Μπορεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να παγίωσε τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας αλλά αναμφίβολα ο Κώστας Σημίτης, που απεβίωσε σήμερα, ως πολιτικός καθιέρωσε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας στη συνείδηση των Νεοελλήνων.
Η πλειοψηφία των πολιτικών που κυβέρνησαν τη χώρα υπερασπίστηκαν την ανάγκη του δυτικού προσανατολισμού της Ελλάδας, το περίφημο δόγμα του «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Εξάλλου και ο καταστατικός προορισμός του ελληνικού κράτους, έτσι όπως εκφράστηκε στη γενέθλια πράξη του μετά την Επανάσταση ήταν πάντα η πλήρης ένταξη της χώρας στην Ευρώπη. Με αντικειμενικά κριτήρια όμως ο μόνος πολιτικός που κατάφερε να κάνει ουσιαστικά πράξη αυτό το αίτημα ήταν χωρίς αμφιβολία ο Κώστας Σημίτης που κατάφερε να εντάξει την χώρα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά κλάμπ του πλανήτη ακόμη και σήμερα.
Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε, σύμφωνα με έγκυρους ιστορικούς, αρκούν για να κατατάξουν τον πρώην πρωθυπουργό στην κατηγορία των μεγάλων Ευρωπαίων πολιτικών. Στα παρακάτω θα πρέπει να προστεθεί και η συνειδητή προσπάθεια εκσυχρονισμού όλων των δομών της διακυβέρνησης από τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα, την θεμελίωση των ανεξάρτητων αρχών και του κράτους δικαίου μέχρι τον εξορθολογισμό και εκσυχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Πίστευε στην γεωπολιτική αξία της χώρας η οποία θα αναδεικνύονταν μέσα από συνεργασίες και συγκλίσεις , πάντα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ιδέας και του κριτικού ορθολογισμού όπως επαναλάμβανε συχνά σε συνεντεύξεις του.
Υπήρξε τολμηρός και προσηλωμένος στην γενικότερη υπεράσπιση ενός αξιακού συστήματος για την πατρίδα μας που όπως έλεγε δεν θα είναι φοβικό, εσωστρεφές και εθνοκεντρικό , σε αυτό το πλαίσιο δεν δίστασε να συγκρουστεί μη φοβούμενος το πολιτικό κόστος ακόμη και με την Εκκλησία της Ελλάδος για το ζήτημα των ταυτοτήτων. Με λίγα λόγια δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως ο Κώστας Σημίτης, καθιέρωσε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας στη συνείδηση των Νεοελλήνων.
Η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ υπήρξε κάτι περισσότερο από αναγκαία , καθώς η νομισματική σταθερότητα που επετεύχθη βοήθησε σημαντικά την ελληνική οικονομία. Παρά τα σημαντικά βήματα όμως της κυβέρνησης Σημίτη προς αυτήν την κατεύθυνση τα επόμενα χρόνια η διαδικασία σύγκλισης με την Ευρώπη δεν επετεύχθη επαρκώς εξαιτίας βασικών δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Ο Κώστας Σημίτης, πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1996 έως το 2004, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ένταξη της χώρας στο ευρώ το 2001. Υπό την ηγεσία του, η Ελλάδα παρουσίασε σημαντική οικονομική πρόοδο, μειώνοντας το έλλειμμα από 12,5% το 1993 σε 2,5% το 2004, και πέτυχε την επιτυχία της ένταξης στην Ευρωζώνη με δημόσιο χρέος 93,9% του ΑΕΠ.Η πολιτική του εκσυγχρονισμού συνέβαλε στην ανάπτυξη υποδομών και στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η πολιτική του Κώστα Σημίτη είχε καθοριστική επίδραση στην οικονομική μεταρρύθμιση της Ελλάδας. Επικεντρώθηκε στη δημοσιονομική πειθαρχία, μειώνοντας το έλλειμμα από 9,1% το 1995 σε 3,1% το 1999, και προώθησε την ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων. Η στρατηγική του περιλάμβανε τη μείωση του πληθωρισμού και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, επιτυγχάνοντας την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ το 2001.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001 θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας, ενισχύοντας την πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν, και η χώρα προχώρησε σε μεγάλα έργα υποδομής, όπως το Μετρό της Αθήνας και η Αττική Οδός. Η πολιτική του Κώστα Σημίτη επηρεάσε σημαντικά τη δημοσιονομική στήριξη της Ελλάδας, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Από το 1995 έως το 1999, το έλλειμμα μειώθηκε από 9,1% σε 3,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος από 97% σε 94% του ΑΕΠ. Αυτές οι επιτυχίες επιτεύχθηκαν με αύξηση φορολογικών εσόδων και συγκράτηση δαπανών, οδηγώντας σε πρωτογενές πλεόνασμα. Η ένταξη στην ΟΝΕ το 2001 ενίσχυσε τη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά οι δομικές αδυναμίες της οικονομίας που δεν κατάφερε να προσαρμοστεί συνέβαλαν στην κρίση χρέους που ακολούθησε το 2009. Ακόμη αυτές οι πολιτικές ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη στην οικονομία και προώθησαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να φτάνει το 72% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2004.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που επισφραγίστηκε την 1η Μαΐου 2004 και αποτελεί σημαντική διπλωματική επιτυχία. Η διαδικασία ξεκίνησε το 1990 με την υποβολή αίτησης και περιλάμβανε στρατηγικές κινήσεις από την κυβέρνηση Σημίτη, που συνέδεσαν την ένταξη της Κύπρου με άλλες υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η κυβέρνηση Σημίτη, μέσω μιας μεθοδικής προσέγγισης, κατάφερε να προχωρήσει την ένταξη παρά τις τουρκικές αντιδράσεις και τις ανησυχίες για το Κυπριακό. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε καθοριστική συμβολή στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδέοντας τη διαδικασία με την ευρύτερη διεύρυνση της ΕΕ.
Ο Σημίτης και οι συνεργάτες του, όπως ο Γιάννος Κρανιδιώτης, εργάστηκαν για να αποδεσμεύσουν την ένταξη από την επίλυση του Κυπριακού, προωθώντας την ως στρατηγική προτεραιότητα. Η απόφαση του Ελσίνκι το 1999 αποτέλεσε σημείο καμπής, επιτρέποντας την ένταξη χωρίς προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την ελληνοκυπριακή πλευρά . Η συνεργασία με τον πρόεδρο Κληρίδη και η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ενίσχυσαν τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί πως τότε η στρατηγική της Αθήνας επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ. Η κυβέρνηση Σημίτη, συνδύασε την ένταξη της Κύπρου με τη διεύρυνση της ΕΕ και την πολιτική επίλυση του Κυπριακού. Η απόφαση του Ελσίνκι το 1999 απελευθέρωσε την ένταξη από την προϋπόθεση επίλυσης του Κυπριακού, επιτρέποντας στην Κύπρο να προχωρήσει μαζί με άλλες υποψήφιες χώρες, ενισχύοντας τη θέση της στην ΕΕ και προσφέροντας στρατηγικά πλεονεκτήματα στην Αθήνα και τη Λευκωσία.
Προσηλωμένος στις μεταρρυθμίσεις δεν φοβήθηκε το πολιτικό κόστος
Σημαντική πτυχή της θητείας του ήταν η προσπάθεια αφαίρεσης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες το 2001, που προκάλεσε αντιδράσεις από την Εκκλησία και διχαστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Παρά τις αντιδράσεις, η απόφαση κρίθηκε τελικά αντισυνταγματική, ενισχύοντας τη θέση της χώρας σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Η «μάχη των ταυτοτήτων» το 2000, που αφορούσε την αφαίρεση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας.
Ο Σημίτης υποστήριξε την απόφαση ως αναγκαία για την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα η διαμάχη να αποκτήσει πολιτικές διαστάσεις. Ο Κώστας Σημίτης αντιμετώπισε την κρίση των ταυτοτήτων το 2001 με αποφασιστικότητα και επέμεινε στην απόφαση να αφαιρεθεί η αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες, κατόπιν υποδείξεως της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις από την Εκκλησία, με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να οργανώνει συλλαλητήρια και να ζητά δημοψήφισμα. Παρά τις πιέσεις, η κυβέρνηση παρέμεινε προσηλωμένη στη νομιμότητα και τελικά, η αναγραφή κρίθηκε αντισυνταγματική από τα δικαστήρια, χωρίς να επανέλθει το ζήτημα στην πολιτική ατζέντα.