται σε διαφορετικά πλαίσια, η πολυσημία της χαρακτηρίζει την κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος της Γκροφ: τη δημιουργία ενός κόσμου από την αρχή, βασισμένου στην αλληλεγγύη και γυναικεία συλλογική δύναμη.
Στην υπόθεση του Matrix, η Γκροφ μάς μεταφέρει στον 12ο αιώνα όπου παρακολουθούμε τη Μαρία, τη Μαρία της Γαλλίας, μια ιστορική ποιήτρια της οποίας η ζωή παραμένει άγνωστη, πέρα από τη λογοτεχνική της παρακαταθήκη. Το έργο της Μαρίας της Γαλλίας (1160-1210), γαλλικά: Marie de France, σχετίζεται με την αυλική λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα εκκινεί με τη Μαρία να εξορίζεται από την αυλή της Βασίλισσας Ελεονόρας της Ακουιτανίας και να στέλνεται σε ένα παρακμιακό αβαείο. Εκεί, μακριά από τις ανέσεις του παλατιού, το οποίο θεωρούσε σπίτι της, αντιμετωπίζει πολλές αντιξοότητες, όπως την αφιλόξενη νοοτροπία των μοναχών, την πείνα και την απομόνωση. Παράλληλα υποφέρει από τα ερωτικά συναισθήματά της για τη Βασίλισσα Ελεονόρα. «[…]Μέχρι τον θάνατό της η Μαρία θα ζούσε με την παιδική ανάμνηση της βασίλισσας χαραγμένη βαθιά μέσα της, έτσι όπως ένας γέρικος γουλιανός κουβαλάει μπηγμένο στη σάρκα του το πρώτο αγκίστρι που έχαψε στα νιάτα του… ήταν έρωτας αυτό που ένιωθε, ένας έρωτας σκληρός, κοφτερός αμείλικτος[…]».
Ωστόσο, η ευφυΐα και η φιλοδοξία της την αναδεικνύουν. Μέσα από τη μοναξιά, η Μαρία μεταμορφώνεται από περιθωριοποιημένη φιγούρα σε ισχυρή ηγουμένη, αναμορφώνοντας το αβαείο και την κοινότητά της.
Η Μαρία οραματίζεται μια αυτάρκη κοινότητα, απεξαρτημένη από την ανδρική εξουσία, όπου οι μοναχές της εκπαιδεύονται ως τεχνίτριες, έμποροι και διοικήτριες. Χτίζει έναν κόσμο όπου οι γυναίκες έχουν πρόσβαση στη γνώση, την τέχνη και τη δύναμη «[…]Μες στο μυαλό της γεννιέται η ιδέα να φτιάξει μια στρατιά από ταμένα κορίτσια, όλα τους προικισμένα με ευφυΐα, μεγάλη σωματική δύναμη ή γνώσεις από τις οικογένειές τους, κορίτσια που έχουν μάθει την τέχνη του τσαγκάρη, του βαρελά, του μαραγκού, που ξέρουν να φτιάχνουν φυσητό γυαλί, που κάνουν αριθμητικές πράξεις στο μυαλό τους, που μπορούν να μάθουν ξένες γλώσσες, και που αργότερα θα γίνουν ισχυρές καλόγριες ή εμπόρισσες και θα φροντίζουν τις ανάγκες του αβαείου ή θα παντρευτούν κάποιον κοινωνικά ανώτερό τους και θα μπουν στον κατάλογο των κατασκόπων που η Μαρία ονειρεύεται να εγκαταστήσει σε όλα τα κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη[…]». Και παράλληλα, στέλνει γράμματα στην Ελεονόρα με τα ποιήματά της, που όμως μένουν αναπάντητα.
Η Μαρία της Γκροφ δεν μένει μόνο στην οργάνωση του αβαείου. Αντιμετωπίζει μια κοινότητα που κυριαρχείται από τη βία των ανδρών και όταν σθεναρά ζητά δωρεές για το αβαείο και τους φόρους από τα χωράφια ιδιοκτησίας του που δεν έχουν πληρωθεί, η έχθρα θα ξεσπάσει σαν θύελλα. Ενα βράδυ, σε ένα καπηλειό, συνωμοτούν κάποιοι χωρικοί να επιτεθούν στις καλόγριες.
Η Γκροφ δημιουργεί ένα αφηγηματικό σύμπαν που ισορροπεί ανάμεσα στη γήινη καθημερινότητα του αβαείου και τη μυθοπλασία. Η γραφή της πλημμυρίζει από εικόνες που δίνουν ζωή στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα οράματα της Μαρίας. Εντυπωσιακές είναι οι σκηνές των οραμάτων της, όπου το κείμενο ξεχειλίζει από ποιητική δύναμη και ένταση: «[…]Μια αστραπή σπιθοβολά στα ακροδάχτυλά της. Και ακαριαία απλώνεται στα χέρια της, τα σπλάχνα της, τα απόκρυφά της, το δέρμα της, μέχρι που στέκεται, τραχιά και φλογερή, στο λαιμό της. Θεσπέσια χρώματα ανθίζουν στον ουρανό πάνω από το δάσος[…]».
Η συγγραφέας, για να αποδώσει την αυθεντικότητα της μοναστικής ζωής, πέρασε χρόνο σε ένα μοναστήρι στο Κονέκτικατ, συμμετέχοντας στις ώρες προσευχής και εργασίας των μοναχών. Η εμπειρία αυτή της αποκάλυψε την ομορφιά και την πνευματική διάσταση της μοναστικής ζωής, στοιχεία που ενσωμάτωσε αριστοτεχνικά στο βιβλίο της και έτσι περιέγραψε, με ακρίβεια και βαθιά ενσυναίσθηση, τις δυσκολίες, τις χαρές και τις εσωτερικές συγκρούσεις, αποτυπώνοντας τη συλλογική της δύναμη και τη μεταμορφωτική της φύση.
Στην κριτική του «Publishers Weekly» επισημάνθηκε πως «Η Γκροφ ξεπέρασε τον εαυτό της με ένα επίτευγμα τόσο λαμπερό όσο τα οράματα της Μαρίας».
H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr και πρόεδρος του PEN Greece